Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020


 

Η πρωτοχρονιάτικη πίτα, του Άγγελου Γαλάνη

 

Δεκέμβρης του 1959, παραμονή της πρωτοχρονιάς.

Φέτος θα υποδεχόμασταν τον καινούργιο χρόνο όλοι μαζί στο χειμαδιό, ας όψονται οι προβατίνες κι οι γίδες που πιάσαν να γεννοβολούν όλες μαζί κι ούτε λόγος πως θ’ ανεβαίναμε τούτη τη χρονιά στο σπίτι του χωριού.

Η μέρα κίνησε με τσουχτερό κρύο και συρμητό από ψιλό-ψιλό χιόνι που σα χτύπαγε στις γειρτές επιφάνειες κι απάνω μας, κατρακυλούσαν τούτες οι παράξενες, σα μικροσκοπικές μπαλίτσες, νιφάδες μέχρι να βρουν κάποια βολική γωνίτσα ή εσοχή ν’ απαγκιάσουν.

Το "στρωσε;" Ρώταε η γιαγιά τον μεγάλο της γιο, μόλις μπήκε τουρτουρίζοντας.

Είχε βγει να ταχτοποιήσει τις πρωινές γέννες και να χωρίσει τις γεννημένες απ’ το κοπάδι που σε λίγο με το ξημέρωμα θα ‘βγαινε για βοσκή.

"Όχι μάνα τι να στρώσει, ετούτο που ρίχνει δεν είναι χιόνι, θεός να μας φυλάξει, τούτο είναι σκέτος πάγος. Γέμισαν τα ρέματα κι οι λακκούβες σπυρωτό χιόνι και το φουρλίζει γύρω-γύρω ο αέρας και δεν ξέρει που να σταθεί κι αυτό κι εμείς. Να δούμε σήμερα πως θα βοσκήσουν και τούτα τ’ άμοιρα."

Στο κατόπι άρχισαν ένας-ένας να ξεπορτίζουν για τις δουλειές τους.

Ο πατέρας με τον παππού και το θείο μου στο κοπάδι.

Η μάνα με τη μεγάλη αδερφή μου στη στάνη για τις ετοιμόγεννες που ‘χαν μείνει πίσω και για τις γεννημένες που θα ‘φερνε ο παππούς απ’ το κοπάδι. Είχαν να φροντίζουν τα νεογέννητα αρνάκια μέχρι να σταθούν στα πόδια τους και να πιάσουν μαστάρι για να βυζάξουν.

Η μεσαία αδερφή μου είχε να βοηθάει τη γιαγιά στο μαγείρεμα και να πάει ως το μπαχτσέ, κάτω στην ποταμιά, για να φέρει τα πράσα που ‘ταν μπηγμένα στο χώμα για ν’ αντέχουν καθώς και τ’ αποξηραμένο μείγμα από σπανάκι, σέσκουλα, τσουκνίδες και σινάπια.

Τούτα τα φυλάγαμε στο μικρό καλυβάκι στην ποταμιά δίπλα στο μπαχτσέ. Ήταν πες κάτι σαν κελάρι τούτο το καλυβάκι, γιατί η καλύβα μας ήταν μικρή για να χωρέσει όλη την οικογένεια ώστε να μπορέσει να ζεσταθεί, να φάει και να κοιμηθεί.

Κι εγώ τέλος με τη μικρότερη αδερφή μου και τη γιαγιά θα μέναμε στην καλύβα για να ετοιμάσουμε το βραδινό πρωτοχρονιάτικο δείπνο.

Η δουλειά είναι δουλειά μα δεν έπρεπε να λείψει και τίποτα απ’ το δείπνο, μέρα που ‘ταν.

Υπήρχε διάχυτη ένταση στην ατμόσφαιρα.

Η γιαγιά επιφορτισμένη να ετοιμάσει τόσα φαγιά μόνη της ήταν στην τσίτα.

Η μικρή δεν είχε τι να κάνει κι όλο γκρίνιαζε, γιατί ήθελε παιχνίδια και παραμύθια.

