Σελίδες

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Παρουσίαση βιβλίου: «Ήταν ένα μικρό καράβι… που ήταν α.α. αταξίδευτο», του ΡΟΔΟΛΦΟY σταματιου*


Το μικρό καράβι του Ροδόλφου Σταματίου μ’ όρτσα τα πανιά του, με τον καιρό και κόντρα στον καιρό, μας ταξιδεύει πίσω στον χρόνο. Σε καιρούς δύσκολους, φουρτουνιασμένους σε μια Ελλάδα με χαίνουσες ακόμα τις πληγές του εμφυλίου. Ήρωές του οι «ηττημένοι». Άνθρωποι απλοί, ταπεινοί, που ίσως ποτέ δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν σε ήρεμα νερά  και να ξαποστάσουν σ΄ απάνεμα λιμάνια, που κάποιοι όμως όπως ο Ροδόλφος Σταματίου, έχουν τα ικανά μάτια και το ψυχικό σθένος να τους βλέπουν σπουδαίους, κάτι που δεν απέχει απ' την αλήθεια, και να μπορούν να γράψουν γι' αυτούς τους ταπεινούς και τις σπουδαίες τους ζωές.





Οκτώ ιστορίες που ο Ροδόλφος αφιερώνει «στη μελαγχολία του ΆΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ, στο παράπονο του ΝΙΚΟΥ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗ, στην περηφάνεια των ΤΕΡΤΣΕΤΗ και ΠΟΛΥΖΩΙΔΗ, στην αγανάκτηση του ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ και στην εγγονή του ΕΥΡΙΔΙΚΗ».




Τα τέσσερα πρώτα διηγήματα μας ταξιδεύουν «στα σχολικά χρόνια των παιδιών της θρεψίνης και του μουρουνόλαδου».

Πρώτο λιμάνι η πρώτη τάξη του δημοτικού στο Παρθεναγωγείο της Μυτιλήνης. Εκεί, που όπως ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας εξομολογείται: «…δεν μου άρεσε και πολύ το σχολείο. Ήμουν ο μαθητής που με έρανο μου πήρανε την πλάκα με το κοντύλι, δύο τετράδια, ένα με ίσιες γραμμές και ένα με τετραγωνάκια για την αριθμητική, ένα λευκό για ιχνογραφία, μολύβια, γόμα ξύστρα και όλα αυτά μαζί με μια χάρτινη εικονίτσα του Αγίου Συμεών…».


Στις επόμενες τάξεις του δημοτικού σχολείου μεταφερόμαστε στη μεταπολεμική Αθήνα. Ο Ροδόλφος μας παίρνει απ΄ το χέρι και μας σεργιανά στις γειτονιές της. Στιγμιότυπα από τη σχολική και την καθημερινή ζωή στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 περνούν από μπροστά μας σαν κινηματογραφική, ασπρόμαυρη ταινία. Οι εικόνες ζωντανές, οι περιγραφές άλλοτε με χιούμορ και νοσταλγία άλλοτε με σκληρό ρεαλισμό.

Ο δάσκαλος της δευτέρας δημοτικού στο Περιστέρι, που μπορεί ο ήρωας της ιστορίας να μη θυμάται τ΄ όνομά του αλλά θυμάται την καλοσύνη και το ενδιαφέρον του για τα παιδιά και, που κάποια μέρα με τη βία τον πήραν «κάποιοι κύριοι» απ΄ την τάξη.

Τα επόμενα χρόνια στα Κάτω Πετράλωνα. Το σχολείο στην Κεριάδων και Αγαθοδαίμωνος, η ξυλόσομπα, η βιβλιοθήκη του σχολείου που φτιάχτηκε με τη βοήθεια της θείας Λένας, η συμμετοχή των μαθητών στην υποδοχή του Τίτο. 

Το σπίτι στην οδό Πανδώρου 27 με την τούρκικη τουαλέτα, ο χωματόδρομος, η καταβρεχτήρα το καλοκαίρι και ο άνθρωπος με το καρότσι και το μαγικό κουτί με τους ωκεανούς, τα πολύχρωμα τροπικά ψαράκια, τη ζούγκλα, τους «καλούς» λευκούς και τους «κακούς» ινδιάνους, τις χορεύτριες με τα αραχνούφαντα πέπλα και τόσα άλλα θαύματα για τους μικρούς και τους μεγάλους. Ο ιδιοκτήτης του διπλανού σπιτιού με τον αρτιφισιέ τοίχο στην πρόσοψη, όπου με κόκκινη μπογιά ήταν γραμμένη  η λέξη «λαοκρατία» και που πεισματικά αρνιόταν να σβήσει παρά τις επίμονες συστάσεις του αστυφύλακα.

Και τέλος στην έκτη δημοτικού, στο αρβανιτοχώρι στα Λιόσια. Τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και η υπόσχεση ζωής: «Αυτό ακριβώς θα είμαι δάσκαλε. Όπου και να είμαι, θα είμαι ΟΡΘΙΟΣ».


Η πέμπτη ιστορία είναι αφιερωμένη στον Προκόπη Πανταζή, στον Αντάρτη του βουνού και της αδικίας. Γεννημένος το 1923 στο Κεράμι, οικισμό της Καλονής, στη Λέσβο. Αντάρτης στο βουνό το 1947, η ζωή του όλη διώξεις, καταδίκες σε θάνατο, φυλακές. Διαβάζουμε: «Είχα την εντύπωση καθώς τον έβλεπα πως έβγαζε μια λάμψη, δεν τόλμησα να το πω γιατί θα με κορόιδευαν ότι έβλεπα φωτοστέφανο». «…Ήταν ένας άνδρας ψηλός που πάνω του σταμάτησαν πολλές κακουχίες και γι αυτό είχε μια περηφάνεια αλλά και καταδεκτικότητα. Οι συγχωριανοί του έλεγαν ότι ήταν σαν Βυζαντινός Άγγελος του Κόντογλου ή Μυτιληνιός χωρικός του Θεόφιλου που χορεύει Βαρύ Ζεϊμπέκικο».  

