Σελίδες

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Η ποίηση του Γ. Κοτζιούλα: Από την μελαγχολία στο πνεύμα της αντίστασης, του Σπύρου Κουτρούλη



Η ποίηση του Γ. Κοτζιούλα: Από την μελαγχολία στο πνεύμα της αντίστασης*

Ο Γ. Κοτζιούλας ξεκινά την πρώτη του ποιητική συλλογή "Εφήμερα" (Αθήνα 1932) με ένα αίσθημα μελαγχολίας και απογοήτευσης. Όμως δεν πρόκειται για κείνο το βαθύ πεισιθάνατο ρεύμα του καρυωτακισμού, που δεν αναγνώριζε στην ζωή κανένα στοιχείο να τον ελκύσει και έβρισκε στον θάνατο την λύση, την διέξοδο, την λύτρωση.

Για το παιδί που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην γη της Ηπείρου η πενία και οι δυσκολίες που αυτή κομίζει είναι αδιαχώριστη στοιχείο της ύπαρξης του. Δεν πρόκειται να τις ξεπεράσει ούτε όταν έρθει στην Αθήνα, αφού αυτές μάλλον επιδεινώθηκαν. Μπορεί να σπούδασε, να απέκτησε εργασία, που διακοπτόταν όμως από διαστήματα ανεργίας, όμως απώλεσε την άμεση και ζωογόνα σχέση που είχε με την φύση.

Βεβαίως οι δυσκολίες αυτές δεν κατέστησαν ικανές για να απωλέσει ο Γ. Κοτζιούλας ορισμένα χαρακτηριστικά του δηλαδή την αυθεντική, την πρωτογενή σχέση που διατηρεί με την ελληνική λαϊκή παράδοση, το δημοτικό τραγούδι και τα ορθόδοξα βιώματα. Από αυτή την σχέση λαμβάνει δύναμη για να συνεχίσει αλλά και έμπνευση. Όπως επεσήμανε ο Μάρκος Αυγέρης : «ο πολυδιαβασμένος και πολύγλωσσος ποιητής μένει απαρασάλευτος μέσα στα χαρακτηριστικά του, δεν ξυπάζεται από τίποτα. Η ποίηση του βγαίνει από τον εαυτό της, περήφανη στην ταυτότητά της δε δοκιμάζει απάνω της κανένα ξένο ρούχο. Όπως το δημοτικό τραγούδι, και το τραγούδι του Κοτζιούλα βυθίζει τις ρίζες του βαθιά στο χώμα το Ελληνικό, στον κόσμο τον Ελληνικό, είναι ντόπιο σ’ όλα του»[1]. Πρόκειται συνεπώς για έναν γνήσιο ελληνοκεντρικό της αριστεράς.

Στην πρώτη του ποιητική συλλογή στα «Εφήμερα», στο ποίημα με τον τίτλο «ο Περαστικός που τραγουδούσε», αναζητά το δρόμο και το στρατί που θα το οδηγήσει στην μικρή του πατρίδα , στο χωριό του:

" Όταν τριγύρω μου όλοι πια θα φαίνονται σαν ξένοι- και θα' μαι από τη προσμονή τη μάταιη κουρασμένος,-θα πάρω προς τ' απόβραδο μια στράτα σκονισμένη- κι όξω απ' την πόλη θα βρεθώ, μεμιάς αλαφρωμένος.- Τα δέντρα σα συντρόφους μου παλιούς θα χαιρετήσω,- θα ιδώ τ' ανήσυχα πουλιά να φεύγουνε, κι ακόμα- σαν αδερφός στα ταπεινά χορτάρια θα μιλήσω- και θα φιλήσω ευλαβικά το νοτισμένο χώμα."[2]