Εγώ πάλι έπρεπε να στέκομαι κλαρίνο για τα θελήματα που πρόσταζε η γιαγιά. Και τι ήταν ετούτα τα θελήματα;

Το κυριότερο ήταν να συντηρώ τη φωτιά στο τζάκι, να ξεχωρίζω τα κάρβουνα απ’ τα ξύλα που κάπνιζαν και καίγονταν ακόμα με φλόγα και να τα θάβω στη χόβολη για να συντηρηθούν μέχρι να τελειώσει το μαγείρεμα. Επίσης να ταΐζω τη φωτιά με καινούργια στεγνά ξύλα που ‘ταν ντανιασμένα έξω απ’ την καλύβα.

Και το δυσκολότερο ήταν να τρέχω κάθε τρεις και λίγο στο ρέμα για νερό με το μεγάλο μπακιρένιο μπακράτσι που ‘ταν ασήκωτο ακόμα κι αδειανό για τα παιδικά μου χέρια, πόσο μάλλον γεμάτο. Κι έκανε τόσο κρύο θε μου, μόλις ξεμύτιζες απ’ την πόρτα έξω στο χιονιά.

Θα ‘ταν ως κι η δέκατη φορά που ‘παιρνα την εντολή της γιαγιάς για νερό, μια για το κρέας που ‘βραζε στη μεγάλη μαρμίτα, μια για το ζυμάρι της πίτας, μια για να πλύνει τα πράσα, τελειωμό δεν είχαν οι προσταγές της κι έπρεπε να γίνεις καπνός μόλις που θα ‘παιρνες την εντολή.

Η μύτη μου είχε γίνει παντζάρι μια μέσα στη ζέστη μια έξω στο κρύο, όσο δε για τ’ αυτιά μου ούτε που τα ΄νιωθα καθόλου μια κι είχαν γίνει σαν κόκκινα τσαρούχια και νόμιζα πως θα μου πέσουν.

Η αλλόκοτη σκέψη άρχισε να ωριμάζει μες στο μυαλό μου, αλλά ακόμα κι εγώ δε μπορούσα να φανταστώ τη μορφή που ‘ταν να πάρει.

Κάποια στιγμή προς το απόγευμα παίρνω εντολή απ’ τη γιαγιά να ρίξω τη χόβολη πάνω απ’ τη γάστρα για να ψηθεί η βασιλόπιτα που ετοίμαζε.

Φέτος η βασιλόπιτα θα ‘ταν χορτόπιτα που ταίριαζε πιότερο με τις συνθήκες και θα ‘χε μέσα πράσα, αποξηραμένα χόρτα και τυρί φέτα. Γινόταν μια θεονόστιμη στεγνόπιτα, όπως τη λέγαμε, και μέσα της βέβαια θα ‘χε το φλουρί και τ’ άλλα σημάδια για το πώς θα κατανεμηθούν οι υπευθυνότητες του υποστατικού τη χρονιά που θα ‘ρχόταν, ανάλογα με το τι θα ‘πεφτε στο κομμάτι του καθενός το βράδυ που θα την κόβαμε καθισμένοι όλοι μας γύρω απ’ το σοφρά.

Ξεκρέμασα λοιπόν τη γάστρα και το στεφάνι της απ’ το καρφί στον τοίχο και την έβαλα παραδίπλα απ’ τη φωτιά, πέρασα το στεφάνι που συγκρατούσε τη χόβολη πάνω στην καμπούρα της, πήρα και τη μεγάλη ξύστρα κι άρχισα να στρώνω τα μικρά καρβουνάκια ανάκατα με τη ζεστή χόβολη πάνω στη γάστρα.

Μια ξυστριά, δυο, τρεις κι η τέταρτη καλά-καλά γιομάτη έμεινε μετέωρη στη σκέψη μου και στο χέρι.

Δίπλα στη φωτιά ήταν η αλουμινένια κατσαρόλα με τα τσιγαρισμένα χορταρικά και τη φέτα, έτοιμα για να γεμίσουν την πίτα στο μεγάλο μπακιρένιο ταψί που ‘χε ήδη στρωθεί με τα κάτω πέτουρα (φύλλα) απ’ τη γιαγιά κι εκείνη τη στιγμή τοποθετούσε το φλουρί και τα λοιπά σημάδια.

Λοξοδρόμησε αστραπιαία η κατεύθυνση της ξύστρας σε μια πορεία ανεξέλεγκτη, έξω από κάθε λογική ή μάλλον υπακούοντας σ’ ένα ακαθόριστο παιδικό γινάτι κι άδειασε το περιεχόμενό της μέσα στην κατσαρόλα.