Στην έκτη ιστορία με τον τίτλο «Αδέσποτα σκυλιά και άνθρωποι» γνωρίζουμε τον Κανέλλο, ένα καλοταϊσμένο, αδέσποτο σκύλο μόνιμο κάτοικο της πλατείας μπροστά από τον σταθμό του τρένου. Η ιστορία αυτή είναι αφιερωμένη «στους αγνούς ανώνυμους αγωνιστές, στα αδέσποτα, στους άστεγους, στους διαγραμμένους του ΚΚΕ, σ’ αυτούς που έφυγαν από ιατρικό ή τροχαίο λάθος, σ’ αυτούς που στο ληξιαρχείο στο όνομα πατρός γράφει «άγνωστος», στις κοπελίτσες της επαρχίας που γράφουν κρυφά το βράδυ ποιήματα, στους «εξαφανισμένους» της Λατινικής Αμερικής και σε όλους τους πρόσφυγες του πολέμου και της φτώχειας».


Στην έβδομη ιστορία με τον τίτλο «Υπάρχουν και χειρότερα» ο συγγραφέας μας μεταφέρει στον Φλεβάρη του 1968. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο περιγράφει τη «διαμονή» στην οδό Μπουμπουλίνας. Με λεπτή ειρωνεία περιγράφει τις μεθόδους ανάκρισης «στα επείγοντα». Το πηγαινέλα απ΄ το κελί 7 της απομόνωσης στην ταράτσα: «Εμείς ότι μπορέσαμε κάναμε εδώ στα “επείγοντα”. Σου δώσαμε τις “πρώτες βοήθειες”. Πρέπει να πας στην ταράτσα στο χειρουργείο. Άντε να πάρεις και τον αέρα σου. Μετά την ταράτσα σε σούρνουν πάλι στο κελί σου το 7…».


Η όγδοη ιστορία «Ήταν ένα μικρό καράβι. Μια ιστορία που έγραψε η ζωή», είναι αυτή που έδωσε τ΄ όνομά της και στο βιβλίο.

Είναι η ιστορία της κυρα - Βιλελμίνης, της Αϊβαλιώτισσας  που στη μικρασιατική καταστροφή βγήκε στη Μυτιλήνη, γυναίκα προκομένη έκανε διάφορες δουλειές, ότι μπορούσε. Του γιού της του Ταξιάρχη που από τα δεκαπέντε του έπιασε δουλειά αχθοφόρος στο λιμάνι, που αγάπησε και παντρεύτηκε την Πελαγία «ένα ωκεανό ομορφιάς» και της κόρης τους της μικρόσωμης Ζαχαρούλας  που ανεβασμένη σ΄ ένα κλαδί μυγδαλιάς τραγουδούσε και γελούσε.

Διωγμένη απ΄ τη φτώχια και τις συνεχείς ενοχλήσεις από την αστυνομία η οικογένεια ξεριζώνεται για μια ακόμα φορά. Φεύγει από το νησί για την Αθήνα. Πρώτος σταθμός μια άλλη προσφυγική γειτονιά η Νέα Ιωνία. Εκεί προσπαθούν να ξεκινήσουν από την αρχή τη ζωή τους, να στήσουν ξανά το σπιτικό τους. Στα ορυχεία κάρβουνου και λιγνίτη ο Ταξιάρχης, μοδίστρα η Πελαγία. Με τη σκληρή δουλειά και τις αιματηρές οικονομίες κατορθώνουν να αγοράσουν το δικό τους σπιτάκι στο Νέο Ηράκλειο.

Όμως η ζωή συχνά δεν είναι σπλαχνική κι «ο θεός άδικος για τους φτωχούς». Έτσι κι ο Ταξιάρχης σύντομα αρρωσταίνει από φυματίωση και φεύγει αθόρυβα ένα πρωί.

Μάνα και κόρη μόνες πια προσπαθούν να επιβιώσουν. «Κορδελιάστρα»  η Πελαγία στο εργοστάσιο «ΣΑΙΤΑ» κι η Ζαχαρούλα μοδιστρούλα το πρωί και ταμίας στον κινηματογράφο ΗΡΑ το βράδυ. Ύστερα από μερικά χρόνια φεύγει κι η μητέρα, μην αντέχοντας άλλο μακριά από τον αγαπημένο της Ταξιάρχη.

Μόνη πια η Ζαχαρούλα αποκομμένη απ΄ όλους -αφού για τη μάνα της δεν βρέθηκε κατάλληλος γαμπρός γι αυτή- ζούσε συντροφιά με τα βιβλία της και μέσα απ΄ τα βιβλία της. Οι ζωές των ηρώων ήταν και η δική της ζωή:

«Αυτό που κατάλαβε μόνο και της άρεσε ήταν η τελευταία κουβέντα της Σκάρλετ: «ΑΥΡΙΟ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ». Εκεί της έπεσε το βιβλίο απ΄ τα χέρια και στον ύπνο της είδε τη μητέρα της πως την είχε αγκαλιά, μικρούλα και ενώ ακουγόταν απ΄ έξω το τσεκούρι του πατέρα της που έκοβε ξύλα από λιόριζες για το τζάκι της τραγουδούσε απαλά:

Ήταν ένα μικρό καράβι

Ήταν ένα μικρό καράβι

που ήταν α. α. αταξίδευτο

……..

Και σε πέντε έξι εβδομάδες

Σωθήκαν όλες όλες όλες οι τροφές…

Η φωνή έσβησε σιγά σιγά και απομακρυνόταν… Έφυγε…

Αργότερα ο γιατρός που ήρθε, έγραψε αιτία θανάτου: Υπερβολική δόση ΑΓΑΠΗΣ».

