Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Ο μπάρμπα - Μήτρος, ο Τηλέμαχος κι ο Δημητράκης κι ο κορωνοϊός…, του Άγγελου Γαλάνη



Ο μπάρμπα - Μήτρος, ο Τηλέμαχος κι ο Δημητράκης (παππούς, γιος κι εγγονός)

κι ο κορωνοϊός…



Άξιος μουλαράς ο μπάρμπα-Μήτρος και καλή καρδιά, σ’ αυτό είχε τα πρωτεία.

Κάθε πρωί, μεσημέρι ή βράδυ, ανάλογα με τ’ αγώι του θα ‘πιανε τα πέντε μουλάρια του, θα τους τάιζε το μαύλισμα, έτσι το ‘λεγαν στα μέρη τους, που ήταν για να τα καλοπιάσεις, να ‘ρθουν κοντά σου μ’ ένα κέρασμα.

Ύστερα θα τα χάιδευε στο κεφάλι ο μπάρμπα-Μήτρος τα μουλάρια του, σαν ίσος προς ίσον κι εκείνα θ’ ανταπόδιδαν το χάδι μ’ ένα βλέμμα υγρό και μια μικρή υπόκλιση, ανασηκώνοντας το μπροστινό τους πόδι και χτυπώντας ζωηρά το χώμα. Μ’ αυτή τους την κίνηση δήλωναν ένα προς ένα πως είναι έτοιμα για τ’ αγώι.

Ύστερα έπαιρνε ένα-ένα τα σαμάρια τους, με απαλές μα σίγουρες κινήσεις. Δεν ήθελε ούτε να τα σκιάξει ούτε να τα πονέσει, ήταν η ζωή του η ίδια τούτα τα πέντε μουλάρια.

Έριχνε λοιπόν τα σαμάρια στην πλάτη των μουλαριών, πέρναε τις λαιμαριές, τα πίσω λουριά και τις ίγκλες, που τις έδενε σταθερά στην κοιλιά τους και καθώς τέλειωνε τούτη την τελευταία πράξη της τελετουργίας του σαμαρώματος έδινε μια με την παλάμη στα καπούλια του κάθε μουλαριού.

Κι ήταν τούτο το χτύπημα χάδι να πεις κι ήταν των αδυνάτων αδύνατο να παραληφθεί, θα ‘ταν η παράληψη κάτι σαν απαξίωση και δεν το ‘θελε ούτε κείνος ούτε τα μουλάρια του. Στην ώρα έβγαινε κι η πρώτη του κουβέντα, καθώς ελευθερώνονταν τα χέρια του για να βγάλει με το ‘να το στριφτό απ’ το στόμα του και με τ’ άλλο να χτυπήσει με την παλάμη του τα καπούλια του ζωντανού.

Χάιντε Γκιούλα μου… χάιντε Γκέσσα μου… χάιντε Κανούτη και Λούκα κι Ασπρή… και τα μουλάρια ανταποκρίνονταν με μια γκριμάτσα αποδοχής κι έναν ήχο παράξενο που ‘βγαινε απ’ το ορθάνοιχτο στόμα τους, που δεν ήταν ούτε χλιμίντρισμα ούτε γκάρισμα καθώς ούτε τ’ αλογομούλαρα συνήθιζαν να χλιμιντρούν κι ούτε τα γαϊδαρομούλαρα να γκαρίζουν. Μουλάρια καθώς ήσουνταν, ήταν ράτσα ανάμεικτη κι ουσιαστικά χωρίς φύλλο, ούτε γαϊδούρια ούτε άλογα κι ούτε θηλυκά ούτε σερνικά, καθώς γεννημένα απ’ τις διασταυρώσεις των αλόγων και των γαϊδάρων.

Το σμίξιμο της φοράδας με γάιδαρο θα γεννούσε αλογομούλαρο, που ‘ταν ντελικάτο αλλά σβέλτο για μουλάρι και το σμίξιμο της γαϊδούρας με άλογο θα γεννούσε γαϊδαρομούλαρο, που ‘ταν ο ήρωας των βουνών καθώς σήκωνε αγόγγυστα κάθε βάρος και φορτιό. Μόνο που ήθελε υπομονή, γιατί ήταν ζώο με πείσμα κι εκεί φαινόταν η καλή ψυχή του αγωγιάτη κι ο μπάρμπα-Μήτρος διέθετε περίσσευμα από δαύτη.

Ποτέ δε θα τον άκουγες να μαλώσει τα ζώα του, ποτέ δε θα σήκωνε το καμουτσί του να τα δείρει.

