Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Μνήμη, του Αναστάση Μαδαμόπουλου




Πολυπτυχιούχος και πολυτεχνίτρα η μνήμη,
universalis αναγεννησιακή λειτουργός
σε έργα σπουδαία ταγμένη
αλλά αφοσιωμένη και σε πάρεργα ταπεινά.

Μνήμη γλύπτρια, αγαλματοποιός
ερώτων εφικτών και ανέφικτων.
Ζωγράφος και εικονοπλάστρια
των άρρητων και των ανομολόγητων.
Χαράκτρια συγκινήσεων βαθιών,
τροφός ευγνωμοσύνης
αλλά και της εκδικητικής χόβολης
αναμοχλεύτρια.

Κινηματογραφικές ταινίες γυρίζει
και έργα video art μηχανεύεται
μήπως τραύματα βαθιά επουλωθούν
από του χρόνου την πανάκεια.


Αρχιτέκτων ευφάνταστη σκηνικών
-όπου τα περασμένα εύκολα αναβιώνουν
και παίζονται απαράλλαχτα, από την αρχή -
επιφέρει την ίδια αρχαία οδύνη
και ναρκώνει την τωρινή
αναπαράγοντας πειστικά μια αλλοτινή αγαλλίαση.

Αριστούχος στην Τέχνη της υποκριτικής
καμώνεται πως θυμάται ακόμη
ό,τι προπολλού κι ολότελα έχει λησμονηθεί
ή, υποδυόμενη την αμνησία,
πώς απώθησε όσα αδιάλειπτα βασανίζουν.
Μουσικοσυνθέτης και οργανοπαίχτρια ταλαντούχος,
δύο νότες της αρκούν
για να ξεδιπλώσει του τραγουδιού
ολόκληρο το μεταξένιο τόπι
και ό,τι μας φέρνει στο παρόν
άλλοτε τακτικά με τους κανόνες της αρμονίας το δοκιμάζει
κι άλλοτε άταχτα, καταργώντας τους ή ανατρέποντάς τους.



Και κάθε μέρα, πολλές φορές την ίδια μέρα,
την ίδια νύχτα, επιτηδεύεται
στην ανακύκλωση αποφαγιών
και λοιπών βιολογικών υπολοίπων
σε σπιτικές κουζίνες και υπαίθριες ψησταριές.

Πλύστρα και σιδερώστρα ακάματη
μην ξεχειλώσουν, μπουν ή τσαλακωθούν
τα φορεμένα μας.

Κομμώτρια, του αμάραντου κάλλους ταριχεύτρια
και θιασώτης των επιλεκτικών αφαιρέσεων,
το ξύρισμα ωστόσο το μισεί
επειδή τον χρόνο τολμά να κοροϊδέψει.

Καλή μοδίστρα
άψογα γαζώνει τσέπες
να μην αδειάσουν ποτέ
από ψιχουλάκια αγάπης,
μπαμπακιές τρυφερότητας
και ανεξαργύρωτα πόθων κέρματα.

Εθελόντρια τηλεγράφος
μηνύματα στέλνει εξ απαλών ονύχων
εικοσιτετράωρη η βάρδια
σε ξυπνητούς και κοιμισμένους,
καμιά εποχή δεν παίρνει άδεια.

Οικιακή βοηθός και οικονόμος
τον οίκο διατηρεί των αναμνήσεων παστρικό,
τακτοποιεί κιτρινισμένα φύλλα ημερολογίων
πολλών δεκαετιών
δικά μας και αλλότρια.

Τη λήθη λένε για γιατρό,
όμως πιο δημιουργικό μου φαίνεται
της Μνήμης το εργαστήρι.
Εδώ με τη συνεχή επανάληψη
μαθαίνουμε να μένουμε οι εαυτοί μας
κι αποθηκεύουμε τις μήτρες
όλων εκείνων που διαλέξαμε
να αγαπάμε και να θαυμάζουμε,
καθώς κι όσων σαν αστροπελέκια
κάποτε έπεσαν πάνω μας και μας κατέκαυσαν.
Να θερμαίνουμε με χνώτα τη μνήμη μας
και οπωσδήποτε να συμπληρώνουμε το λαδάκι
στο καντήλι της,
για να μπορούμε – στο ημίφως, όπως ταιριάζει –
να μαλακώνουμε, όσο ζούμε, τη σβολιασμένη πλέον ιστορία μας.

Αναστάσης Μαδαμόπουλος


Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Ένα φωτογραφικό οδοιπορικό στα φρεάτια του Αδριάνειου Υδραγωγείου στο Ηράκλειο Αττικής και στη Μεταμόρφωση*


* Από το Ημερολόγιο 2019 του Άλλου Τόπου Επικοινωνίας & Πολιτισμού με θέμα:

¨Ηράκλειο Αττικής: Υδάτινες διαδρομές από τον Αδριανό μέχρι σήμερα".

Φρεάτιο Αδριάνειου με αριθ. 150, δίπλα από το γήπεδο της Κύμης και την Αττική Οδό, Ηράκλειο.

Φρεάτιο Αδριάνειου με αριθ. 157, Μάρκου Μπότσαρη 4, Ηράκλειο.

Φρεάτιο Αδριάνειου με αριθ. 159, απέναντι από Εθνομαρτύρων 8, Ηράκλειο.