Έγινε χαμός, τσιτσίριζε η κατσαρόλα καθώς σβήναν τα καρβουνάκια μέσα στη γέμιση της πίτας και σηκώθηκε ένα σύννεφο ατμού και στάχτης που απλώθηκε σ’ όλη την καλύβα.

Η γιαγιά κόντεψε να πάθει συγκοπή, με κοίταξε αποσβολωμένη για μια στιγμή που μου φάνηκε αιώνας κι ύστερα άρπαξε την ξύστρα απ’ τα χέρια μου κι άρχισε να με κυνηγά, μα εγώ είχα γίνει μπουχός κι ακόμα τρέχω…

Τέτοιο χουνέρι που να το φανταστεί η κακομοίρα η γιαγιά, απ’ τη μια δεν μπορούσε να χωνέψει μια τέτοια ανυπακοή από μικρό παιδί κι απ’ την άλλη ήταν κι ο εγωισμός, πώς να ‘πεφτε τόσο χαμηλά στα μάτια των υπολοίπων με την ταπείνωση που της έκανα.

Σε λίγο άρχισε τα παρακάλια, ‘’έλα μέσα κι έχουμε δουλειές, το βράδυ πρέπει να φάμε κι όπου να ‘ναι σουρουπώνει’’.

Έπιασε η γιαγιά να συμβουλεύει και τη μεσαία αδερφή μου να ξαναπάει για πράσα και χόρτα και προπαντός να μη βγάλει άχνα σε κανέναν.

Η μικρή απ’ την άλλη ούτε που ‘χε καταλάβει κάτι, το ‘χε πάρει για παιχνίδι όλο τούτο το κακό.

Έβαλε η γιαγιά ξανά κάτω το πλαστήρι και τον πλάστη κι άρχισε να φτιάχνει πέτουρα απ’ την αρχή κι εγώ πήρα να τρέχω τώρα ξανά-μανά για τη φωτιά και το νερό.

Όμως όλα πήγαν κατ’ ευχήν.

Το βράδυ η πίτα μπήκε πάνω στο σοφρά ροδαλή-ροδαλή και μυρωδάτη.

Έστριψε η γιαγιά ένα γύρο την πίτα κι άρχισε η μικρή να ονοματίζει τα κομμάτια, ‘’αυτό του Χλιστού, αυτό του μουσαφίλη, αυτό του σπιτιού, αυτό του παππού…’’.

Σ’ εμένα έτυχε το κομμάτι με το σάλωμα που σήμαινε πως για την καινούργια χρονιά θα ήμουν υπεύθυνος για τη στάνη.

Άντε να δούμε την προκοπή σου με κάρφωσε με τα λόγια η γιαγιά μα κυρίως με το συνωμοτικό της βλέμμα.

‘’Καλή χρονιά-καλή χρονιά και του χρόνου να ‘μαστε όλοι γεροί και δυνατοί και καλή πρόοδο σε σας παιδιά μου’’, ευχήθηκε με την πρόποση ο παππούς έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε το ζεστό πρωτοχρονιάτικο φαγοπότι μας που ‘μεινε καρφωμένο στη μνήμη μου μια κι ο χρόνος δε μπόρεσε ποτέ ν’ αποδιώξει τούτη την παιδική μου κουτουράδα. 

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020


Ένα ευχαριστώ, στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του Εθνικού Συστήματος Υγείας, δεν φτάνει! Είναι όμως το ελάχιστο που μπορούμε να πούμε ως πολίτες μέσα από την ευχετήρια κάρτα* μας. 

Θα θέλαμε, να ταξιδέψει σαν ταχυδρομικό περιστέρι, να φτάσει στα χέρια τους, να μεταφέρει την εκτίμηση και τον σεβασμό μας για όλα όσα προσέφεραν και προσφέρουν από την πρώτη γραμμή σε αυτόν τον ιδιότυπο πόλεμο.