Το κλίμα της πτώσης και της απογοήτευσης θα επισφραγιστεί με το "Ελεγείο στον Καρυωτάκη" όπου μεταξύ των άλλων γράφει: " τι να σου πω και πως να σε θρηνήσω,- στοχαστικό μου αδέρφι θλιβερό;- Έφυγες πριν ακόμα σε γνωρίσω- και μόλις τώρα σ' ένιωσα, νεκρό."[3] Στο "Σταμάτημα" ο χρόνος κυλάει μονότονος, χωρίς νόημα και βλέπει "σ' ατέλειωτη σειρά τις μέρες να διαβαίνουν"[4]. Στην "Θερινή συμφωνία" η ανία κάνει πάλι ευκρινή την παρουσία της: "πλέουμε χαμένοι στην ανία- σαν ακυβέρνητη σχεδία-που πηγαινοέρχεται ολοένα-μες σε νερά σταματημένα"[5]. Στον "Απόλογο" ο πόνος έχει καταπνίξει τις χαρές της ζωή, μοιάζει με λαθραίο διαβάτη που περνά από τη γη. Στο "φιλοσοφείν" η ζωή αποκηρύσσετε με τον πιο δραματικό τόνο, ενώ δεν υπάρχει δυνατότητα διαφυγής ή εναλλαγής: "τούτ' η ζωή που ζούμε είναι γελοία,- μα δεν υπάρχει κι άλλη να διαλέξεις.- Γράφουμε, ερωτευόμαστε, όλο λέξεις- πεθαίνουμε και μπαίνει μια τελεία"[6]. Στον "Μονόλογο" το "καθετί μου φέρνει λύπη- κι η συλλογή δε μου απολείπει"[7].

Το τελευταίο ποίημα της συλλογής με τον τίτλο "Φυσιολατρεία", που είναι αφιερωμένο στον Στρατή Μυριβήλη, το κλίμα αλλάζει και γίνεται αισιόδοξο: " σήμερα χαίρομαι βαθιά- του φθινοπώρου την ειρήνη- ρόδινη η συλλογή μου εγίνη- κι η πλάση γύρω μου ξανθιά-...Τα χέρια υψώνω και βλογώ- τη μέρα που άνοιξα τα μάτια- στα καθαρά γαλάζια πλάτια-με πεταλούδα κυνηγώ"[8].

Η δεύτερη συλλογή "Σιγανή φωτιά"(1932-1935) περιέχει μεγαλύτερες ποιητικές συνθέσεις. Ένα ιδιαίτερα τρυφερό ποίημα το "Ψυχοσάβατο" αναφέρεται στην γλυκιά ανάμνηση της γιαγιάς του και την ιδιαίτερα σκληρή ζωή της. Σε άλλο κυριαρχεί το αίσθημα της ανολοκλήρωτης ή αδιέξοδης αγάπης όπως στο "Όνειρο που δεν τελειώνει" και στο " Τρία ποιήματα γραμμένα για την ίδια" που περιλαμβάνει και τους στίχους: "σε πύργο έμαθα πως σ' έχουν- κι όλο γυρεύω να σε βρώ.- Σε δάσος έφτασα βουερό- κι αγερικά από πίσω τρέχουν
[9]."

Σημαντικό είναι το ποίημα που είναι αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη με το τίτλο "Στροφές για τον ασύγκριτο" όπου η αξιοσύνη της τέχνης του είναι ανάλογη της φτώχειας και της έλλειψης που τον ακολουθούσε σε όλη του την ζωή, ένα στοιχείο κοινό και στον Γ.Κοτζιούλα. Η απίστευτη, για τα σημερινά μέτρα, πενία του του χαρίζει τον χαλκά του ουρανού, δηλαδή την προσέγγιση της θεότητας: " ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η μεγάλη- ψυχή, δεν είχε, λεν όσοι είδαν, να φορέσει- λουρί, γι΄αυτό κι εκείνος έδενε τη μέση- μ' ενα σκοινί, σα διακονιάρης. Όταν πάλι- του 'διναν τσάι ευρωπαϊκό σε σπίτι ξένο, -δεν το ' παιρνε, γιατί δεν το' χε μαθημένο.- Φεύγοντας ύστερη φορά για τ' ακρογιάλι- (πενήντα περασμένα κι είχε καταπέσει)-τον πήρε το παράπονο, έκλαιε, πως να μη μπορέσει- τ' αγόρι του αδερφού του κάπου να το βάλει,- " Άχ, όπως ήρθα στην πατρίδα μου πηγαίνω- κρυφοτρεμούλιαζε τ' αχείλι πικραμένο.- Τίποτε δεν τους λείπει αυτών που γράφουν τώρα- κι όμως τη χάρη ποιός την έφτασε εκεινού;- Κανένας άλλος, όση και να πάρει φόρα,- δε σώνει το χαλκά να πιάσει τ' ουρανού"[10].

Στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ο Γιώργος Κοτζιούλας , θα επιστρέψει μερικά χρόνια αργότερα , το 1941, με το ομότιτλο ποίημα που περιλαμβάνεται στα ανέκδοτα ποιήματα της περιόδου 1928-1942. Τον φαντάζεται να είναι πάνω σε ένα πλοίο που η Ελλάδα έχει συγκεντρώσει ότι πιο σημαντικά στοιχεία διαθέτει. Πρόκειται για ποιητική σύλληψη, δίχως υπερβολή, αριστουργηματική που απλώνει με ρεαλιστικό τρόπο εικόνες και αισθήματα:

«Καθώς ένα πλεούμενο ή μια κιβωτός

Οπού’ χε βάλει η Ελλάδα εκεί τ’ ατίμητά της,

απ’ το γιαλό της Σκιάθος κίνησε, κι ο μπάτης

τον έφερνε όλο προς τα κείθε, ευλογητός.

Σωμένος, άσαρκος (γιατ’ έτσι ο ουρανός

θα τον ανέβαζε αλαφρότερο στ’ αστέρια),

με σταυρωμένα του σεμνόπρεπα τα χέρια,

φάνηκε ο άγιος των φτωχών ο ταπεινός.

Περίλυπη έδειχνε την όψη του, καθώς

όσοι στον κόσμο αυτόν πίκρα γευτήκαν μόνο∙

μα φώς αίδιο του καταύγαζε τον πόνο,

στέφανο αρετής κι υπέρκαλός ανθός.

Ειδύλλια των νησιών, σκηνές εδεμικές

ιστόρησε απαλά ο θεόπνευστος πρεσβύτης

σε μιαν εικόνα που η μαγεία η μυστική της

θα κρατάει όσο κι οι γενιές οι Ελληνικές.

Ω της χριστιανοσύνης καύχημα, πυρσέ

της αναιώνιας τέχνης, στα σκοτεινιασμένα

τούτα μας χρόνια, θαυμαστέ, μονάχα εσένα

ξανοίγουμε άστρο οδηγητήριο, μόνο εσέ!»[11]

Στα τετράστιχα του 1942 γράφει «δοξάζω τ’ όνομα Κυρίου, ας είναι ευλογημένο, που δίχως πλούτη βρέθηκα και τέτοιος πάντα μένω»[12] , ενώ περνά στο διάστημα που έχει περάσει στην Εθνική αντίσταση και γράφει με βάση τις εμπειρίες αυτές: «πρωτοχρονιά ,’ αντάρτες,- αι, τι είναι και τούτο πάλι! -Σαν τι, θιαμαίνομαι: και λέω, το έτος το νέο θα βγάλει;- Τρεμούλα μ’ έπιασε ιερή κι έσφιξε η γνώμη αντρίκεια:- την κλεφτουριά θυμήθηκα μ’ όλα τ’ αρματολίκια!»[13].

Η επόμενη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Με τα φτερά του αγώνα» είναι αφιερωμένο στην εθνική αντίσταση. Το πρώτο ποίημα με τον τίτλο «Αντάρτες» ξεκινά με αναγωγές στους Κλέφτες του ‘21: «με κλέφτες έσμιξα κι εγώ, με χαραμήδες- που βγαίνουν –σκιάχτρα ζωντανά- στις δημοσιές- κι αρπάζουν χρήματα, περίσσιες φορεσιές- από μαυραγορίτες κι άλλους μουστερήδες»[14].

Στον αντάρτη παπά, τον πατέρα Ανυπόμονο ( ηγούμενος της Μονής Αγάθωνος Γερμανός Δημάκος) με τον οποίο πέρασε πολλές στιγμές στα βουνά της εθνικής αντίστασης και με τον οποίο ανέπτυξε αληθινή και ουσιαστική φιλία είναι αφιερωμένο το ομώνυμο ποίημα:

«Σταμάτα μια στιγμή του αλόγου σου τη φόρα

καθώς αδρασκελάς τον πατρικό Μοριά

και στείλε μου την ευλογία σου, πάτερ, τώρα

πόπεσα στο κρεβάτι ανήμπορος βαριά.

Μου κόπηκε η μιλιά και μήτε καταπίνω,

βρίσκομαι ανάσκελα κοιτώντας τις γρεντιές.

Ζαβός καιρός, χειμώνας ήρθε, τι θα γίνω;

Με παραμύθια δεν περνάει και με ψευτιές.