Φρεάτιο Αδριάνειου με αριθ. 160, απέναντι από Εθνομαρτύρων 22-24, Ηράκλειο.

Φρεάτιο Αδριάνειου με αριθ. 161, Εθνομαρτύρων και Πεύκων, Ηράκλειο.

Φρεάτιο Αδριάνειου με αριθ. 162, Εθνομαρτύρων 36, Ηράκλειο.

Φρεάτιο Αδριάνειου με αριθ. 165, Β. Ηπείρου 53 (πάροδος Ρήγα Φεραίου 53), Ηράκλειο.

Φρεάτιο Αδριάνειου Αχιλλέως και Σεφέρη, Μεταμόρφωση.

Φρεάτιο Αδριάνειου σε άχτιστο οικόπεδο Αχιλλέως 29, Μεταμόρφωση.

Φρεάτιο Αδριάνειου Γερανίου 11 αδιέξοδο, Μεταμόρφωση.

Φρεάτιο Αδριάνειου οδός Γεωργίου Παπανδρέου 100, Μεταμόρφωση.

Φρεάτιο Αδριάνειου οδός Παπαδιαμάντη απέναντι από το 34, Μεταμόρφωση.




Το υπόγειο Αδριάνειο υδραγωγείο της Αθήνας και η διαχρονική αξία του


Παναγιώτης Δευτεραίος,
Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ, Υποψήφιος Διδάκτορας,
στα Αρχαία Υπόγεια Υδραυλικά Έργα
Δρ. Ευστάθιος Χιώτης,
Μηχανικός Μεταλλείων, Μεταλλουργός,
τ. Διευθυντής &Σύμβουλος ΙΓΜΕ
Δρ. Νικόλαος Μαμάσης,
Αναπληρωτής Καθηγητής Τεχνικής Υδρολογίας του ΕΜΠ