Οι ιστορίες που ο Ροδόλφος απλόχερα μας χαρίζει μπορεί να γίναν καλύτερα ή χειρότερα δεν έχει σημασία, ή μπορεί και να μη γίναν αλλά να τις φαντάστηκε και να τις έστρωσε στο χαρτί με τέτοια μαεστρία που 'ναι σα να γίναν, σημασία έχει αν η παρουσίασή τους απ' την πένα του μας αγγίζει και μας βοηθάει να γίνουμε μια στάλα πιότερο άνθρωποι, ΚΙ ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΒΟΗΘΑΕΙ...

Το βιβλίο είναι διανθισμένο με εξαιρετικά σκίτσα που ο ίδιος ο συγγραφές έχει σχεδιάσει.









*Ο Ροδόλφος σταματιου, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί δεν είναι τίποτα, αλλά έχει ένα email rodolfsta@gmail.com, όπου αν θέλετε μπορείτε να ζητήσετε και να προμηθευτείτε το βιβλίο**.

Επίσης ενημερώνει τη Βασιλική Ακαδημία της Στοκχόλμης ότι σε περίπτωση που τον προτείνουν για το ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ δεν θα το δεχτεί για τον λόγο ότι δεν έχει την κατάλληλη ενδυμασία.

**Το βιβλίο διατίθεται επίσης από τη ΒΙΒΛΙΟΧΑΡΤΙΚΗ ΙΩΝΙΑΣ, Μεσολογγίου 6, Νέα Ιωνία, 14231, τηλέφωνο 210-2711267.

 







Την παρουσίαση του βιβλίου επιμελήθηκε η

Ελένη Γλαρέντζου

 

 

 


Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Μια ασήμαντη ιστορία αντίστασης, του Λάζαρου Μπελίτση

 Σεπτέμβρης 1968: 

Μετά από την οπερετική αντίδραση στους συνταγματάρχες που τον πρόλαβαν στο πραξικόπημα της κατάλυσης της Δημοκρατίας και την «από χωρίον εις χωρίον» περιπλάνηση ο Βασιλεύς με όλο του το σόι έχει εγκαταλείψει τη χώρα.


Νέο πολίτευμα. Δημοκρατία Δικτατορική, Ελληνική πατέντα. Α, όλα κι όλα. Οι τύποι. θα τηρηθούν. Ο Λαός θα εγκρίνει το νέο Σύνταγμα. Δημοψήφισμα Ναι ή Όχι. 

Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν γνωστό από την ημέρα που προκηρύχτηκε και δεν μπορούσε να είναι άλλο εκτός από ΝΑΙ. Και μάλιστα με συντριπτική πλειοψηφία. Αυτό το γνωρίζαμε. Και ότι τα ψηφοδέλτια του ΟΧΙ, όπου μπορούσαν να βρεθούν, γιατί στα εκλογικά τμήματα της επαρχίας ή δεν υπήρχαν καθόλου ή υπήρχαν λίγα τυλιγμένα με λαστιχάκι, ενώ έλειπαν τελείως τα παραβάν. Στα δε μεγάλα αστικά κέντρα ή είχαν «τελειώσει και δεν μας έφεραν άλλα» ή υπήρχαν λίγα ακόμη δίπλα στην κάλπη, θα βαπτίζονταν -όπως οι καλόγεροι του Ροΐδη έκαναν το κρέας ψάρι- σε ΝΑΙ. 



Κρατώ ακόμα σαν ενθύμιο - απόδειξη έναν φάκελο σφραγισμένο από την εφορευτική επιτροπή και υπογεγραμμένο από τον δικαστικό αντιπρόσωπο (για να είναι ακόμη πιο σίγουροι για την «γνησία έκφραση του Ελληνικού Λαού» και μη τυχόν και υπάρξει κανένα παρατράγουδο από κανέναν αμετανόητο ως δικαστικοί αντιπρόσωποι ορίστηκαν δημόσιοι υπάλληλοι -να τους έχουμε του χεριού μας- και όχι δικηγόροι, όπως πάντοτε σε κάθε εκλογή συνέβαινε) με ένα ψηφοδέλτιο του ΟΧΙ που μαζί με άλλους κλειστούς φακέλους -δεν είχαν κάνει τον κόπο ούτε να τους ανοίξουν- βρήκα την άλλη μέρα το πρωί στον κάδο του σχολείου - εκλογικού τμήματος της γειτονιάς μου. και τους έδωσα εκεί που έπρεπε.

Η μητέρα του φίλου Γιώργου, συμβολαιογράφου στη Θεσσαλονίκη, ζούσε και ψήφιζε σ’ ένα χωριό στην επαρχία των Γιαννιτσών. Εβδομήντα τόσων χρόνων, αγράμματη αλλά μυαλό ξυράφι. Σε πουλούσε και σ’ αγόραζε. Την ημέρα, Κυριακή, λοιπόν του δημοψηφίσματος το πρωί, ο φίλος μου ο Γιώργος, αφού ,έριξε το ΟΧΙ του, υπήρχαν λίγα στο τραπέζι μπροστά από τον «δικαστικό αντιπρόσωπο», πήρε από τον σάκο όπου πέταγαν τα ψηφοδέλτια, που ήταν σκόπιμα γεμάτος με ΟΧΙ, όσα ΟΧΙ βρήκε. Τα βαλε στην τσέπη του, βγήκε και δρόμο για το χωριό όπου τον περίμενε η γιαγιά Κωνσταντίνα η μάννα του. Είχαν από χθες συνεννοηθεί. Παίρνει λοιπόν η καλή σου το ΟΧΙ που έφερε ο γιος της, το διπλώνει στο μανίκι της και νασου μπροστά στον «δικαστικό».

-Καλώς την γιαγιά Κωνσταντίνα, την χαιρετά ο Γραμματικός (Γραμματέας της Κοινότητας), κέρβερος δίπλα στον δικαστικό για να κάνει την καταγραφή, το χαφιεδιλίκι δηλαδή: Ποιοι ήρθαν, πόσοι, μη μας ξεφύγει κανείς.

