Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Μια ασήμαντη ιστορία αντίστασης, του Λάζαρου Μπελίτση

 Σεπτέμβρης 1968: 

Μετά από την οπερετική αντίδραση στους συνταγματάρχες που τον πρόλαβαν στο πραξικόπημα της κατάλυσης της Δημοκρατίας και την «από χωρίον εις χωρίον» περιπλάνηση ο Βασιλεύς με όλο του το σόι έχει εγκαταλείψει τη χώρα.


Νέο πολίτευμα. Δημοκρατία Δικτατορική, Ελληνική πατέντα. Α, όλα κι όλα. Οι τύποι. θα τηρηθούν. Ο Λαός θα εγκρίνει το νέο Σύνταγμα. Δημοψήφισμα Ναι ή Όχι. 

Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν γνωστό από την ημέρα που προκηρύχτηκε και δεν μπορούσε να είναι άλλο εκτός από ΝΑΙ. Και μάλιστα με συντριπτική πλειοψηφία. Αυτό το γνωρίζαμε. Και ότι τα ψηφοδέλτια του ΟΧΙ, όπου μπορούσαν να βρεθούν, γιατί στα εκλογικά τμήματα της επαρχίας ή δεν υπήρχαν καθόλου ή υπήρχαν λίγα τυλιγμένα με λαστιχάκι, ενώ έλειπαν τελείως τα παραβάν. Στα δε μεγάλα αστικά κέντρα ή είχαν «τελειώσει και δεν μας έφεραν άλλα» ή υπήρχαν λίγα ακόμη δίπλα στην κάλπη, θα βαπτίζονταν -όπως οι καλόγεροι του Ροΐδη έκαναν το κρέας ψάρι- σε ΝΑΙ. 



Κρατώ ακόμα σαν ενθύμιο - απόδειξη έναν φάκελο σφραγισμένο από την εφορευτική επιτροπή και υπογεγραμμένο από τον δικαστικό αντιπρόσωπο (για να είναι ακόμη πιο σίγουροι για την «γνησία έκφραση του Ελληνικού Λαού» και μη τυχόν και υπάρξει κανένα παρατράγουδο από κανέναν αμετανόητο ως δικαστικοί αντιπρόσωποι ορίστηκαν δημόσιοι υπάλληλοι -να τους έχουμε του χεριού μας- και όχι δικηγόροι, όπως πάντοτε σε κάθε εκλογή συνέβαινε) με ένα ψηφοδέλτιο του ΟΧΙ που μαζί με άλλους κλειστούς φακέλους -δεν είχαν κάνει τον κόπο ούτε να τους ανοίξουν- βρήκα την άλλη μέρα το πρωί στον κάδο του σχολείου - εκλογικού τμήματος της γειτονιάς μου. και τους έδωσα εκεί που έπρεπε.

Η μητέρα του φίλου Γιώργου, συμβολαιογράφου στη Θεσσαλονίκη, ζούσε και ψήφιζε σ’ ένα χωριό στην επαρχία των Γιαννιτσών. Εβδομήντα τόσων χρόνων, αγράμματη αλλά μυαλό ξυράφι. Σε πουλούσε και σ’ αγόραζε. Την ημέρα, Κυριακή, λοιπόν του δημοψηφίσματος το πρωί, ο φίλος μου ο Γιώργος, αφού ,έριξε το ΟΧΙ του, υπήρχαν λίγα στο τραπέζι μπροστά από τον «δικαστικό αντιπρόσωπο», πήρε από τον σάκο όπου πέταγαν τα ψηφοδέλτια, που ήταν σκόπιμα γεμάτος με ΟΧΙ, όσα ΟΧΙ βρήκε. Τα βαλε στην τσέπη του, βγήκε και δρόμο για το χωριό όπου τον περίμενε η γιαγιά Κωνσταντίνα η μάννα του. Είχαν από χθες συνεννοηθεί. Παίρνει λοιπόν η καλή σου το ΟΧΙ που έφερε ο γιος της, το διπλώνει στο μανίκι της και νασου μπροστά στον «δικαστικό».

-Καλώς την γιαγιά Κωνσταντίνα, την χαιρετά ο Γραμματικός (Γραμματέας της Κοινότητας), κέρβερος δίπλα στον δικαστικό για να κάνει την καταγραφή, το χαφιεδιλίκι δηλαδή: Ποιοι ήρθαν, πόσοι, μη μας ξεφύγει κανείς.

-Κι εσύ εδώ κυρ Νίκο; Τι κανς, απαντά με δηλητηριώδη αφέλεια.

-Να, βοηθώ τον δικαστικό. Ήρθες να ψηφίσεις την Επανάσταση ε; και της δίνει ένα ψηφοδέλτιο με το ΝΑΙ. 

-Τι να κάνω; Αφού έτσι μας είπαν. Αλλά γιατί μου δινς ένα; Εμένα δυο μου παν να πάρω.

-Ε, καλά κυρα - Κωνσταντίνα. Πάρε ακόμα ένα. Και της δίνει ακόμα ένα ΝΑΙ. 

Αγράμματη είναι -το ήξερε αυτό ο κυρ Νίκος-.Πάει η κυρά Κωνσταντίνα στο παραβάν, δηλαδή εκεί που έπρεπε να υπάρχει και με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση -είχε εξασκηθεί-βγάζει από το μανίκι το ΟΧΙ, το βάζει στον φάκελο, πετάει το ένα ΝΑΙ και κρατώντας το άλλο ΝΑΙ στο χέρι πάει και ρίχνει τον φάκελο στην κάλπη και: 

-Αυτό το άλλο τι να το κάνω;

-Ρίχτω στο καλάθι με τα σκουπίδια. 

-Δίκιο εχς πδμου. Κάθε πράμα στη θέση του.

Ακόμα ψάχνει ο κυρ Νίκος και οι Αρχές ποιος τους ξέφυγε και μαγάρισε με ένα ΟΧΙ τη «θέληση του Λαού».





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Περιμένουμε τα σχόλιά σας!