Το Ηράκλειο βρίσκεται στη διασταύρωση δύο αρχαίων υδραγωγείων, γεγονός που οφείλεται στα πλούσια πηγαία νερά της περιοχής. Σε χάρτη των Curtius και Kaupert (φύλλο “Κηφισιά” της σειράς “Karten von Attika”) από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το Ηράκλειο αναγράφεται με το τοπωνύμιο της τουρκοκρατίας “Αράκλι” και η διαδρομή του υπόγειου Αδριάνειου υδραγωγείου που κατευθύνεται από τις Κουκουβάουνες (Μεταμόρφωση) προς τον οικισμό του Μπραχαμίου και το Χαλάνδρι, είναι εμφανής από τους κώνους του υλικού εξόρυξης των φρεάτων που περιβάλλουν το στόμιό τους, ενώ με κυκλίσκους εμφανίζονται τα φρέατά του. Το δεύτερο υδραγωγείο που διερχόταν κοντά από το Ηράκλειο ήταν επιφανειακό, συγκέντρωνε πηγαία νερά της περιοχής κατά τους υστερορωμαϊκούς χρόνους, από τον 5ο αι. μ.Χ., και μέσω της γνωστής υδατογέφυρας του Περισσού κατευθυνόταν προς την Όμορφη Εκκλησιά στο Γαλάτσι. Εκεί συναντούσε αγωγό που μετέφερε νερά από το Κεφαλάρι Κηφισίας επάνω από την υδατογέφυρα της οδού Καποδιστρίου. Από την Όμορφη Εκκλησιά, το σύνολο του νερού έρρεε σε κτιστό αγωγό προς την Αθήνα, όπως περιγράφεται στην εργασία των Ε. Χιώτη και Λ. Χιώτη, “Παραγωγικές δραστηριότητες στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας κατά τους υστερορρωμαϊκούς χρόνους”. Αλλά τα υδραυλικά έργα στη περιοχή του Ηρακλείου από την αρχαιότητα μέχρι του νεότερους χρόνους έχουν περιγραφεί με πληρότητα από τον Α. Θεοδωρόπουλο (1997), οπότε θα εστιάσουμε συγκεκριμένα μόνο στο Αδριάνειο υδραγωγείο.
Το Αδριάνειο, έργο των Ρωμαίων αυτοκρατόρων Αδριανού και Αντωνίνου, ολοκληρώθηκε το 140 μ.Χ. σε βάθη που έφταναν και τα 42 m από την επιφάνεια, για να υδροδοτήσει την τότε ρωμαϊκή πόλη της Αθήνας. Η κεντρική υπόγεια σήραγγα του υδραγωγείου που κατασκευάστηκε με τη μέθοδο όρυξης εκ διαδοχικών φρεάτων (κατά μέσο όρο ανά 40 m), ξεκινούσε από μια κεκλιμένη στοά στην περιοχή του σημερινού Ολυμπιακού Χωριού (Αχαρναί) και κατέληγε μετά από περίπου 20 km στη δεξαμενή της ομώνυμης πλατείας στο Κολωνάκι, διασχίζοντας τις περιοχές Αχαρναί, Κηφισιά, Μεταμόρφωση, Ν. Ηράκλειο, Μαρούσι, Χαλάνδρι, Ν. Ψυχικό, Αμπελοκήπους. Με βάση το μήκος αυτό, προκύπτουν ενδεικτικά 500 φρέατα. Όμως, επειδή οι αποστάσεις μεταξύ τους σε πολλά σημεία του υδραγωγείου υπερβαίνουν κατά πολύ τα 40 m, ενώ η ελάχιστη απόσταση που συναντάται στο μεγαλύτερο μήκος του άξονα είναι 35-37 m, μοιάζει αρκετά πιθανό τα φρέατα να ήταν λιγότερα. Το 1925 αριθμήθηκαν 367, από τα οποία σήμερα εντοπίζουμε περίπου 200, αλλά είναι σαφές ότι πολλά από τα αρχαία φρέατα καταργήθηκαν, κάτι που επιβεβαιώνεται και στο εσωτερικό της σήραγγας. Η κατασκευή του υδραγωγείου ήταν μεν δύσκολη, αλλά σχεδιάστηκε από ικανότατους μηχανικούς και εκτελέστηκε σωστά αποδίδοντας μια σήραγγα στιβαρή που άντεξε στον χρόνο, με τυπικό πλάτος το σύνηθες των 50 εκατοστών και μέγιστο ύψος δύο μέτρων. Λειτούργησε κυρίως μαστεύοντας νερό διερχόμενη μέσα από τα υδροφόρα στρώματα και κατά δευτερεύοντα ρόλο από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα και τα νερά των πηγών στους πρόποδες της Πάρνηθας. Η λειτουργία της υδρομάστευσης, επιτεύχθηκε με την τμηματική κατασκευή της σήραγγας κάτω από τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα.  
Η χάραξη εκμεταλλεύθηκε στο μέγιστο τη μορφολογία του εδάφους, ώστε να καλύψει υπογείως μόλις 110 m επιφανειακής υψομετρικής διαφοράς μεταφέροντας νερό μόνο με φυσική ροή  (με τη βαρύτητα). Το υδραγωγείο διερχόμενο κάτω από τον Κηφισό, σε μικρό βάθος από τον πυθμένα της κοίτης και χωρίς να βγαίνει στην επιφάνεια, ελισσόταν για να διατηρήσει την κλίση του, όπως διαπιστώνεται στο σημείο όπου διασχίζει την κοίτη του στη θέση Χελιδονού. Κατά μήκος αυτού συναντώνται ποικίλες διατομές με διαφορετικά σχήματα οροφής (κυρίως υποστηριζόμενες τοξωτές ή τριγωνικές, αλλά και ανεπένδυτες, ή πλακοσκεπείς ορθογωνικές), διαφορετικά πλάτη αλλά και ύψη. Η ποικίλη αυτή εικόνα ενδεχομένως να συνδέεται με τη γεωλογία και την υδρογεωλογία της εκάστοτε περιοχής, δηλαδή (α) με το είδος και την ποιότητα των γεωλογικών στρωμάτων μέσα στα οποία ορύχθηκε η σήραγγα και τις αντίστοιχες ανάγκες στήριξης ή επένδυσης των εσωτερικών επιφανειών της, και (β) με την διαφορετική αναγκαιότητα περατότητας σε νερό, ανάλογα με το εδαφικό στρώμα, το οποίο διαπερνούσε κάθε φορά. Στα τελευταία δε καταληκτικά τμήματα όπου το υδραγωγείο ήταν ένα ρηχό κανάλι μικρής κλίσης, σχεδόν επιφανειακό, το οποίο κατασκευάστηκε πάνω από τη στάθμη του φρεάτιου ορίζοντα με ανοικτό όρυγμα που έπειτα καλύφθηκε, οι επιφάνειες επενδύονταν με υδραυλικά κονιάματα για την αποφυγή των διαρροών. Το τμήμα αυτό από τους Αμπελόκηπους μέχρι το Κολωνάκι, ήταν συνεπώς και το πιο ευάλωτο, και προκύπτει ότι καταστράφηκε σχετικά νωρίς.

Γυναίκες και δημοσιογραφία. Οι άγνωστες πρωτοπόρες και ένα συλλογικό επίτευγμα, της Δήμητρας Κουντή

Από την εφημερίδα "Η Αυγή", δημοσίευση: 04 Μαρτίου 2019

Αναζητώντας στοιχεία για τη θέση της γυναίκας στα ΜΜΕ διαπιστώνει κανείς ότι η παρουσία πρωτοπόρων γυναικών - όσο και αν ακούγεται παράδοξο- είναι υπαρκτή στον ανδροκρατούμενο Τύπο, σχεδόν από τη γέννησή του. Με δεδομένο ότι η πρώτη ελληνική εφημερίδα εκδίδεται στη Βιέννη το 1784, η κυκλοφορία της Κυψέλης (στην Κωνσταντινούπολη του 1845), «σύγγραμμα περιοδικόν γυναικείον», όπως αυτοχαρακτηρίζεται, είναι αν μη τι άλλο ένα πρώιμο εγχείρημα, αν όχι επαναστατικό. Εκδότρια η νεαρή Σκυριανή Ευφροσύνη Μάρου (1821-1877), παντρεμένη από τα 16 της χρόνια με τον γιατρό Σπυρίδωνα Σαμαρτζίδη, ο οποίος φροντίζει για την ολοκλήρωση των σπουδών της «κατ’ οίκον», καθώς η θέση της γυναίκας τον 19ο αιώνα βρίσκεται στο σπίτι..