Οι ευχές μας για υγεία, «μήτηρ απάντων», ας συνοδεύουν τους ανθρώπους που πράττουν το καθήκον τους και όλους εσάς.                                                                     

Καλές Γιορτές

Με εκτίμηση, 

Το Δ.Σ του Άλλου Τόπου Επικοινωνίας και Πολιτισμού


 *Η ευχετήρια κάρτα είναι ευγενική προσφορά του Νίκου Κουλαυτάκη

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

" Όλα είναι δρόμος..." στην τελική ευθεία

 


Αγαπητά μέλη

Αγαπητοί φίλοι

Η φετινή χρονιά ήταν για όλους μας διαφορετική. Μοναχική, συχνά επώδυνη και αναμφίβολα κουραστική. Ο Άλλος Τόπος Επικοινωνίας και Πολιτισμού σε αυτές τις συνθήκες ανέστειλε, από τις 13 Μαρτίου 2020, όλες τις προγραμματισμένες εκδηλώσεις του. Όμως δεν αναστείλαμε την προσπάθεια για επικοινωνία, είτε μέσω email είτε μέσω του  https://allostopos.blogspot.com. 

Ταυτόχρονα, όπως σας έχουμε ενημερώσει, προετοιμάσαμε την καθιερωμένη ετήσια θεματική έκδοση του συλλόγου για το 2021 που είναι αφιερωμένη στους δρόμους του Ηρακλείου Αττικής. Θεωρώντας ότι ο αναγκαστικός εγκλεισμός, λόγω της πανδημίας, αναβάθμισε την αξία του «δρόμου» και του δημόσιου χώρου στη συνείδηση όλων μας, θελήσαμε να αναδείξουμε τις ιστορίες που οι δρόμοι έχουν να μας διηγηθούν.

Η έκδοση 2021 (περιλαμβάνει και ημερολόγιο) με τον τίτλο: «Όλα είναι δρόμος, Περιδιαβαίνοντας το Ηράκλειο Αττικής» θα είναι σύντομα ολοκληρωμένη και στη διάθεσή σας. Δυστυχώς δεν  μας επιτρέπεται να σας συναντήσουμε και να σας την παρουσιάσουμε. Θα προσπαθήσουμε ωστόσο, να περιηγηθούμε μαζί σας στις σελίδες του.


Ενδεικτική εικονογράφηση του κειμένου 

Στο «Όλα είναι δρόμος» περιλαμβάνονται αφηγήσεις, τεκμήρια (χάρτες, δημοσιεύματα, ΦΕΚ), φωτογραφικά ντοκουμέντα, κείμενα και ποιήματα που έγραψαν φίλοι και μέλη του Άλλου Τόπου Επικοινωνίας και Πολιτισμού με τους ενδεικτικούς τίτλους:

1)      Δημόσιος αστικός χώρος

2)      Από το Βαυαρικό Αράκλι στον Δήμο Ηρακλείου Αττικής

3)      Πλατεία Ηρώων Πολυτεχνείου

4)      Δρόμοι συνύπαρξης

5)      Ο κύκλος που δεν έκλεισε

6)      Εικόνες από την οδό Πολυτεχνείου

7)      Αγία Τριάδα: ο λόφος με τα κεχριμπαρένια σεντόνια

8)      Κάτω από τις γραμμές: Κάτω Ψαλίδι, Πλατεία Μανδηλαρά

9)      Άνω Ψαλίδι: δρόμοι των αναμνήσεων

10)  Ηπειρώτικοι δρόμοι

11)  Η λεωφόρος των Κουμιωτών

12)  Κάθε δρόμος και μια ιστορία.



Δημοσιεύματα των δεκαετιών 1920-30 για την Αγία Τριάδα και το περίφημο πανηγύρι της

Η τιμή της έκδοσης θα παραμείνει στα πέντε ευρώ και θα έχετε την δυνατότητα να την προμηθευτείτε από μέλη του Δ. Σ του συλλόγου (τηλέφωνα επικοινωνίας επισυνάπτονται) αλλά και από κάποια βιβλιοπωλεία που θα ανακοινώσουμε. 

Καλή συνέχεια

Ευχόμαστε να είστε όλες και όλοι υγιείς.

 

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο:

Πρόεδρος, Ανθή Χαρώνη (6947930449)

Γενική Γραμματέας, Δήμητρα Κουντή (6945107169)

Αντιπρόεδρος, Χάρη Βελαχουτάκου (6944528559)

Ταμίας, Πέτρος Βερνάρδος (6977405367)

Οργανωτικός Γραμματέας, Αλέξης Παπαδόπουλος (6977679679)

Και μέλη: Ελένη Γλαρέντζου ( 6946591968) και Κατερίνα Πανάρα (6972227458)

 

 

 

 

 

 

 

 


Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

«Τα παιδιά της γαλαρίας» ...Δεκέμβρης 1944

 Ό,τι ακολουθεί είναι αποσπάσματα από το editorial του περιοδικού «Το Τέταρτο», τεύχος 3, Ιούλιος 1985 – 

Δια χειρός Μάνου Χατζιδάκι:



«Τα παιδιά της γαλαρίας» είναι μια φημισμένη ταινία του Καρνέ. Τα δικά μας παιδιά της γαλαρίας είναι κάπως διαφορετικά (…). Τα όνειρα σε τούτα τα παιδιά υπήρξαν κυρίαρχα, σημαντικά και διαψευσμένα.