Κι έλεαν οι χωριανοί, τι στο καλό του το κρατάει τούτο το πράμα στο χέρι του…

Κι όταν το σήκωνε προς τα μουλάρι, σφύριζε στον αέρα σα σηκωνόταν κι ύστερα καθώς έπεφτε επιβραδύνονταν παράδοξα η πορεία του, λες και μια μαγική δύναμη το συγκρατούσε κι έπεφτε απαλά-απαλά σα χάδι στα καπούλια ή στα μεριά του ζώου κι εκείνο αναρριγούσε κι ανταποκρίνονταν στην οδηγία του μυστικού τους κώδικα.

Και ποτέ καμουτσκιές στο κεφάλι ούτε γι’ αστείο, ήταν ντροπή και για το μπάρμπα-Μήτρο και για τα μουλάρια του.

Όσο να πεις για τον αέρα γύρω απ’ τα μουλάρια τον είχε περιποιημένο για τα καλά, μα κείνος σαν τον έδερνε μόνο που σφύριζε κι ήταν θαρρείς αυτός ο κώδικας για να συνεννοείται με τα μουλάρια του.

Ξέραν τα μουλάρια τον κάθε δρόμο στις διαδρομές τους μα θέλαν και τις οδηγίες του για πλειότερη ασφάλεια.

Κινούσαν λοιπόν καθημερνά τ’ αγώι τους κι οι έξι μαζί, κείνος πανωσάμαρα στη Γκιούλα του, που τύφλα να ‘χαν τα καλύτερα άλογα του χωριού μπροστά της στο περπάτημα.

Τα ‘βαζε όλα κάτω σερνικά άλογα και φοράδες, ακόμα και στον τριποδισμό και στον καλπασμό πρώτη και καλύτερη κι ας φαινόταν λίγο άχαρη λόγω μεγέθους.

Με τα θηλυκά γνωρίσματα του φύλλου την είχε προικίσει η φύση μα ήταν άξια σε όλα η Γκιούλα και στο δρόμο και στην αντοχή στο φορτιό.

Κρίμα μωρέ έλεγε ο μπάρμπα-Μήτρος που δε γίνεται να κάνεις παιδιά θα ‘βγανες την καλύτερη ράτσα, άδικη που ‘ναι η φύση…

Κείνος λοιπόν πανωσάμαρα στη Γκιούλα σα δεν είχε φορτιό και τα υπόλοιπα μουλάρια δεμένα το ένα πίσω απ’ το άλλο απ’ τα καπίστρια τους ν’ ακολουθούν, κάτι σα γρι-γρι στα μονοπάτια των βουνών είχε περιγράψει τούτη την εικόνα ένας νησιώτης απ’ τη Σάμο που ‘χε ξεπέσει σε τούτα τα μέρη.

Διέσχιζε ο μπάρμπα-Μήτρος τη μεγάλη κατηφορική στροφή, δίπλα απ’ το σπίτι του και μπρος απ’ τον γυναικωνίτη και την πίσω πόρτα της εκκλησιάς του Αι-Δημήτρη κι έκανε το σταυρό του με μια ελαφριά υπόκλιση.

Έπαιρνε θαρρείς την ευχή του Αγίου με μια λοξή ματιά εκείνου απ’ τη μια μεριά και του Αγίου απ’ την άλλη μέσα απ’ την εικόνα της πρόσοψης της εκκλησιάς που δέσποζε πάνω απ’ τη μεγάλη σκάλα της εισόδου, πριν καταπιεί την εικόνα η μεγάλη στροφή.

Ύστερα κατηφόριζε το γνωστό δρόμο της βιοπάλης του κι έτσι καμαρωτός πέρναγε με τούτη την καλόκεφη σαρανταποδαρούσα του, που τραγουδούσε στο διάβα της με τα διπλοκύπρια των μουλαριών τους καημούς του, μπρος απ’ τους καφενέδες της πλατείας και κέρναγε τις καλημέρες και τις καλησπέρες του ή τις καληνύχτες δεξιά κι αριστερά.

Και τους χαιρετούσε όλους ο μπάρμπα-Μήτρος, δεν είχε εκπτώσεις σε τούτη την ιεροτελεστία, ήταν δεν ήταν κουρασμένος και βιαστικός, πάντα θα ‘βρισκε το χρόνο.

Σαν έφτανε στην άκρη του χωριού και προσπέρναγε και το μαχαλά της ράχης με τα τελευταία του σπίτια, έβλεπες ένα-ένα τα μουλάρια να κοντοστέκονται ανασηκώνοντας με δύναμη το κεφάλι τους για να ειδοποιήσουν το προπορευόμενο κι ήταν μια στάση για να κάμουν την ανάγκη τους εκεί που σταμάτησε το πρώτο και γινόταν μια λιμνούλα ολόκληρη στο μονοπάτι μέχρι να τη ρουφήξει το χώμα.