Η Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου, εκπαιδευτικός και ποιήτρια, σπάει πρώτη τους κανόνες της εποχής και επιλέγει, όπως η ίδια λέγει, το «παγκόσμιον, φωτεινότερον όλων σχολείον της δημοσιογραφίας» για να διαδώσει , τις πλέον ριζοσπαστικές ιδέες του Διαφωτισμού και το δικαίωμα της γυναίκας στην παιδεία. Η Κυψέλη έχει μείνει στην ιστορία ως το πρώτο ελληνόγλωσσο γυναικείο έντυπο και το πρώτο γυναικείο έντυπο που εκδόθηκε στον οθωμανικό χώρο. Θεωρείται και το πρώτο «φεμινιστικό» περιοδικό, καθώς αποδίδει την κοινωνική ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων στον ανδροκρατικό χαρακτήρα των κοινωνιών.

Για την πρώτη ελληνίδα εκδότρια της εποχής, την Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου, η (γνωστότερη) Καλλιρρόη Παρρέν, είχε γράψει: «Είναι η πρώτη Ελληνίς δημοσιογράφος, ήτις δικαιούται να καταλάβη θέσιν περιφανή εν τη ιστορία της φιλολογίας των χρόνων εκείνων»...

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο:

Οι (κυριότερες) «ράτσες» των Ελλήνων φωτογράφων (Τόμος Πρώτος), του Βαγγέλη Δελέγκου*





Έλληνας φωτογράφος. Τόσο απλή διατύπωση μα και τόσο δαιδαλώδης στη σύνθεση και στην προσπάθεια ανάλυσης της. Σκεφτείτε το συγκεκριμένο πάντρεμα λέξεων λίγο βαθύτερα και ίσως συμφωνήσετε μαζί μου στο θεμελιώδες συμπέρασμα πως πρόκειται, αν μη τι άλλο, για εκρηκτικό συνδυασμό. Από τη μια, όλοι εμείς που ζούμε σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη, σε αυτή την πλευρά της Μεσογείου. Ο μέσος Έλληνας που, σπανιότατα πλέον, βλέπει (και επιθυμεί βεβαίως) το «βαπτιστικό» του να μετεξελίσσεται σε «Έλλην», έχοντας εδώ και δεκαετίες αποφασίσει πως του καμώνεται πιο ταιριαστό το «Ελληνάρας». Διατηρώ ακόμα αμυδρή την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα βαρεθούμε να παρα – δεχόμαστε τα ελαττώματα μας, θα σιχαθούμε να αναλύουμε απλώς τα κουσούρια μας και θα στρωθούμε στη δουλειά και στην προσπάθεια να φτιάξουμε μια ζωή που θα λειτουργεί ως αληθινή και υπαρκτή «συγγνώμη» για τα παιδιά μας. Αλλά ας μην παρεκκλίνω περισσότερο της πορείας αυτού εδώ του άρθρου. Από την άλλη λοιπόν, δεύτερη λέξη στη σειρά, ο «φωτογράφος». Όσοι και όσες από εμάς, πάλι σε αυτό τον ρημαδιασμένο τόπο, αποφασίσαμε κάποια στιγμή στον βίο μας, είτε ως επάγγελμα είτε ως χόμπι (είτε ως πολλά άλλα, όπως θα προκύψει από την ανάγνωση του παρόντος κειμένου), να χρησιμοποιούμε φωτογραφικές μηχανές ώστε να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας σαν κατακερματισμένα «κάδρα», διαλέγοντας κάθε φορά αυτά που μας δίνουν τη δυνατότητα να ισχυριστούμε ότι μας βοηθούν να «εκφραστούμε».