Αντάμα αν ήμασταν σαν πέρσι, για θυμήσου,

θα με κονόμαες κάπου λίγο λειτουργιά

κι εγκαρδιωμένος απ’ τη φιλική φωνή σου

θ’ αψήφαγα όπως τότε χιόνια και βοριά.

Μα έκαμες πέρα με τον αρχηγό μας Άρη,

μ’ όλο το μαυροσκούφικο (ώρα σας καλή!)

κι από τη Ρούμελη με το κοντό πουρνάρι

σας τράβηξαν αντίκρυ οι ολόφωτοι γιαλοί.

Αυτού που μπλέχτηκες κι’ εσύ με κουμπουράδες

δεν ξέρω, δέσποτα, αν σου πιάνετ’ η ευκή,

για στείλε τη όμως∙ είναι τόσες μου οι μαυράδες,

που ίσως να βγεί μια στάλα ωφέλεια κι’ από κει.

Μα όσο να φτάσει εδώ της δωρεάς σου η δόση

κι’ όπως βογγάω εγώ, λέω με το νου μου μην

ο φίλος σου με τα πολλά τα κακαρώσει.

Ζωή σε λόγου, παπούλη μου, κι αμήν! »[15]

Στην συλλογή «Οι πρώτοι του Αγώνα», που εκδόθηκε για πρώτη φόρα το 1946, περιέχονται ποιήματα που εξυμνούν πρόσωπα της εθνικής αντίστασης. Εδώ θα βρει την ευκαιρία να γράψει πάλι για τον πατέρα Ανυπόμονο:

«… Κι ενώ οι ραγιάδες προσκυνούσαν την πανιότα,-μ’ άρματα λειτουργός λόγος φωτιάς κηρύττει-κι ο θρήσκος ο λαός που τρώει ψωμί με ιδρώτα- σταυροκοπήθηκε, είδε αντάρτη αρχιμανδρίτη.- Δίπλα σ’ Εκείνον που ήταν τρόμος του τυράννου-ξεχειμωνιάσαμε στα χιόνια του Βαλκάνου-και μοιραζόμασταν ανάλατα ψωμιά.- Μα ας ζωντανός ο Άρης ακόμα, ο Άρης-κι εμείς οι δυό (μπορείς όρκο γι’ αυτό να πάρεις)-μέρες νηστεύαμε χωρίς βαρυγκομιά»[16].

Στο ποίημα «σ’ αυτούς που κίνησαν πρώτοι»[17] περιγράφει τις πράξεις ηρωισμού των διαφόρων ανταρτών. Σε ένα άλλο που γράφτηκε 6.3.1945 αναφέρεται στην σημαία του αγώνα , ένα λάβαρο που «σκέπασε μια χώρα ακέρια-σα μυριόκλωνο δεντρό»[18]. Στο «ξύπνημα των σκλάβων» ευθεία είναι η σύνδεση της εθνικής αντίστασης με την επανάσταση του’21: «σαν τους παλιούς πολεμιστές,-τους κλέφτες του Εικοσιένα- που δεν ελύγιζαν ποτές,- βγήκαν και τώρα αγωνιστές-παιδιά μας ζηλεμένα…Κορμιά δικών μας δεν κολλά-των άπιστων η σφαίρα,-γιατί ο Πανάγαθος φυλά – τα παλληκάρια τα καλά- που τρέχουν νύχτα μέρα»[19]. Στο ποίημα «28 Οκτωβρίου» υμνείται η αντίσταση στον εισβολέα: «γειά σου, ήρωα στρατέ, γειά σου λαέ πατριώτη, - που ενώ στην άκρη σ’ είχαν φέρει του γκρεμού, -στεριώθηκες στη γη και τίναξες την πρώτη – κλωτσιά του απάνθρωπο, υπερόπτη Φασισμού»[20]. Ακολουθούν δύο μεγάλες και φιλόδοξες ποιητικές συνθέσεις το «Τραγούδι για τη συντροφιά»[21] και το «Φτωχολάζαρος»[22]. Σύντομα όμως θα επιστρέψει στον γνώριμο ηρωικό τόνο. Το ποίημα «Συνέχεια σε παλιότερα» είναι ένας ύμνος στον ανθιστάμενο στους ξένους κατακτητές ελληνισμό με τελευταίους χρονικά τους Άγγλους: «Θάλασσα απ’ όπου βγήκε η λευτεριά καθάρια, χώμα που δόξασαν προγονικά κοντάρια,- βουνά θεοκατοίκητα, ένδοξα, ένα ένα, -γιατάκια των πολεμιστάδων του Εικοσιένα, -που πάλι τα προχτές ανάδωσαν πετρίτες,- χιλιάδες σταυραϊτούς τυραννοκαταλύτες,- τέτοια αγιασμένα μέρη από αίμα κι από ιδρώτα –να τα πατάει ακόμα άλλου δυνάστη μπότα!»[23]. Συγχρόνως οι αναφορές σε πραγματικά γεγονότα της ζωής του διανθίζονται με τις εκκλησιαστικές του ανησυχίες, όπως το «Βαρσανούφιος ο Μέγας». Ξεκινώντας «βγήκες από παλιά, σαρακοφαγωμένη- φυλλάδα τ’ Αγιονόρους όλο διδαχές- κι ήσουν στην έρημο με ράσο και με γένι,- σταλμένος του θεού γι’ αμαρτωλών ψυχές»[24] καταλήγει πως ένας σλάβος καλόγερος, ο Αμβρόσιος τον βοήθησε οικονομικά με τις εκπαιδευτικές υπηρεσίες που του παρείχε.

Η συλλογή ποιημάτων με το τίτλο «Άρης», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1946, περιέχει ποιήματα που εξυμνούν την πορεία του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ και πενθούν για τον θάνατο του. Στο ομότιτλο «στον Άρη μας» ξεκινά με την διήγηση ενός προσωπικού περιστατικού, «θυμάσαι πως με δέχτηκες γυμνόν απ’ το ποτάμι»[25], στο οποίο αναφέρθηκε εκτενέστερα στο βιβλίο του «Όταν ήμουν με τον Άρη-αναμνήσεις και μαρτυρίες» (εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα 2015). Ο Κοτζιούλας τον Δεκέμβριο του 1943, πέρασε κολυμπώντας τον Άραχθο όπου έχασε όλα τα ρούχα του. Εκεί θα τον διασώσουν οι αντάρτες, που θα τον ντύσουν και θα του προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες.

Εκτενής θρήνος είναι το ποίημα «ο Άρης νεκρός», που εμπνέεται από τα θέματα και την αισθητική του δημοτικού τραγουδιού:

«…Κι άμα θα σ’ εύρουν άψυχον, ας μη νεκροφιλήσουν-αντίμαχον, που φλάμπουρο της ρωμιοσύνης ήσουν,- παρά ας ριχτούν απάνω σου σαν όρνια σε λεσίμι,- για να φανούν χειρότεροι σ’ εμάς κι απ’ το Μπραϊμη!»[26]. Το ποίημα ολοκληρώνεται με δραματική αναφορά στον Άρη:

«Ωχ, Άρη, δεν το λόγιαζα, πιστός σου εγώ, θυμήσου, -να γίνω τόσο γλήγορα και μοιρολογητής σου,- Μα όχι, δεν πρέπουν κλάματα σ’ εσέ, δεν πρέπουν θρήνοι,-παρά για μέθυσμα κρασί να πιω με το λαγήνι- κι αλαλιασμένος, με νου φευγάτο, δίχως γνώμη, για τ’ όνομα σου δεύτερα και για το παρανόμι, προς τα ηπειρώτικα βουνά κοιτώντας τάχα πέρα, κουμπούρια μια και δυό βολές ν’ αδειάσω στον αέρα- και ματαπάλι, να βρντάει άπαυτα μέσαθε μου- σα διπλοκάμπανο ή καθώς τρουμπέτα του πολέμου,- για να δοκιέμαι, τρέμοντας ως μες στο φυλλοκάρδι,-το χρέος οπόχουν το σκληρό στα χρόνια μας οι βάρδοι»[27].

Στην ίδια συλλογή περιλαμβάνεται το ποίημα «Μαυροσκούφηδες» το οποίο κλείνει συνδέοντας πάλι την Εθνική αντίσταση με την Επανάσταση του ’21: « Πως του Εικοσιένα λέω ανάδωσαν οι φύτρες.- ζωντάνεψε η αρχαία μ’ εσάς η κλεφτουριά, και τώρα που χαθήκατε, α, μοιρολογήτρες- κι οι πέτρες θα σας κλαίν, του αντάρτικου κοντριά»[28].