-Κι εσύ εδώ κυρ Νίκο; Τι κανς, απαντά με δηλητηριώδη αφέλεια.

-Να, βοηθώ τον δικαστικό. Ήρθες να ψηφίσεις την Επανάσταση ε; και της δίνει ένα ψηφοδέλτιο με το ΝΑΙ. 

-Τι να κάνω; Αφού έτσι μας είπαν. Αλλά γιατί μου δινς ένα; Εμένα δυο μου παν να πάρω.

-Ε, καλά κυρα - Κωνσταντίνα. Πάρε ακόμα ένα. Και της δίνει ακόμα ένα ΝΑΙ. 

Αγράμματη είναι -το ήξερε αυτό ο κυρ Νίκος-.Πάει η κυρά Κωνσταντίνα στο παραβάν, δηλαδή εκεί που έπρεπε να υπάρχει και με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση -είχε εξασκηθεί-βγάζει από το μανίκι το ΟΧΙ, το βάζει στον φάκελο, πετάει το ένα ΝΑΙ και κρατώντας το άλλο ΝΑΙ στο χέρι πάει και ρίχνει τον φάκελο στην κάλπη και: 

-Αυτό το άλλο τι να το κάνω;

-Ρίχτω στο καλάθι με τα σκουπίδια. 

-Δίκιο εχς πδμου. Κάθε πράμα στη θέση του.

Ακόμα ψάχνει ο κυρ Νίκος και οι Αρχές ποιος τους ξέφυγε και μαγάρισε με ένα ΟΧΙ τη «θέληση του Λαού».





Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

Η ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ IV: Μνήμες Δικτατορίας, από την ταινιοθήκη της Ελλάδος

 


ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΟΝLINE ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΜΕ ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 

21-27 AΠΡΙΛΙΟΥ 2021
ΔΩΡΕΑΝ ΣΤΟ online.tainiothiki.gr

Υπό την Αιγίδα της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας του Υπουργείου Εξωτερικών


Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος συνεχίζει τις online προβολές μέσα από την ψηφιακή της αίθουσα και από την Τετάρτη 21 Απριλίου παρουσιάζει το νέο, τέταρτο κατά σειρά πρόγραμμα της επιτυχημένης ενότητας «Η Ταινιοθήκη στο σπίτι» με το αφιέρωμα «Μνήμες Δικτατορίας», που θα πραγματοποιηθεί με αφορμή την επέτειο από το πραξικόπημα της 21ηςΑπριλίου.

Από την Τετάρτη 21/4 έως και την Μεγάλη Τρίτη 27/4 θα προβληθούν εμβληματικές ταινίες από τους Θόδωρο Αγγελόπουλο, Παντελή Βούλγαρη, Δήμο Θέο, Νίκο Καβουκίδη, Νίκο Κούνδουρο, Φρίντα Λιάππα, Δημήτρη Μακρή, Ροβήρο Μανθούλη, Τώνια Μαρκετάκη, Γιώργο Σταμπουλόπουλο, Παύλο Τάσιο και τους  Σάκη Μανιάτη/Γιώργο Τσεμπερόπουλο.

Την εκδήλωση έθεσε υπό την αιγίδα της η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας του Υπουργείου Εξωτερικών, λαμβάνοντας υπ’ όψη τη μεγάλη απήχηση των προηγούμενων τριών κύκλων προβολών της Ταινιοθήκης στην ελληνική ομογένεια.

Αξίζει να αναφέρουμε πως το πρόγραμμα «Η Ταινιοθήκη στο σπίτι», τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2020 κατέγραψε 36.660 video views.

To αφιέρωμα υλοποιείται με την υποστήριξη του Δεύτερου Προγράμματος 103,7 και εντάσσεται στο πλαίσιο της Εβδομάδας Κινηματογράφου που το Δεύτερο έχει προγραμματίσει για το διάστημα 19 με 26 Απριλίου, με αφιερώματα, ειδικές εκπομπές, διαγωνισμούς και "βραδιά Όσκαρ", εν όψει της 93ης απονομής των βραβείων της Ακαδημίας Κινηματογράφου. Συντονιστείτε με το Δεύτερο και ενημερωθείτε για τους συντελεστές και τις ταινίες του επετειακού αφιερώματος της Ταινιοθήκης της Ελλάδος.

Όπως σημειώνει η επιμελήτρια του προγράμματος Μαρία Κομνηνού, «την περίοδο της δικτατορίας, αλλά και τα χρόνια που προηγήθηκαν, στην Ελλάδα αναδύθηκε ένας εναλλακτικός κινηματογράφος, πολύ διαφορετικός από το κυρίαρχο μοντέλο του εμπορικού ελληνικού σινεμά, που κατά τη διάρκεια της επταετίας στάθηκε απέναντι στις καθεστωτικές προπαγανδιστικές ταινίες εθνικιστικού χαρακτήρα. Ο πολιτικός κινηματογράφος, όπως υπογραμμίζει και η Αγλαΐα Μητροπούλου, ανθίζει μέσα στην καταπίεση, και τα χρόνια αυτά δημιουργήθηκαν σημαντικές ταινίες που με έναν τρόπο αλληγορικό μίλησαν για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα της Δικτατορίας, το ραδιόφωνο και ο κινηματογράφος ήταν οι χώροι που αναπτύχθηκε η αντιστασιακή δημόσια σφαίρα. Έχουμε την γέννηση αυτού που ονομάστηκε «Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος» με καταλύτη το έργο του Θόδωρο Αγγελόπουλου».

O θεατής θα έχει μια σπάνια ευκαιρία να παρακολουθήσει αυτές τις ταινίες-ορόσημα, με την υπογραφή μερικών από τους σημαντικότερους έλληνες σκηνοθέτες.