Δύο «ράτσες» που εκ πρώτης όψεως συναγωνίζονται η μία την άλλη, σε παραξενιές, ιδιαιτερότητες, αδυναμίες, ελλείψεις, προτερήματα, ελαττώματα και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους. Η ένωση τους φυσικά δεν είναι κάτι καινούριο. Αντιθέτως μάλιστα, κρατά γερά από τον 19ο αιώνα και στη διάρκεια του εικοστού κατάφερε να δώσει ορισμένα εξαιρετικά «τέκνα», το έργο των οποίων δεν παύει να μας εκπλήσσει όσες φορές και αν δοκιμάσουμε να το μελετήσουμε. Οι καιροί όμως αλλάζουν. Η τεχνολογία, ο φωτογραφικός εξοπλισμός, το διαδίκτυο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τόσες άλλες κοσμογονικές αλλαγές, οδήγησαν και εξακολουθούν να οδηγούν τον «Έλληνα» και τον «φωτογράφο» σε νέες περιπέτειες, σε ακόμα πιο θολούς και ιλαροτραγικούς ορίζοντες. Νέες ράτσες γεννιούνται από καιρό εις καιρόν, παλιές ενδυναμώνονται εκ νέου, άλλες κινδυνεύουν με εξαφάνιση (όχι απαραίτητα κάτι κακό εδώ που τα λέμε). Στιγμές πριν ξεκινήσω να σκέφτομαι τί στο καλό θα πρωτοσυμπεριλάβω σε αυτό το κείμενο – χρονογράφημα, άρχισε να αχνοφαίνεται η δυσκολία του όλου εγχειρήματος. Αν θέλω να είμαι ειλικρινής στα γραπτά μου, όπως πάντα προσπαθώ, θα χρειαστεί να καταπιαστώ με όλα αυτά που έχω παρατηρήσει, εντοπίσει, ζήσει και πράξει εδώ και 27 φωτογραφικά χρόνια. Πάντα υπό καλές προθέσεις (αλλά ας μην παίρνω και όρκο), ανακινώντας καίρια προβλήματα και ζητήματα του συναφιού μας, επιχειρώντας τελικά και εγώ ο ίδιος να δω αν τελικά σώζεται η όλη κατάσταση ή ουσιαστικά μένουμε απαθείς να βλέπουμε την αγαπημένη μας ενασχόληση να αλλοιώνεται και να παραπαίει. Χρήσιμο «εργαλείο» σε όλο αυτό που σας καρτερεί να το διαβάσετε, θα είναι το χιούμορ και η σάτιρα. Πρόκειται βέβαια περί δόλιου τεχνάσματος μιας και κάτω από μια παχιά επικάλυψη αστεϊσμού θα υφέρπει κάτι πολύ πιο ζοφερό και δυσάρεστο. Η αλήθεια. Τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνομαι με τα δικά μου μάτια, τα δικά μου αυτιά, τα δικά μου «κάδρα».
Χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση λοιπόν, ξεκινώ το τιτάνιο έργο να παραθέσω και να καταγράψω, έστω και πολύ σύντομα και συνοπτικά, υπό τη μορφή λίστας και καταλόγου, τις ελληνικές «ράτσες» φωτογράφων. Είναι και πολλές τρομάρα τους. Μήπως πραγματικά κάποιες από αυτές δεν τις χρειαζόμαστε πια; Τί λέτε;



Υ.Γ.: Η ένδειξη «Τόμος Πρώτος» κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Υποψιάζομαι πως θα βρεθούν αρκετοί από εσάς που εύκολα θα εντοπίσουν ράτσες και υποκατηγορίες αυτών, μη καταχωρημένες στο παρόν κείμενο. Θα χαρώ πολύ να χρησιμοποιήσετε όποιον τρόπο επικοινωνίας επιθυμείτε, ώστε να βοηθήσουμε όλοι μαζί για τη δημιουργία ίσως και ενός δεύτερου τόμου στο εγγύς μέλλον. Δεν είναι πάντως διόλου απίθανο να αισθανθείτε πλήρεις ανάγνωσης, με τις 35 κύριες ράτσες που κατηγοριοποιούνται εδώ...



Υ.Γ. 2: Η σειρά είναι ουσιαστικά τυχαία, με μια αμυδρή αναγνωστική προτεραιότητα σε κάποιες πιο σημαντικές ή διαδεδομένες ράτσες. Όλα βέβαια είναι υποκειμενικά, οπότε διαβάστε τη λίστα και ανάποδα αν το επιθυμείτε.





1. Ο «οι mirrorless δεν με έχουν πείσει ακόμα»: Πρόκειται καθαρά πλέον για μία φράση βγαλμένη από το χρονοντούλαπο της φωτογραφικής Ιστορίας και ταιριάζει πολύ ωραία σε έτη όπως το 2010, για παράδειγμα. Παραδόξως, αυτή η ράτσα διατηρεί πολύ μεγάλο πληθυσμό ακόμα στην Ελλάδα και επιμένει τεχνηέντως να κλείνει τα αυτιά της όταν οι υπόλοιποι φωτογράφοι αρχίζουν να απαριθμούν τον καταιγισμό πλεονεκτημάτων που ήδη διαθέτουν οι mirrorless φωτογραφικές μηχανές. Έχοντας ήδη αντιληφθεί ότι τα επιχειρήματα περί ανωτερότητας στην αυτόματη εστίαση και στη διάρκεια της μπαταρίας δεν υφίστανται πλέον, καταφεύγουν στην θλιβερή εξιστόρηση των τεράστιων ποσών που έχουν εδώ και χρόνια δαπανήσει για να φτιάξουν ένα σύστημα φακών το οποίο δεν μπορεί τώρα «στα καλά καθούμενα» να χαραμιστεί. Με τον ίδιο πονηρό τρόπο κάνουν ότι δεν γνωρίζουν την ύπαρξη ενός «μαγικού» αντικειμένου που λέγεται «αντάπτορας». Κύρια υποκατηγορία αυτής της ράτσας, είναι ο φωτογράφος «μόνο Canon ή Nikon». Κάνουν πολύ παρέα με τον «φωτογράφο γάμου» και συχνά πάσχουν από αυχενικό ή διάφορες ορθοπεδικές παθήσεις σε χέρια, ώμους και πλάτη.



2. Ο φωτογράφος «social media»: Αυτή είναι μια σχετικά νέα ράτσα, τόσο στη χώρα μας όσο και στον υπόλοιπο πλανήτη. Εδώ όμως καταφέρνει και εξαπλώνεται συνήθως με πιο γοργούς ρυθμούς επειδή, όπως και να το κάνουμε, η ευκολία, η προχειρότητα και η άγνοια καραδοκούν σε κάθε μας διαδικτυακό βήμα. Προτείνω να μην αισθάνεστε έκπληκτοι ή προσβεβλημένοι κάθε φορά που βλέπετε αυτή τη ράτσα να συγκεντρώνει δεκαπλάσιο αριθμό από likes, καρδούλες και «μπράβο», αναρτώντας μια λήψη που μπορεί εύκολα να πραγματοποιηθεί από ένα παιδάκι πέντε ετών. Οι δικές σας λήψεις δεν θα τους φτάσουν ποτέ και είναι μάταιο να προσπαθείτε να τους μοιάσετε. Η πλαστή διαδικτυακή τους «φήμη» προϋποθέτει άπειρες χαραμισμένες ώρες μπροστά στο Facebook και στο Instagram, ανελέητο χαριεντισμό και καταιγισμό αλληλοκολακείας. Δεν είναι προτιμότερο να είστε εκεί έξω και να φωτογραφίζετε; Απλά αγνοήστε τους…



3. Ο «θα τα φτιάξω μετά στο Photoshop»: Εδώ, πλήρως συνειδητά, καταπιάνομαι με μια ράτσα, κεκαλυμμένα χαρακτηριστικά της οποίας συναντώ πολύ συχνά σε μαθητές μου. Άπαξ και ο Έλληνας φωτογράφος αντιληφθεί την πραγματική δύναμη και ευελιξία προγραμμάτων όπως το Photoshop, παρατηρήσεις και νουθεσίες σχετικά με τη σύνθεση, το καδράρισμα, την ποιότητα του φωτισμού και πολλά άλλα, εισέρχονται από το ένα του αυτί και εξέρχονται από το άλλο. Για να εντοπίσετε αυτή την, κρυμμένη καλά πολλές φορές, ράτσα, δεν έχετε παρά να την ακούσετε να επαναλαμβάνει άπειρες φορές τη λέξη «κροπάρω» κατά τη διάρκεια μιας λήψης. Εκ του αποτελέσματος, οι ματζέντα ουρανοί και τα ψυχεδελικά σκηνικά μαρτυρούν την συνήθη επιτυχία του «φτιαξίματος» στο Photoshop. Χωρίς βέβαια να παραλείψουμε και φωτογραφίες που καταλήγουν σχεδόν τετράγωνες, όχι από άποψη αλλά από αναγκαστικό κροπάρισμα σε όλα τα περιττά στοιχεία που από την αρχή δεν θα έπρεπε να έχουν συμπεριληφθεί.



4. Ο «φωτογραφίζω μόνο σε manual»: Εδώ θα είμαι απολύτως ειλικρινής. Εκπλήσσομαι που αυτή η ράτσα διατηρεί ακόμα τόσο ζωντανό πληθυσμό στη χώρα μας. Οι πιστοί οπαδοί του δόγματος «για να μάθεις Φωτογραφία πρέπει να δουλεύεις στο manual» έχουν τις ρίζες τους σε συμπαθείς ηλικιωμένους που αναπολούν την εποχή των πλήρως μηχανικών SLR. Αν βέβαια επιθυμούν την πραγματικά ουσιαστική εκμάθηση των θεμελιωδών αρχών αυτής της τέχνης, θα έπρεπε να ωθούν τους νέους συναδέλφους προς την αποκλειστική χρήση φιλμ και αναλογικών μηχανών, κάτι που φυσικά δεν το πράττουν μιας και τελευταία στιγμή θυμούνται τις ευκολίες της ψηφιακής τεχνολογίας. Ακούστε λοιπόν πως έχει το πράγμα (και αυτό είναι η ταπεινή μου γνώμη). Όλα αυτά που υποτίθεται έπρεπε να ελέγχουμε τότε που είμασταν υποχρεωμένοι να δουλεύουμε με manual ρυθμίσεις (ταχύτητες κλείστρου, διαφράγματα, έκθεση κ.λπ.) μπορούμε εξίσου καλά να τα χειριζόμαστε και στο «P» και αλλού. Ναι, δεν είναι ντροπή για έναν φωτογράφο να χρησιμοποιεί το «P». Η συγκεκριμένη ράτσα μπορεί να επιχειρηματολογήσει ως προς τη χρησιμότητα του «Μ» στις περιπτώσεις που δουλεύουμε σε στούντιο και εκεί θα συμφωνήσω απόλυτα. Για κάποιο περίεργο λόγο όμως, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτής της ράτσας, ούτε που ξέρει πώς είναι το εσωτερικό ενός φωτογραφικού στούντιο. Κύριο χαρακτηριστικό της; Το να χάνουν τουλάχιστον τις μισές ευκαιρίες για καλές λήψεις, προσπαθώντας να κάνουν ρυθμίσεις που μπορούν να επιτευχθούν πολύ πιο γρήγορα με άλλα προγράμματα. Ακολουθεί βέβαια και η ανάλογη απογοήτευση όταν βλέπουν τα ποσοστά επιτυχίας τους στην οθόνη του υπολογιστή (και όχι στην φωτεινή τράπεζα όπως θα όφειλαν).


5. Ο «καλλιτέχνης» φωτογράφος: Άλλη μια ράτσα που ενώ υπήρχε ανέκαθεν σε σημαντικούς αριθμούς, γνωρίζει εκ νέου άνθηση και ακμή. Από τη μια τα social media και από την άλλη το θαυματουργό «ό,τι δηλώσεις, είσαι» και ο «καλλιτέχνης» μας καταφέρνει να βρίσκεται μακριά από κάθε σκληρή ή εποικοδομητική κριτική, κυρίως επειδή έχει βρει τον τρόπο να «ερμηνεύει» τις κακές ή μέτριες λήψεις του κατά βούληση. Είναι σίγουρο πλέον ότι βρίσκει πρόθυμο κοινό για τις αμπελοφιλοσοφίες του και συνήθως μοιράζεται πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον «δάσκαλο Φωτογραφίας». Εκθέτει ό,τι θέλει και όπου θέλει, χωρίς σταματημό και χωρίς αιδώ. Δίνει πάρα πολύ μεγάλη βαρύτητα στην εμφάνιση του και πρέπει οπωσδήποτε να χρησιμοποιεί μια μικρή και ακριβή τσάντα ώμου. Προς θεού, ποτέ φωτογραφική τσάντα πλάτης! Το υπογένειο, τα επιτηδευμένα χρώματα της γκαρνταρόμπας του, τα λοιπά αξεσουάρ όπως τα καπέλα και τα κασκόλ, όσο και αν φαίνεται αστείο εν έτει 2020, εξακολουθούν να είναι «must». Έχει πάντα κρεμασμένη στο λαιμό του μια μηχανή που οφείλει να παραπέμπει σε ρετρό σχεδιασμό και φροντίζει να την ακουμπά με θεατρικό τρόπο επάνω στο τραπέζι όταν βγαίνει για καφέ. Ειδικά όταν στην παρέα υπάρχουν αιθέριες υπάρξεις που δεν γνωρίζουν ακόμα αυτή του την ιδιότητα. Σε μεγάλο βαθμό τα εισοδήματα του προέρχονται από τη θέση του στον δημόσιο τομέα και όχι από τη Φωτογραφία, μιας και ποτέ δεν πρόκειται να μπει στη διαδικασία να θέσει το έργο του υπό αντικειμενική κριτική. Εναλλακτικός τίτλος ράτσας: «ποιοτικός φωτογράφος». Για να το οπτικοποιήσετε πιο εύκολα, αναζητήστε το σύντομο βίντεο με τον αείμνηστο Σωτήρη Μουστάκα και το σκηνικό στο βιβλιοπωλείο, όπου ζητά να αγοράσει «τα άπαντα, γενικώς»...




6. Ο «full frame»: Μονολογεί διαρκώς «αν θέλεις ποιότητα, πρέπει αναγκαστικά να πας σε full frame» αγνοώντας προφανώς τόσο τα τεχνολογικά άλματα στα άλλα μεγέθη αισθητήρων, όσο και το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του υλικού που πλέον παράγει ένας φωτογράφος, χρησιμοποιείται μέσω θέασης σε οθόνες κινητών τηλεφώνων, tablets και υπολογιστών και ΟΧΙ για εκτυπωτική εργασία όπως παλιότερα. Το παρήγορο με αυτή τη ράτσα είναι το ότι κατάφερε, μετά από κάποια χρόνια, να αφήσει πίσω της την εμμονή για τα πολλά megapixels. Όχι ότι επικεντρώθηκε σε κάτι πιο δημιουργικό αλλά τέλοσπαντων κάτι είναι και αυτό. Κάνει επικίνδυνα συχνά παρέα με τη ράτσα των «pixel peepers», τους «φωτογράφους γάμου», τους «μόνο prime» και φυσικά τη ράτσα που βρίσκεται στον αριθμό ένα της λίστας. Ευελπιστώ πως κάποια στιγμή θα μάθουν να ελέγχουν δημιουργικά το βάθος πεδίου, ασχέτως μεγέθους αισθητήρα...

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά: Ένα ιστορικό μουσικό ταξίδι


Από το αφιέρωμα στο ρεμπέτικο τραγούδι του «Άλλου Τόπου Επικοινωνίας & Πολιτισμού», που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 5 Μαΐου 2017, στο Πολιτιστικό Πολύκεντρο του Δήμου Ηρακλείου Αττικής «Ηλέκτρα Αποστόλου».

«Όλους τους ρεμπέτες του ντουνιά», πρωτοπόρους και συνεχιστές, επιφανείς και αφανείς, νησιώτες, στεριανούς και μετανάστες ήρθε να θυμίσει και να τιμήσει ο «Άλλος Τόπος Επικοινωνίας και Πολιτισμού» μέσα από το αφιέρωμα που διοργάνωσε την Παρασκευή 5 Μαΐου 2017, στο Πολιτιστικό Πολύκεντρο του Δήμου Ηρακλείου Αττικής «Ηλέκτρα Αποστόλου.

Για την υλοποίηση της μουσικής και συνάμα ιστορικής αυτής αναδρομής, «συμπεθεριάσανε» διαφορετικές γενιές καθώς το ρεμπέτικο τραγούδι εξακολουθεί να γοητεύει διαφορετικές ηλικίες ανθρώπων. Έτσι, πλάι στη νεανική κομπανία το «Συμπεθεριό», βρέθηκαν μέλη του συλλόγου, λάτρεις του ρεμπέτικου που ανέλαβαν να ξετυλίξουν την ιστορία του.