Στον καιρό της Κατοχής τα μετέπειτα παιδιά της γαλαρίας ζούσαν απάνω στη σκηνή και παίζανε το ρόλο τους, τον όποιο ρόλο τους, έστω και τον πιο μικρό, με αυταπάρνηση, με το αίμα τους, με τη ζωή τους, χωρίς καιροσκοπισμό και ιδιοτέλεια, χωρίς προοπτική ανταλλάγματος. Μ’ ένα μονάχα στόχο, την επαλήθευση ενός επίμονου ονείρου. Και ήταν το όνειρο για μια ελεύθερη ζωή σχηματισμένη μακριά από απάνθρωπους νόμους, από ανάλγητους κρατικούς μηχανισμούς, από εξορίες και φυλακές και εκτελέσεις. Τίποτα δεν έγινε αλήθεια. 

Μετά τον πόλεμο κυβέρνησαν τον τόπο ξανά φθαρμένοι άνθρωποι, ανίκανοι να συλλάβουν έστω και στο ελάχιστο απ’ ότι γεννιόνταν κείνο τον καιρό κι αναρριγούσε ολόκληρο τον κόσμο. 

Εάν μας λέγαν τότε μερικά από τα ονόματα που κυβερνήσανε κατόπιν ότι θα ξανάβγαιναν στην πολιτική σκηνή να διαφεντέψουνε τη χώρα μας, θα γελούσαμε δίχως τελειωμό με την καρδιά μας. Γιατί πιστέψαμε βαθιά μέσα μας πως όλα αυτά τα ονόματα ήσαν φαντάσματα του παρελθόντος, απόντα στα δύσκολα χρόνια που περνούσαμε, για πάντα απόντα από τον τόπο.

Κι όμως συνέβη αυτό. Ξανάρθανε τα φαντάσματα κι αρχίσαν να πλαστογραφούν γι’ άλλη μια φορά την ελληνική ιστορία. Και τα παιδιά που πολεμήσανε κι ονειρευτήκανε, γίναν παιδιά της γαλαρίας, όσα δεν διώχτηκαν και δεν εξαφανίστηκαν στις φυλακές και στα ξερά νησιά του Αιγαίου. (….)

Τα παιδιά της γαλαρίας δεν ήσαν φαύλα, δεν ήσαν χίτες, δεν ήσαν ανώμαλοι με τον φασισμό στο ‘να πλευρό τους. Δεν συμβιβάστηκαν με τους νικητές Γερμανούς, δεν υπήρξαν «πατριώτες» με το περιεχόμενο του χωροφύλακα και του μπράβου. Είχαν τη σκέψη όργανο, τα μάτια υγρά κι ακούραστα να βλέπουνε τον κόσμο και την ψυχή παρθενική και απροσάρμοστη στη μεταπολεμική ελληνική αθλιότητα. Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αντίδραση κομμουνιστών (…).

Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που βλέπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα, από σφαίρες που ρίξαν δοσίλογοι και φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης. Και όλα αυτά τα ελληνικά αποβράσματα με την επίσημη υποστήριξη του νεαρού τότε κράτους, είχανε ένα εχθρό: την ψυχή των παιδιών της γαλαρίας.

Εκατομμύρια ελληνικά παιδιά που πιστέψαν στην απελευθέρωση, αλλά βρέθηκαν ευθύς αμέσως απέναντι στον ίδιο χωροφύλακα, στο ίδιο δικαστή, στα ίδια ανάλγητα αρμόδια πρόσωπα που αντιμετώπιζαν πριν λίγο κιόλας χρόνο, όταν ακόμη υπήρχαν Γερμανοί. Και θέλησαν, πριν αποκλειστούν στη γαλαρία τους, να διαμαρτυρηθούν κραυγάζοντας για τελευταία φορά. Κι ύστερα να σωπάσουν – σαράντα χρόνια τώρα (σαράντα χρόνια τα περιέχω μέσα μου και τα δουλεύω για να τα πω κάποια φορά)…”

Πηγή: Fb, Μπογιόπουλος Νίκος @mpogiopoulos, Ιστότοπος ειδήσεων/ΜΜΕ



Μπ. Μπρεχτ, “Μαθαίνοντας τα νέα για το λουτρό αίματος των Τόρυδων στην Ελλάδα”

“Εκεί που πιο μεγάλη είναι η βρόμα

Εκεί θ’ ακούσεις και τα πιο μεγάλα λόγια.