Στα ποιήματα των επόμενων χρόνων, μετά το 1946, παρέμειναν για ένα μεγάλο διάστημα ανέκδοτα απεικονίζεται η αδιέξοδη εικόνα του εμφυλίου. Στο ποίημα «Απολογία μελλοθανάτου» αναπλάθεται με δραματικό ύφος η απολογία σε στρατοδικείο της εποχής: «όποιο κι αν έχουμε όνομα λεγόμαστε Ελληνίδες,- φύτρα της γης που δόξασαν Τζαβέλαινες και Διάκοι.-Τέτοιαν αντρίκια απόφαση, πες μας, που αλλού την είδες,- χλωμέ κριτή, που στάζουνε τα λόγια σου φαρμάκι;»[29]

Ρεαλιστικότερα απεικονίζεται η τραγική εικόνα του εμφυλίου στο ποίημα «Πάσχα 1947» : «ρίχναν κι άλλοτες ντουφέκια τέτοια μέρα- μα ήτανε χαράς ξέσπασμα πέρα ως πέρα- και φιλιούνταν, γιέ μου, οχτροί και φίλοι, - και χαροκοπούσαν όξω στο τριφύλλι. –Τώρα αντίς αυγά τσουγκρίζουνε κεφάλια.- Πάει απ’ τις καρδιές λαμπριάτικη αναγάλλια-και τον ίσκιο της ρίχνει βαριά η Διχόνοια.-Κακορίζικα, διατανισμένα χρόνια!»[30]

Στο ίδιο διάστημα θα γράψει επιγράμματα για διάφορους στοχαστές- τον Τριανταφυλλίδη, τον Τέλλο Άγρα, τον Λουντέμη, τον Κακριδή και άλλους- άλλοτε υμνητικά, άλλοτε περιπαικτικά ή επικριτικά. Για τον Φώτη Κόντογλου γράφει: « Μοβόρος άνθρωπος, σπορά κουρσάρου Μπαρμπαρέσου- (θιαμάζω, Παντοδύναμε, κι εγώ με τις βουλές σου!)- ποιος το ‘λεε ποιος το πίστευε θεοτικός να γίνει- με ράσο αγιονορείτικο, σταυρό και κομποσκοίνι;»[31]

Η συλλογή «Φυγή στη φύση» εκδόθηκε το 1952. Πλέον ο Κοτζιούλας είναι έτοιμος για μεγάλες ποιητικές συνθέσεις ενώ ο λόγος του είναι πιο ώριμος: « στα πεύκα τα ορθοστύλωτα, π’ αυλακωτές κολώνες- θαρρείς βαστούν αρχαίο ναό στο σιάδι τούτο αιώνες,- πολύ πρωί ή απόβραδα προσκυνητής προβάλλω, την ώρα που ένα τσίου τσίου γροικάς και τίποτ’ άλλο»[32].

Τα ποιήματα που είναι αφιερωμένα στον γιό του Κώστα Κοτζιούλα δείχνουν μια αγνή και τρυφερή ψυχή που άντλησε την μεγαλύτερη χαρά στη βασανισμένη και σύντομη ζωή του από αυτή την σχέση. Όπως γράφει «χρυσάχτιδο κεφάλι-που μοιάζεις μ’ ήλιου θώρι,-στάσου ακριβό μου αγόρι,-να σε κοιτάξω πάλι»[33]. Πρόκειται για υποδειγματική έμμετρη παιδική ποίηση, με θέματα που μπορούν να συναρπάσουν το παιδικό ψυχισμό όπως το αεροπλάνο, τα πουλιά, την καμπάνα, το βράδι, το σκολειό, τις εποχές , την εκκλησία, την πατρίδα, την Ελλάδα.