Μέσα από τη δομή μιας μουσικής παράστασης με κείμενα, αφήγηση, βίντεο και φυσικά πολύ τραγούδι, ανιχνεύτηκε όλη η διαδρομή του τραγουδιού από τις απαρχές έως και τη φθορά του. Μέσα από ένα τέτοιο μακροχρόνιο ιστορικό μουσικό ταξίδι, δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι αναφορές στις τάσεις της ρεμπέτικης ζωής, στα βασικά μουσικά ρεύματα που καθόρισαν το ύφος, στα πρόσωπα που πρωτοστάτησαν και έγραψαν αθάνατα τραγούδια που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν από απλούς ανθρώπους και σε εκείνες τις προσωπικότητες του ελληνικού πνεύματος, που στήριξαν ένα μουσικό είδος που γνώρισε εποχές παραγκωνισμού και διώξεων.

Ένα μουσικό είδος που τραγούδησε για την ελεύθερη ζωή, τον έρωτα και την απιστία, τον πόνο, τη δυστυχία, την αρρώστια, τη ξενιτιά και τη φυγή, για την χαρά, τη ζωή και το θάνατο, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα με τον πιο «ρεπορταζιακό τρόπο» γεγονότα της εποχής του.

Για την ιστορική μουσική αναδρομή στο ρεμπέτικο που εξακολουθεί να τραγουδιέται από νέους ανθρώπους, να προκαλεί, να συγκινεί και να διασκεδάζει μεγάλα τμήματα του λαού μας συνεργάστηκαν: Παναγιώτης Πλούμης (κείμενα), Ελένη Γλαρέντζου (επιμέλεια βίντεο) και Ροδόλφος Σταματίου (σκηνοθετική επιμέλεια). Έπαιξε η μουσική κομπανία το «Συμπεθεριό» που αποτελείται από τους: Γιώργο Αντώνη τραγούδι - κρουστά, Στέλιο Χρυσανθόπουλο βιολί - μπουζούκι, Μιχάλη Χρήστου μπουζούκι - μπαγλαμάς, Αποστόλη Σταθόπουλο κιθάρα. Συμμετείχε η Ευγενία Μπουλούζου τραγούδι - κρουστά.











































Για να συνεχίσετε την προβολή του αφιερώματος στο "διαβάστε περισσότερα"

Το γκράφιτι της οδού Πύθωνος, της Ελένης Γλαρέντζου



Ένας μικρός κι ασήμαντος δρόμος ήταν η οδός Πύθωνος, στην καρδιά της πολύβουης και πολύχρωμης πόλης. Βιαστικά κι αδιάφορα τον προσπερνούσαν οι διαβάτες, δεν είχε δα και κάτι σπουδαίο για να τους κρατήσει.

Κι ύστερα ήρθαν οι δίσεκτοι χρόνοι. Με τη βία χώρισαν τα σπλάχνα αυτής της πόλης σε δυο κομμάτια. Οι άνθρωποι τώρα μετρούσαν τις πληγές της κι αντί για χαρές βλέπαν το  δάκρυ και το αίμα να κυλά και τον πόνο να ρίχνεται σαν πέπλο ομίχλης πάνω στις σκέψεις των ανθρώπων.
Σ΄ αυτούς τους δύσκολους καιρούς η τύχη θέλησε γι’ αυτό το σκοτεινό και στενό  δρομάκι έναν ρόλο άχαρο και δύσκολο. Έγινε το σύνορο που κανείς δεν έπρεπε να πατήσει, ένα σημείο μηδέν, που ύψωνε αόρατο τοίχος για τους ανθρώπους που ζούσαν στις δυο μεριές της τεμαχισμένης πλέον πόλης. Και νεκρή τ΄ ονόμασαν ζώνη, λες κι οι άνθρωποι μπορούν να ξεχάσουν ότι το μίσος, η διχόνοια κι ο πόλεμος μόνο ερείπια, αποκαΐδια και θάνατο σκορπούν στο πέρασμά τους.


Όμως οι μνήμες, τ΄ όνειρο και η ελπίδα παρέμειναν ζωντανά στις καρδιές κάποιων ανθρώπων ρομαντικών, ονειροπόλων, κάποιων που κρατούν άσβεστη τη φλόγα για μια όμορφη, πολύχρωμη, χαρούμενη κι ειρηνική ζωή.
Κι έτσι βρέθηκαν η Ανδρούλα, η Μαριώ, η Μόρφω, ο Πανίκος, ο Δώρος, ο Γιάννος, η Arzu, η Ayşe, η Bahar, ο Ahmet ο Emin, ο Halil κι ένωσαν τα χέρια και τις καρδιές τους. Με τα πινέλα και τα χρώματά τους  έδωσαν ζωή στ΄ όνειρο φωτίζοντας το σκοτεινό κι άχαρο δρομάκι.
Κι εγώ αυτή την εικόνα θέλησα να κρατήσω στη μνήμη, να μου υπενθυμίζει πως η ζωή είναι δύσκολη θέλει κόπο και μόχθο καθημερινό για να τη ζούμε, είναι όμως συνάμα και γεμάτη πολύχρωμα μπαλόνια, μουσικές, χαμόγελα κι ανθρώπους που ζουν αδελφωμένοι κάτω απ΄ τον ίδιο ουρανό.








Λευκωσία 1η του Μάρτη 2020
Ελένη Γλαρέντζου