Όποιος χρειάζεται τη μύτη να βουλώσει

Πώς να τα καταφέρει να βουλώσει και τ’ αυτιά του;

Αν τα κανόνια δεν είχανε βραχνιάσει

Θα λέγανε: προστατεύουμε την τάξη.

Αν έβρισκε καιρό ο χασάπης

Θα ‘λεγε: Ταπεινά ελατήρια δεν έχω.

Σαν τους συμπατριώτες μου μελετητές των Ελλήνων

Πετάξανε έξω από τους κάμπους του Ομήρου

 Όπου κάναν μελέτες πάνω στο λιόλαδο και τα κοπάδια

Γυρίσανε ελευθερωτές από τη μάχη

Για να βρούνε καινούρια αφεντικά στις πολιτείες τους.

Ανάμεσα  απ’ τα κανόνια προβάλλουν οι έμποροι.”

(Μπ. Μπεχτ, Ποιήματα, εκδ. Σ.Ε.)


Ένα φωτογραφικό αφιέρωμα στο Δεκέμβρη του 1944, με το φακό του Dmitri Kessel, πηγή: left.gr




Γράφει ο Πέτρος Γαϊτάνος, το Νοέμβρη του 1994, στην εισαγωγή του Λευκώματος "DMITRI KESSEL, ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ‘44", Εκδόσεις ΑΜΜΟΣ:

"Ο Dmitri Kessel γεννήθηκε στην Ουκρανία στις αρχές του αιώνα. Μετανάστευσε στην Αμερική το 1923 και εργάστηκε σαν φωτογράφος στο περιοδικό LIFE. Ταξίδεψε σ’ ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο και οι φωτογραφίες του –μολονότι προορίζονταν για ένα εφήμερο μέσο- άντεξαν στον χρόνο. Σήμερα ο Κέσελ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους φωτορεπόρτερ στον κόσμο. Η δουλειά του, κλασική πια, έχει παρουσιαστεί σε πολλά βιβλία. Οι φωτογραφίες όμως που ο Ντμίτρ Κέσελ έβγαλε στην Ελλάδα του 1944 έμειναν περισσότερο ανέκδοτες και παρουσιάζονται σήμερα για πρώτη φορά.

Τον Αύγουστο του 1994, πενήντα χρόνια μετά, ένας άλλος μεγάλος φωτογράφος του αιώνα μας, ο Ντέηβιντ Ντάνκαν, έφερε στην Αθήνα αυτό το πολύτιμο υλικό και μας το έδωσε λέγοντας. «Ο Ντμίτρ Κέσελ ήταν εδώ, κάτω από την Ακρόπολη, στις 3 Δεκεμβρίου 1944. Τότε που πολλά όνειρα έγιναν εφιάλτες και ο ηρωισμός, η αγωνία και το πάθος μάτωσαν αυτή την όμορφη χώρα. Σας στέλνει, μέσα απ’ την καρδιά του, όσα θραύσματα μάζεψε από εκείνα τα γεγονότα. Τη δική του φωτογραφική μαρτυρία".

Δείτε ολόκληρο το αφιέρωμα εδώ:

https://left.gr/news/ena-fotografiko-afieroma-sto-dekemvri-toy-1944




«Μέρες του Δεκέμβρη ΄44» – Μεγάλο αφιέρωμα του «Ημεροδρόμου»




«Μέρες του Δεκέμβρη ’44» – Συγκεντρωμένα όλα τα κείμενα του μεγάλου αφιερώματος του «Ημεροδρόμου» (Δεκέμβριος 2018)


Γράφουν: Γιώργος Μαργαρίτης, Δημήτρης Κουσουρής, Γιώργος Καραγιάννης, Δάνης Παπαβασιλείου, Νίκος Μπογιόπουλος.


Δείτε το αφιέρωμα εδώ: