Σελίδες

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Σκυλίσια ζωή, του Ροδόλφου Σταματίου




ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ

Στα αδέσποτα
στους άστεγους
στους διεγραμμένους του Κ.Κ.Ε.
Σ’ αυτούς που έφυγαν
από ιατρικό
ή τροχαίο λάθος
Σ’ αυτούς που στο ληξιαρχείο
στο όνομα πατρός γράφει: ΑΓΝΩΣΤΟΣ
Στις κοπελίτσες της επαρχίας
που γράφουν κρυφά
Το βράδυ ποιήματα
Στους εξαφανισμένους¨
     της «Λατινικής Αμερικής»
Και σε όλους τους πρόσφυγες
του πολέμου και της φτώχειας


«Σκυλίσια ζωή»

Πριν μερικά χρόνια στην πλατεία μπροστά στο σταθμό του τρένου ζούσαν ειρηνικά
μια αγέλη σκύλων, τα «αδέσποτα» που λένε. Εκεί είχαν μαζευτεί διάφορες ράτσες.
Άλλα από διαλυμένες οικογένειες, άλλα που όταν ήταν μικρά, χαριτωμένα και
έτρωγαν λίγο τα είχαν να παίζει το μωρό τους και κάποια που δεν άντεχαν τους σκυλοκαυγάδες των μεγάλων πήδηξαν τα κάγκελα και εξαφανίστηκαν. Η αλήθεια βέβαια είναι πως κανείς δεν τα ζήτησε.

Τελευταία είχε αριβάρει και μία σκυλίτσα όμορφη που την κοπάνησε από το κομμωτήριο που την είχε πάει η Κυρία της για κούρεμα – λούσιμο – χτένισμα και η οποία αφού μύρισε, αλήτευε βρέθηκε στην παρέα
όπου η υποδοχή ιδιαίτερα απ’ τα αρσενικά ήταν ενθουσιώδης.


Ανάμεσα σε αυτά ήταν και ένας φιλοσοφημένος που δεν άργησε να γίνει δικός μου. Η αλήθεια είναι ότι κάποτε που πήγα να τον χαϊδέψω τραβήχτηκε παραπέρα περήφανα αλλά φιλικά και κάποια μέρα που αγόρασα μπισκότα και τα έβαλα μπροστά του (από το περίπτερο του Βαθειαδάκη) αυτός δεν τα ακούμπησα. Βέβαια δεν πήγαν χαμένα.

Κάποτε έτυχε να περάσει κάποια Κυρία που κρατούσε με αλυσίδα την σκυλίτσα της
που της φορούσε μάλιστα και ζακετάκι ζακάρ.
Ο «δικός μου» έτρεξε από πίσω της άρχισε να την μυρίζει και να της λέει σιγανά «γαβ, γαβ, αβ, αβ, γγ.» (Μ’ αρέσεις πολύ!) Η κυρία έντρομη έκανε κίνηση ότι θα κλωτσήσει, μετά άνοιξε το βήμα της τραβώντας την αλυσίδα και ρίχνοντας ένα «ουστ βρωμόσκυλο», φεύγοντας όμως άκουσε τη σκυλίτσα να λέει, «γαβ, γαβ, αβ,αβ, γ, γ, γαβ» (Η σκύλα μια ζωή με έχει στη στέρηση!).
Και τώρα προσέξτε δεν είναι ψέματα !
Ο φίλος μου ο Κανέλλος, έτσι τον έχω βγάλει γιατί συνέχεια το ίδιο χρώμα κουστούμι φοράει, ήταν πάντα καλοταϊσμένος. Μάλιστα η απορία μου μεγάλωνε γιατί όλα τα άλλα με το που ανοίγανε τα μάτια τους έπαιρναν το δρόμο για τα
σκουπίδια των γειτονικών φαγάδικων και ψάχνανε για αποφάγια, ο δικός μου τι έκανε:
Κοίταζε και όταν ερχόταν το τραίνο των 0712απ’ την Κηφισιά, τρύπωνε στην αποβάθρα και χανόταν γρήγορα στα τελευταία βαγόνια και ξάπλωνε κάτω από τα καθίσματα ακίνητος και χωρίς ανάσα.
Στην αρχή αναστατώθηκε το προσωπικό του σταθμού και ο κόσμος, έτρεξαν έψαξαν εν τω μεταξύ γέμισε επιβάτες έγινε επικίνδυνη η καθυστέρηση για ατύχημα.
Ο κόσμος που συνήθως την ίδια ώρα είναι ο ίδιος άρχισαν να το συνηθίζουν και
να το απολαμβάνουν.
Εξ άλλου παράπονο ή ενόχληση δεν ακούστηκε.
Και τώρα προσέξτε : Ο Κανέλλος κατέβαινε πάντοτε στην «ΟΜΟΝΟΙΑ».
Πώς γινόταν άραγε αυτό;
Να έβλεπε τα κίτρινα πλακάκια, την επένδυση δηλαδή του Σταθμού εκεί, που ήταν
λίγο δύσκολο.
Μήπως μετρούσε τις στάσεις;
Αλήθεια πώς να είναι οι αριθμοί στα σκυλίσια;
(Τους αριθμούς δεν τους έχω μάθει.) Κατέβαινε λοιπόν απ’ το τρένο, ανέβαινε
τα σκαλοπάτια και έβγαινε από την σωστή έξοδο της οδού Αθηνάς με φόντο την Ακρόπολη και σταματούσε βέβαια στη Χασαπαγορά.
Έτρωγε το καλλίτερο που έβρισκε ή του δίνανε αφού τον είχαν μάθει και όταν τελείωνε έπαιρνε τον ίδιο δρόμο, έκανε το ίδιο δρομολόγιο και γύριζε στην παρέα του ήσυχος.
Ώσπου κάποια μέρα εξαφανίστηκαν ΟΛΑ. 
Πού να σας πήγαν άραγε;
Έφτιαξαν και για σας HOT SPOT;
Ή σας έριξαν σε ακατοίκητο νησί;
γαβ, αβ, αβ,γαβ, γ.γ.γ.γ…μώτο!
(Είστε αδέρφια μου, σας αγαπώ!)
             
(Μετάφραση από τα σκυλίσια)
Ροδολ φως   στ.