 «Ήδη στα μέσα της δεκαετίας του ‘60», εξηγεί η Μ. Κομνηνού, «εμφανίζονται νέες τάσεις είτε από έμπειρους κινηματογραφιστές σαν τον Ροβήρο Μανθούλη, που ανιχνεύει την βαθειά πληγή μέσα από το αστραφτερό πρόσωπο της νέας Αθήνας (Πρόσωπο με πρόσωπο), είτε από νεότερους όπως ο Αγγελόπουλος, ο Βούλγαρης, η Μαρκετάκη, ο Κωστανταράκος, ο Πανουσόπουλος αλλά και ο Σφήκας, ο Φέρρης και ο Τορνές, οι οποίοι, μεταξύ πολλών άλλων, συνεργάζονται με τον Δήμο Θέο στο πολιτικό θρίλερ Κιέριον.

Ο Γιώργος Σταμπουλόπουλος σκιαγραφεί την συνειδητοποίηση ενός νέου για τα αδιέξοδα της ελληνικής κοινωνίας (Ανοιχτή επιστολή). Ο Νίκος Κούνδουρος εξερευνά τις πολιτικές των ταυτοτήτων με το εμβληματικό  Vortex. Με την επιβολή της δικτατορίας ο Αγγελόπουλος γυρίζει την πρώτη ταινία της τριλογίας του πολιτικού κινηματογράφου, τις Μέρες του 36. Ο Παντελής Βούλγαρης στο Προξενιό της Άννας σκιαγραφεί την αποτυχημένη εξέγερση μιας καταπιεσμένης «ψυχοκόρης» και κερδίζει στο Φεστιβάλ του Βερολίνου τρία βραβεία. Ο  Παύλος Τάσιος δίνει το Γκονταρικό Ναι μεν αλλά. Η Τώνια Μαρκετάκη, γυρίζει από το Παρίσι και τολμά να σπάσει το ανδρικό κατεστημένο της ανδρικής πρωτοπορίας  γυρίζοντας τον ανατρεπτικό Ιωάννη τον Βίαιο, ενώ το άλλο μεγάλο αστέρι του ΝΕΚ, η Φρίντα Λιάππα, θα μας δώσει μια αυτοβιογραφική σχεδόν ταινία το 1977, στο Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις. Λίγο αργότερα, ο εξόριστος στην Ιταλία Δημήτρης Μακρής θα γυρίσει μια ταινία κοινωνικού ρεαλισμού, την Καγκελόπορτα. Στον χώρο του ντοκιμαντέρ, δύο πολύ νέοι κινηματογραφιστές, ο Σάκης Μανιάτης και ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος, παρακολουθώντας την αντίδραση των κατοίκων των Μεγάρων στην απαλλοτρίωση της γης τους, θα βρεθούν σε μια δίνη ιστορικών γεγονότων που καταλήγουν στο Πολυτεχνείο. Αυτή την πολυκύμαντη πορεία των κινητοποιήσεων εναντίον της δικτατορίας, με δικό του αλλά και ανέκδοτο υλικό, καταγράφει ο βετεράνος Νίκος Καβουκίδης στις Μαρτυρίες».

 

Θα προβληθούν 10  ταινίες μυθοπλασίας και 2 ντοκιμαντέρ:

 

Πρόσωπο με πρόσωπο (1966), Ροβήρος Μανθούλης

 2 Vortex ή Το Πρόσωπο της Μέδουσας (1967), Νίκος Κούνδουρος    

 3 Ανοιχτή Επιστολή (1967), Γιώργος Σταμπουλόπουλος

 4 Κιέριον (1968), Δήμος Θέος

 5 Μέρες του ’36 (1972), Θόδωρος Αγγελόπουλος       

 6 Ναι μεν αλλά (1972), Παύλος Τάσιος

 7 Το προξενιό της Άννας (1972),  Παντελής Βούλγαρης  

 8 Ιωάννης ο βίαιος  (1973), Τώνια Μαρκετάκη

 9 Μέγαρα (1974), Σ. Μανιάτης - Γ.Τσεμπερόπουλος (ντοκιμαντέρ)

 10 Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις (1977), Φρίντα Λιάππα

 11 Η καγκελόπορτα (1978), Δημήτρης Μακρής         

 12 Μαρτυρίες (2019),  Νίκος Καβουκίδης  (ντοκιμαντέρ)

 

Οι ταινίες θα είναι διαθέσιμες online για 30 ώρες μετά την έναρξη τους (από την στιγμή που θα πατηθεί το play) και θα προβάλλονται για 7 ημέρες, χωρίς γεωγραφικό περιορισμό, με όριο τις 600 δωρεάν θεάσεις ανά ταινία.

Ακολουθήστε μας στο Facebook και στο Instagram για να μάθετε περισσότερα γι' αυτές.

 


ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Την Πέμπτη 22 Απριλίου στις 7 μ.μ., θα πραγματοποιηθεί webinar με θέμα τον κινηματογράφο κατά την διάρκεια της Δικτατορίας. Συμμετέχουν: Παντελής Βούλγαρης, Γιώργος Τσεμπερόπουλος, Γιώργος Σταμπουλόπουλος, Κυριάκος Αγγελάκος, Νίκος Καβουκίδης, Eυάννα Βενάρδου Συντονίζει η Μαρία Κομνηνού, πρόεδρος της Ταινιοθήκης της Ελλάδος.


http://www.tainiothiki.gr/el/ekdiloseis/arxeio-ekdiloseon/981-tainiothiki-sto-spiti-iv


 


Οι Βαυαροί ανθρακωρύχοι της Κύμης και οι σχέσεις τους με το Ηράκλειο Αττικής*

 

Όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε για την Βαυαρική αποικία που το 1837 ιδρύθηκε στο Αράκλι , σημερινό Ηράκλειο Αττικής, από εθελοντές στρατιώτες που είχαν ακολουθήσει τον Όθωνα σε αναζήτηση καλύτερης μοίρας. Γνωρίζουμε επίσης ότι η λεωφόρος Κύμης «χρωστά» την ονομασία της στους Κουμιώτες λιγνιτωρύχους που μεταπολεμικά, έφτασαν μαζί με τις οικογένειές τους στην Καλογρέζα και το Νέο Ηράκλειο για να δουλέψουν στα δύο λιγνιτωρυχεία. Πόσοι από εμάς όμως γνωρίζουμε ότι οι «δεσμοί» αυτών των κοινοτήτων είναι βαθύτερες στο χρόνο; Ότι Βαυαροί και Έλληνες λιγνιτωρύχοι εργάστηκαν  πλάι –πλάι στα ανθρακωρυχεία της Κύμης για δυόμισι δεκαετίες (1834-1859); Και πως οι οικογένειές τους ρίζωσαν, μετά την Κύμη, στο Ηράκλειο; Αλλά ας προσπαθήσουμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι αυτών των συγκυριών που έφερε την οικογένεια Φιξ από την Κύμη στο Ηράκλειο Αττικής…



Η είσοδος του ορυχείου στην Κύμη.
Ξυλογραφία του H. Clerget σε σχέδιο του H. Belle (Le Tour du Monde 32/1876, σ. 80) 


Οι απαρχές

 Στο εξαιρετικό ιστολόγιο «Graecogermanica- Γερμανοί στην Ελλάδα 1833-1862» διαβάζουμε:

«Σε μια ορεινή περιοχή με ωραιότατα έλατα, άγριες φράουλες και κυκλάμινα, που η βασίλισσα Αμαλία παρομοίαζε με το Τιρόλο, μέσα σε μια μικρή κοιλάδα χωρίς θέα, αλλά με υγιεινό κλίμα, 3 περίπου χλμ από την Κύμη, Βαυαροί στρατιώτες υπό τις διαταγές του λοχαγού Karl Fortenbach πραγματοποιούσαν κατ' εντολή της Αντιβασιλείας από το 1834 δοκιμές για την εξόρυξη γαιανθράκων, των οποίων η ύπαρξη ήταν από παλιά γνωστή, εντούτοις είχαν μείνει ανεκμετάλλευτοι. Παρ' ό,τι οι γαιάνθρακες που έφερναν στο φως οι επιμελείς αξίνες των Σκαπανέων δεν αποδείχθηκαν πρώτης ποιότητας, η Κυβέρνηση αρνήθηκε τις προτάσεις εκμίσθωσής τους από ξένους επιχειρηματίες (τον Άγγλο Strong, τους Γάλλους Séguin και Feraldi) και αποφάσισε ότι το ορυχείο θα λειτουργούσε ως δημόσια επιχείρηση, με έξοδα της Επικρατείας.

Τα πρόσωπα

Το φθινόπωρο του 1836, με τη λήξη της τετραετούς υποχρεωτικής θητείας και την επιστροφή στη Γερμανία των πρώτων Βαυαρών εθελοντών, το ορυχείο κινδύνευε να μείνει χωρίς προσωπικό. Τότε αποφασίστηκε να ενταχθεί η Κύμη στο πρόγραμμα του "αποικισμού", δηλαδή της μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα Γερμανών τεχνιτών και αγροτών, που ήδη εφαρμοζόταν στο Ηράκλειο Αττικής και στην Τίρυνθα Αργολίδος. Έτσι σχεδιάστηκε η δημιουργία κοντά στο ορυχείο ενός γερμανικού συνοικισμού στρατιωτικών, οι οποίοι έπρεπε να έχουν ειδικές γνώσεις ορύκτη ή ξυλουργού ή μεταλλουργού, αλλά και την πρόθεση να παραμείνουν στην Ελλάδα μετά την άφεσή τους· κοντά σ' αυτούς θα εκπαιδεύονταν νεαροί `Έλληνες, για τη διασφάλιση της μελλοντικής λειτουργίας του ορυχείου. Τα κίνητρα ήταν 1)η μόνιμη θέση εργασίας, 2)έκταση γης, επίδομα 124 δρχ, δάνειο 400 δρχ (με τόκο 12%), δωρεάν ξυλεία από το παρακείμενο δάσος και δωρεάν πέτρα -άφθονη επιτόπου- για κατασκευή σπιτιού και 3)η απαλλαγή των εγγάμων από τη στρατιωτική ιδιότητα.

Οι πρώτοι δεκαοκτώ που δήλωσαν διατεθειμένοι ν' αποικιστούν ανήκαν σε τεχνικά στρατιωτικά τμήματα (λόχους Σκαπανέων, Γρεναδιέρων ή Εργατών/Τεχνιτών). Οι δεκατέσσερις από αυτούς είχαν εργασθεί σε ορυχεία της πατρίδας τους, πέντε μάλιστα ήταν γιοι ανθρακωρύχων. Άλλες ειδικότητες που δηλώθηκαν ήταν σιδηρουργός, λιθοξόος, κτίστης, φρεατωρύχος και ξυλουργός. Περισσότεροι από τους μισούς είχαν ηλικία 32-42 ετών, μόνον τρείς ήταν έγγαμοι. Από τους πρώτους δεκαοκτώ δηλωθέντες διορίστηκαν τελικά οι Christian Bauer, Augustin Brandner, Johann Adam Fix, Christian Friedrich, Heinrich Jung, Karl Gottlob Kaden, Johann Krill και Otto Schiller.»



Ο ορύκτης Johann Adam Fix

Από τους Βαυαρούς λιγνιτωρύχους με τη μακρότερη παρουσία στην Κύμη ήταν κι ο ορύκτης Johann Adam Fix (1835-51) που είχε καταταγεί ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό και ανήκε στο 7ο Τάγμα Πεζικού -επρόκειτο για το μεγαλύτερο σώμα εθελοντών που ήλθε ποτέ στην Ελλάδα, αποτελούμενο από περίπου 1200 άνδρες, 80 γυναίκες και 50 παιδιά. Το 7ο Τάγμα Πεζικού ξεκίνησε από τη Γερμανία τον Φεβρουάριο 1834. Τον 37χρονο Άνταμ Φιξ ακολούθησε στο μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι η 22χρονη σύζυγό του Eva Fix από το Alzenau της Βαυαρίας που κατά τη διάρκεια της πορείας προς την Τεργέστη αρρώστησε από νευρική νοσταλγία (nostalgia nervosa). H ασθενής νοσηλεύθηκε τέσσερις ημέρες στο Kirchdorf της Αυστρίας. Εδώ χάνονται όπως σημειώνεται στο «Graecogermanica- Γερμανοί στην Ελλάδα 1833-1862», τα ίχνη της Eva. «Δεν γνωρίζουμε αν κατάφερε να συνεχίσει το ταξίδι και να φθάσει στην Ελλάδα, αν έζησε τα γεγονότα στη Μάνη, όπου το 7. Τάγμα αποδεκατίστηκε, αν ακολούθησε τον άντρα της στις στρατιωτικές του μετακινήσεις. Πάντως ο Adam εμφανίζεται στους καταλόγους ως έγγαμος τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 1836, εγκατεστημένος στη βαυαρική στρατιωτική αποικία της Κύμης ως σιδηρουργός στο νεοσύστατο εκεί ανθρακωρυχείο. Γνωρίζοντας όμως ότι ο ίδιος απολύεται τον Δεκέμβριο 1837 και επιστρέφει μόνος στην πατρίδα του για να επανέλθει τρία χρόνια αργότερα στην Κύμη με μια νέα σύζυγο, υποθέτουμε ότι η Ελλάδα μάλλον δεν αποτέλεσε για την Eva μια ευτυχή αλλαγή στη ζωή της».

Δεν χάνονται όμως και τα ίχνη του Άνταμ Φιξ από τα Οθωνικά αρχεία. Το 1837 με την λήξη της στρατιωτικής του θητείας επιστρέφει , όπως ήδη σημειώθηκε, στη Γερμανία και το 1940 τον ακολουθεί στην Κύμη η νέα σύζυγός του Margaretha Naumann, επίσης από το Alzenau της Βαυαρίας. Απέκτησαν πέντε παιδιά (το τελευταίο γεννήθηκε το 1846). Θα συνταξιοδοτηθεί σε ηλικία 47 ετών. Μάλιστα «οι ανίκανοι για εργασία λόγω εργατικού ατυχήματος, ηλικίας ή ασθένειας, έπαιρναν σύνταξη από το Ταμείο Ορυκτών, περίπου 15 δρχ τον μήνα. Επειδή το ποσόν αυτό δύσκολα κάλυπτε τις βιοτικές ανάγκες του συνταξιούχου, ειδικά ενός οικογενειάρχη, συνήθως αυτός εξακολουθούσε να εργάζεται ως έκτακτος εργάτης. Ο Adam Fix π.χ. συνταξιοδοτήθηκε το 1844 λόγω ηλικίας (47) και αδυναμίας με 15 δρχ, ενώ είχε γυναίκα και τέσσερα ανήλικα τέκνα. Του χορηγήθηκαν 5 δρχ επιπλέον αφού παρουσιάσθηκε και παραπονέθηκε στο βασιλικό ζεύγος, που κατά τύχη επισκέφθηκε την Κύμη το ίδιο έτος. Όμως εργαζόταν μέχρι τον θάνατό του σε ελαφρές εργασίες του ορυχείου».

Ο θάνατος του Αdam Fix καταγράφηκε ως περίπτωση ληστείας, παρά τα περίεργα χαρακτηριστικά της. «Ο Fix βρέθηκε νεκρός στο Κατηφόριο Αμαρουσίου τον Μάιο 1851. Ο χωροφύλακας που εστάλη επιτόπου βρήκε επί του πτώματος χρήματα και ρολόι και στο πλάι δύο κασέλες, των οποίων τα εντός πράγματα βρέθηκαν θραυσμένα σε κοντινό δάσος, ένα αλεξίβροχον και έναν μικρόν πέλεκυν. Η υπόθεση έμεινε ανεξιχνίαστη, ο χωροφύλακας αμείφθηκε για την εντιμότητά του.»

Την ίδια χρονιά ο γιός του Άνταμ Φιξ, ο Ιωάννης Φιξ (δεν μπορέσαμε να τεκμηριώσουμε εάν ήταν γιός της πρώτης ή της δεύτερης συζύγου) «ήρθε από το Μόναχο για να βρει τον πατέρα του. Δύο πιστολιές στη Μαγκουφάνα (η περιοχή της Πεύκης σήμερα), από τις οποίες ο πατέρας Φιξ έπεσε νεκρός, ήταν η αιτία ο γιος να εγκατασταθεί στο Ηράκλειο Αττικής και να ξεκινήσει την παραγωγή της μπύρας, ορμώμενος από το γεγονός ότι αρκετοί Βαυαροί αξιωματικοί, είχαν εγκατασταθεί εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Ο Ιωάννης Φιξ, λοιπόν, φτιάχνει την πρώτη μπύρα στη χώρα μας, δίνοντάς της το όνομα της οικογένειάς του, ΦΙΞ.» (Πηγή https://www.fix-beer.gr). Περισσότερα για τους Βαυαρούς ανθρακωρύχους στην Κύμη στο: https://www.graecogermanica.gr.

* Επιμέλεια κειμένου Δήμητρα Κουντή

 

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Μνήμες σαν πρόσφυγες..., διαδικτυακή έκθεση ξυλόγλυπτων έργων, του Άγγελου Γαλάνη*

Οι τρεις ζωές...

Ξύλα καμένα, κουφάρια δέντρων, που κάποτε υπερήφανα δέσποζαν κι έδιναν ζωή απ΄ τη ζωή τους στο αττικό τοπίο,  που δεν άντεξαν στην καταστροφική μανία της πυρκαγιάς στο Μάτι την αποφράδα εκείνη ημέρα της 23ης Ιουλίου 2018.

Κορμοί δέντρων, ρίζες και φλούδες που παρέσυρε στο διάβα τους οι φονικές καταιγίδες στην Εύβοια το ξημέρωμα της 9ης Αυγούστου του 2020.

Ναυαγοί κι έρμαια των κυμάτων χωρίς ζωή και μνήμη ξεβράστηκαν σε κάποια ακτή, απομεινάρια της φρίκης και της καταστροφής.

Ξύλα που στοργικά έπιασε το χέρι του καλλιτέχνη θέλοντας να τους δώσει μιαν άλλη μορφή, να τους χαρίσει μια δεύτερη ζωή. Να μας θυμίζουν ότι η φύση είναι πάντα παρούσα και ζωντανή, παρόλα τα εγκλήματα και την ασέλγεια σε βάρος της των διψασμένων για το κέρδος ανθρώπων. 

Μορφές δωρικές στη μνήμη των 102  και 8 συνανθρώπων μας, που τόσο άδικα χάθηκαν.

Θραύσματα μνήμης,  ίχνη ζωής που μ΄ αγάπη και μεράκι θέλησε ο γλύπτης να τους εμφυσήσει  και που ο φακός αποτύπωσε δίνοντάς τους  μια τρίτη ζωή, εκείνη που τα έργα τέχνης αποκτούν, όταν επικοινωνούνται με τον ΆΛΛΟΝ έστω και στη δυστοπική τούτη  έγκλειστη άνοιξη

Ελένη Γλαρέντζου**






            μνήμες 

     σαν πρόσφυγες…


μνήμες που ζούσαν σαν τις νεράιδες

στις ρεματιές και τις πηγούλες

που ζούσαν

στις κορφούλες των λόφων και των βουνών

ώσπου ήρθαν

οι αδηφάγες φωτιές των ανθρώπων

στην υπηρεσία της ανάπτυξης

καθώς ψιθυρίζεται…







κι έτρεξαν οι μνήμες να κρυφτούν

στις ρίζες της ιστορίας

μέσα στα κούτσουρα των καμένων δέντρων

κι άλλες χώθηκαν βιαστικά

στις φλούδες και τ’ αποκαΐδια…





κι αφού καταλάγιασε το κακό

καταμετρήθηκαν κι αποφάσισαν

πως ήταν έρμα αναγκαίο κι ικανό

για την ανασυγκρότηση του δάσους

άμα έβαζε πλάτη

και των ανθρώπων η λογική

για την κοινή ζωή μας ντε σε τούτον τον πλανήτη…






όμως αλίμονο οι άνθρωποι ήταν αλλού

είχαν ήδη παραδώσει τη σκέψη και την ψυχή τους

σχεδόν ομόφωνα

στις γιγάντιες φτερούγες των ανεμογεννητριών

για να τις στροβιλίζουν

στο διηνεκές της χαζοχαρούμενης αδηφαγίας τους…

 



μετά ήρθαν οι καταιγίδες

απ’ τις δυο πλευρές του Ευβοϊκού κόλπου

προγραμματισμένα παιδιά

της κλιματικής αλλαγής κι ετούτες

κι απόσωσαν το κακό…




όλα στη θάλασσα

μαζί και των ανθρώπων το έωλο έρμα

που σώρευαν στα τσιμεντένια τους σεντούκια

και τα κλείδωναν καλά

με τις κλειδωνιές της απληστίας τους…

 


πάτωσαν στο βυθό

οι παστωμένες προσδοκίες των ανθρώπων

κι οι μνήμες της ζωής του δάσους

ναυαγοί κι έρμαια των κυμάτων

κίνησαν ταξίδι για τ’ άγνωστο

σαν καραβάκια δίχως μοίρα…

 




τις πήρε το κύμα του Ευβοϊκού

μαζί με τ’ ανάλαφρο μελτεμάκι

σαν ναυαγούς-ταξιδευτές

και τις ξέβρασε στις απεναντινές στεριές

φλούδες ρίζες κούτσουρα και κορμοί…

 

μνήμες αποκαΐδια…





κι οι άνθρωποι στις ακρογιαλιές  

τις υποδέχτηκαν με ξινίλα και κατάρες

με ουρανομήκεις φωνές

πως βρόμισε ο αγνός τους τόπος με τούτη τη σαπίλα…




γύμνια στις ψυχές

τίποτα για την ταμπακιέρα

γιατί έτσι στρεβλώθηκαν

καιρό τώρα να βλέπουν τα τυφλωμένα μάτια τους…



σαν τους πρόσφυγες κι οι δόλιες οι μνήμες

πουθενά στον ήλιο μοίρα

πάει μήνας ολόκληρος

που μαζεύουν οι μπουλντόζες απ’ τις ακρογιαλιές

και θάβουν τις μνήμες στις χωματερές…




τι να διασώσεις φτωχέ μου εφήμερε γλύπτη

με τις μνήμες που σκαλίζεις στις φλούδες και τις ρίζες…




κι εσύ ποιητή τι να πεις με τα λόγια στις ρίμες σου

δε βλέπεις το μέγεθος του κακού











      πώς ν’ αποτυπωθεί 
      τέτοια καταστροφή… 






























*Το ποίημα "Μνήμες σαν Πρόσφυγες" του Άγγελου Γαλάνη, γράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 2020, 
στα ξυλόγλυπτα έδωσε μορφή το καλοκαίρι και στις αρχές του φθινοπώρου του 2020.

** Η φωτογραφική αποτύπωση και η επιμέλεια έγιναν από την Ελένη Γλαρέντζου τον Μάρτη του 2021 την 100η  ημέρα του "δεύτερου" εγκλεισμού.