Μία μεγάλη και φιλόδοξη σύνθεση, όπου το έμμετρο στοιχείο υποχωρεί στο πεζό, είναι το «Θρηνητικό τραγούδι για τον ταχυδρόμο που χάθηκε στις στράτες», όπου περιγράφεται η βασανισμένη ζωή και ο θάνατος του ταχυδρόμου πατέρα του μέσα στην χιονοθύελλα. Τα γεγονότα της ζωής του κορυφώνονται στον θάνατο περιγράφονται με τόνο εξομολογητικό, έντονα συναισθηματικό και δραματικό. Η σύνθεση κλείνει με χαιρετισμό στον πατέρα που έφυγε:

«Άξιε τεχνίτη, γιέ μαστόρου μερακλή, που το τραγούδι του το κλέφτικο το γύρισες τρο-

πάρι,ψαλμουδιά, μάθε αρβανίτικο κεφάλι τριγιανταίικο με την γνώμη την ψιλή, μάθε,πα-

ραπονιάρη, πουηταν η κατάντια μου περηφάνια σου, άκου το από μένα πως η τέχνη πάει

σκοινί γαϊτάνι στη σειρά μας, φλέβα μαντεμιού, κι ο λόγος αναβράει τραγουδιστός, χο-

χλάζει σαν τον άμπλακα απ’τα σπλάχνα τουβουνού»[34].

Ο Γ.Κοτζιούλας συμμετείχε στην εκκλησιαστική ζωή και εμπνεόταν από αυτή. Εξαιρετικό είναι το ποίημα που αφιερώθηκε στον Άγιο Ευθύμιο , κατά κόσμο Αγριτέλλη, που γεννήθηκε στα Παράκοιλα της Λέσβου, εκάρη μοναχός στην Μονή Λειμώνος, έγινε επίσκοπος στην περιοχή Ζήλων του Πόντου όπου και βρήκε βασανιστικό θάνατο από τον τουρκικό στρατό τον Ιανουάριου του 1921:

Στη φυλακή τη σκοτεινή που σ’ έκλεισαν, δεσπότη,

σαν τί πικροί συλλογισμοί περνούσαν απ’ το νου σου;

Αλλά ένα φως αλλιώτικο σούφεγγε μες στα σκότη

κι έτοιμος για το θάνατο μιλούσες του Θεού σου.

Όχι για σε, για δύστυχους (τους πιστούς), για κείνους εδεόσουν,

για όσους στα χέρια των εχθρών εχάσαν το κουράγιο.

Εσένα σαν το Λυτρωτή μπορούν να σε σταυρώσουν,

εσέ κατόπι οι Χριστιανοί θα σε τιμούν σαν άγιο.

Πατέρας ήσουν στοργικός για του λαού το πλήθος

και στ’ όνομά σου ορκίζονταν παντού τα ρωμιοχώρια,

ο πόνος ασυγκίνητο δε σου άφηνε το στήθος,

ήξερες η φτωχολογιά πως θέλει παρηγόρια.

Και σαν καλός πολεμιστής, στρατιώτης του Κυρίου

Βαγγέλιο στόνα κράταγες κι αρμάτωνες με τ’ άλλο.

Μ’ αγκάθια κάσα σου έπλεκαν στεφάνι μαρτυρίου,

μα εσύ δεν έλεες το σκοπό ν’ αφήσεις το μεγάλο.

Πήρες στον ώμο το σταυρό καθώς ο Ναζωραίος,

δοκίμασες τα βάσανα κι’ εσύ στην εξορία,

μα δεν ελιγοθύμησες, ήσουν πολύ γενναίος.

Αδάκρυτος εδόθηκες υπέρτατη θυσία.

Ψαλμοί νεκρώσιμοι ήτανε τα λόγια τα στερνά σου,

γιατί προμάντευες σωστά το τι σε περιμένει.

Σε τύλιξαν στο σάβανο του ματωμένου ράσου

και σε μιαν άκρη σ’ έβαλαν, ακόμα φοβισμένοι.

Σ’ εχθρού το χώμα (σε ξένο χώμα) αν ήτανε γραφτό σου να πεθάνεις,

μα η χώρα, που τ’ αδέρφια σου πατούν, δεν είναι σκλάβα.

Ο άνθρωπος μοιάζει μ’ όνειρο, σε μια στιγμή τον χάνεις,

μόνο τα έργα αφήνουμε για θύμηση στο διάβα.

Κι εσύ έγινες αθάνατος με την πικρή θανή σου.

Αν σε τραβάει καμιά φορά της γης η νοσταλγία,

μάτια πολλά θα σε ζητούν, πουλί του παραδείσου,

ψυχές πολλές θα καρτερούν τη θεία σου ευλογία.

Πάρνηθα, 25.9.36 Γ. Ηπειρώτης

(Γιώργος Κοτζιούλας)

Σε μια εποχή όπου ο ελληνισμός φαίνεται να έχει καταβληθεί μετά τα τραγικά γεγονότα της μικρασιατικής καταστροφής, σε όσους οι δυσκολίες και τα προσωπικά αδιέξοδα δεν μπορούσαν να εξισορροπηθούν από την συλλογική ελπίδα, ο καρυωτακισμός, η ανάλωση της ύπαρξης από την μελαγχολία, η παραίτηση τελικά από την ζωή, και η εγκατάλειψη κάθε είδους αγώνα ήταν μια αρκετά δημοφιλής επιλογή ανάμεσα στους στοχαστές. Ο Γ.Κοτζιούλας ξεκινώντας από την Ήπειρο φτάνει στην Αθήνα για να σπουδάσει και να εργαστεί αλλά και για να ζήσει μέσα σε συνθήκες μεγάλης πενίας και δυσκολιών.

Ο πειρασμός της μελαγχολίας ήταν μια εύλογη διαδρομή την οποία ο Γ.Κοτζιούλας θα αποφύγει χάρις το γεγονός ότι ζούσε μέσα στην ελληνική λαϊκή δημοτική παράδοση με γνήσιο και αυθεντικό τρόπο. Η συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή θα του δώσει δύναμη, ελπίδα αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις θα είναι πηγή έμπνευσης . Βέβαια το κορυφαίο γεγονός το οποίο θα καθορίσει τελικά την ζωή του θα είναι η συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση. Θεωρώντας ότι αυτή συνεχίζει την μακραίωνη αντιστασιακή παράδοση του ελληνισμού, είδε στα πρόσωπα των αγωνιστών της να ξαναγεννιέται το πνεύμα και η νοοτροπία του ’21. Ούτε οι θυσίες, ούτε οι διαρκείς καταπονήσεις, ούτε οι συχνές συναντήσεις με τον θάνατο, ούτε οι απογοητεύσεις, ούτε οι διωγμοί ή και ο θάνατος των αγαπημένων του, στάθηκαν ικανά να τον καταβάλλουν. Αντίθετα θα τον ενισχύσουν και θα αποδώσουν τα χαρακτηριστικά που έλαβε ο ίδιος ο Γ.Κοτζιούλας αλλά και η ποίηση του.


*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΕΝΕΚΕΝ»

Ο Σπύρος Κουτρούλης είναι συγγραφέας


[1] Γ.Κοτζιούλας, Άπαντα- τόμος α’ Ποιήματα 1928-1942, εκδόσεις Δίφρος , Αθήνα 2013, σελ.23.


[2] ό.π.σελ. 7.


[3] ό.π.σελ.11.


[4] ό.π. σελ.12.


[5] ό.π. σελ.17.


[6] ό.π. σελ.28.


[7] ό.π. σελ.41.


[8] ό.π. σελ.43.


[9] ό.π. σελ.72.


[10] ό.π. σελ.90.


[11] Ό.πρ. σελ. 239.


[12] Ό.πρ. σελ.311.


[13] Ό.πρ. σελ. 312.


[14] Γ.Κοτζιούλας, Άπαντα- τόμος γ’ Ποιήματα 1943-1956, εκδόσεις Δίφρος , Αθήνα 2013, σελ.9.


[15] Ό.πρ. σελ. 35.


[16] Ό.πρ. σελ.186.


[17] Ο.πρ. σελ.51, 52, 53.


[18] Ό.πρ.σελ.63.


[19] Ό.πρ 67..


[20] Ό.πρ. σελ.108.


[21] Ό.πρ. σελ.131.


[22] Ό.πρ.σελ. 140.


[23] Ό.πρ. σελ. 151.


[24] Ό.πρ. σελ.54.


[25] Ό.πρ. σελ. 163.


[26] Ό.πρ.σελ.167.


[27] Ό.πρ.σελ.170.


[28] Ό.πρ. σελ.172.


[29] Ό.πρ.σελ.213.


[30] Ό.πρ.σελ. 220.


[31] Ό.πρ. σελ.290.


[32] Ό.πρ.σελ.338.


[33] Ό.πρ.σελ. 385.


[34] Γιώργος Κοτζιούλας, Πικρή ζωή και άλλα πεζογραφήματαεισαγωγή-επιμέλεια-σχόλια Σωτηρία Μελετίου, , εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα 2016, σελ.142.