Κι ύστερα ξεκινούσαν πάλι ελαφρωμένα προς το καθήκον τους, όπως τους είχε οριστεί κάθε φορά.

Κι ήταν φορτωμένο πολύ τούτο το καθήκον για τον μπάρμπα-Μήτρο
.

Άξια γυναίκα η κυρά Θανάσω ή Μήτραινα, όπως τη φώναζαν απ’ την ώρα που

παντρεύτηκαν, επτά παιδιά γέννησε και της ζήσαν και τα εφτά.

Όμως τα έξι ήταν κορίτσια κι ένα μονάχα το μονάκριβο τ’ αγόρι της κι ο καημός της περίσσευμα.

Όσα γιατροσόφια κι αν της κουβάλησε ο μπάρμπα-Μήτρος με τ’ αγώγια του δεν άλλαξαν τη μοίρα κι ούτε οι οδηγίες να πίνει νερό από πέντε πηγές πριν πλαγιάσει στο κρεβάτι δεν έφερναν το ποθούμενο.

Το ένα θηλυκό πίσω απ’ τ’ άλλο η Μήτραινα κι όλα κατάγερα, ζωή να ‘χουν που ‘λεγε κι η ίδια για να μη χάνει την ελπίδα της και δώστου τάματα στον Άγιο.

Ώσπου τέλος βαρέθηκε φαίνεται κι ο Άγιος τα παρακάλια και ενέδωσε και στην τέταρτη γκαστριά να τος κι ο κανακάρης της.

Μόνο να! δε μπόρεσε να του δώσει τ’ όνομά του αφού το ‘χει ο αφέντης της τ’ όνομα του Αγίου κι ούτε και τον άλλο της ποταμιάς, τον Άγιο τον Αθανάσιο, μεγάλη η χάρη του, δεν μπορούσε να τιμήσει γιατί είχε εκείνη τ’ όνομά του κι έτσι βγήκε Τηλέμαχος ο μονάκριβός της, κατά τη θέληση του νονού.

Ακολούθησαν κι άλλα τρία παιδιά μα η τύχη μια φορά χτυπάει την πόρτα σου μουρμούριζε καθώς τα ‘λουζε και τα περιποιόταν όλα της τα παιδιά κάθε Σάββατο απόγευμα η κυρά-Μήτραινα.

Καμάρι τα ‘χαν κι οι δυο τους όλα τα κορίτσια και τον μακάριζαν κι οι συγγενείς του τον μπάρμπα-Μήτρο. Εσύ με τόσα κορίτσια θα πιεις κι ένα ποτήρι νερό στα γεράματα, αλί από μας με τ’ αγόρια…

Έξι νυφούλες στη σειρά και δεν τους έλειπε τίποτα κι ανάμεσά τους κι ο κανακάρης τους, δόξα τον Άγιο κι η χάρη του μεγάλη, που τον είχαν και πλάτη στο σπίτι τους.

Κι έπρεπε ο μπάρμπα-Μήτρος να φροντίσει από τώρα τις προίκες τους, δεν καταδεχόταν η περηφάνια του να παντρέψει τις τσούπρες τους ξεβράκωτες.

Βάλθηκε να οργώσει με τα μουλάρια του όλα τα μονοπάτια που οδηγούσαν στα κεφαλοχώρια και πίσω, στα καμποχώρια και στα ορεινά και στις στάνες και στα χειμαδιά. Μάζευε τις παραγγελιές του και κινούσε για τις προμήθειες απ’ την πόλη ή τα καμποχώρια κι ύστερα έφτανε ως και το πιο απόμακρο χωριό για τις διανομές κι από κει έπαιρνε μαλλιά και τυριά και βούτυρα και τομάρια για να τα πάει στους εμπόρους της πόλης.

Όλα τα χωριά της Πίνδου και των Χασίων ακόμα και του Ολύμπου ήταν στα δρομολόγιά του, δεν αρνήθηκε ποτέ του αγώι ούτε με κρύο, ούτε με ζέστη, ούτε με βροχές και χιόνια. Και ποτέ δε θα ‘βλεπες τα μουλάρια του χωρίς φορτιό, κανόνιζε με σοφία τα δρομολόγια ώστε ποτέ να μη γυρνοβολά δίχως αγώι.

Όταν ήταν να πάει προς την πόλη κίναγε νωρίς το απόγευμα, ξεπέζευε με το σούρουπο στην άκρη του δάσους, ταχτοποιούσε τα μουλάρια του στη βοσκή κι εκείνος έπιανε το τσεκούρι του να κόψει πέντε φορτώματα ξύλα.

Όλα τα μουλάρια θα ‘φταναν το πρωί στην πόλη φορτωμένα με ξύλα για τον ξυλόφουρνο που ‘χε πάγια συμφωνία να τον προμηθεύει με ξύλα.

Κι εκείνος με τα πόδια στην διαδρομή, δεν υπήρχε η πολυτέλεια να πάει καβάλα στο μουλάρι, τα στόματα που περίμεναν στο κονάκι του ήταν πολλά κι οι ανάγκες μεγάλες.

Αν πάλι τ’ αγώι ήταν ανάποδο και πήγαινε πράγματα στον κάμπο, όταν γύρναγε στο χωριό εκτός απ’ τις παραγγελιές για τους χωριανούς θα έφερνε προμήθειες για το σπίτι κι αν υπήρχε χώρος στα μουλάρια του, το καλοκαίρι θα φόρτωνε καρπούζια και πεπόνια που έλειπαν απ’ το χωριό, το φθινόπωρο πορτοκάλια και το χειμώνα μήλα. Όσο να πεις όλο και κάποιος θα χρειαζόταν να τ’ αγοράσει στο χωριό κι δεν πουλιόντουσαν πάλι δεν πείραζε, υπήρχαν στόματα να τα φάνε.

Κάθε τόσο πέρναγε κι απ’ τα καπνοχώρια του κάμπου της Ελασσόνας και φόρτωνε κι ένα μουλάρι με δέματα καπνού.

Κάπνιζε ο μπάρμπα-Μήτρος σα μπουχαρής, πάντα τον έβλεπες μ’ ένα στριφτό στο στόμα του ή με την τσιμπούκα του να ξεφυσάει σα τσιμινιέρα.

Να πάνε τα φαρμάκια κάτω απολογιόταν σαν τον παρατηρούσε κανείς για τούτη την κατάχρηση και δώστου κατάπινε το φαρμάκι ο ίδιος.

Τούτο ήταν το μοναδικό του το χούι και κουσούρι και τούτο ήταν που τον ξεπάστρεψε στο τέλος.

Έξι ολόκληρους μήνους κράτησε ο βήχας κι έβγαλε τα σκότια του απ’ το στόμα του ο έρμος κι έλειωσε όλο εκείνο το πελώριο κορμί.

Έφυγε ο μπάρμπα-Μήτρος μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα, νέος κοντά σαράντα χρονώ κι άφησε πίσω του έξι κορίτσια ανύπαντρα και στο πόδι του τον κανακάρη του τον Τηλέμαχο κι επιπλέον τα δυο ψυχοπαίδια του αδερφού του που χάθηκε κι αυτός νεότερος μαζί με τη γυναίκα του.

Δέκα νοματαίοι χωρίς τον κύρη τους.

Ανασκουμπώθηκε ο γιος του ο Τηλέμαχος κι αφού τον είχε προικίσει η φύση με μυαλό και σώμα γεροδεμένο και σβέλτο έγινε μάστορας καλός κι απ’ τους πρώτους του χωριού κι όχι μόνο.

Οι αδελφάδες του κι η κυρά Μήτραινα, σε ρόλο τώρα διπλό πατέρα και μάνας, ανάλαβαν τις δουλειές του σπιτιού και του κοπαδιού των αγελάδων που αγοράστηκαν με τα λεφτά των μουλαριών σαν τα πούλησαν.

Έπιασε κι εκείνος το ματσακόνι, το μυστρί, το πριόνι, το σκεπάρνι και τ’ αλφάδι, έκανε συνεταιρισμό με τον Κίτσο το φίλο του και μέλλοντα γαμπρό στην αδερφή του και πήραν να παλεύουν με τα σπίτια.

Είχε περάσει κι ο πόλεμος κι αδερφοφαγωμάρα που ‘χε ρημάξει τα σπίτια, μεγάλωναν ξανά κι οι φαμίλιες τώρα με την ειρήνη, δουλειά υπήρχε όσο να πεις.

Γρήγορα απλώθηκε κι η φήμη τους πέρα απ’ το χωριό καθώς βόηθησαν κι γνωριμίες του σχωρεμένου.

Πάντρεψε τις αδερφάδες και τα ξαδέρφια του, παντρεύτηκε κι ο ίδιος την κυρά Λενιώ.

Κι η μοίρα των γονιών από κοντά κι αυτή. Δεν ήξεραν ετούτοι από κληρονομικότητα και τέτοια ψιλά γράμματα, μοίρα και ριζικό το ‘λεγαν κι έμαθαν να υποτάσσονται…

Το πρώτο παιδί κορίτσι, το δεύτερο κορίτσι, το τρίτο κορίτσι κι αυτό.

Το τέταρτο με φουντωμένες τις ελπίδες τους απ’ το ριζικό και τη μοίρα κι απ’ τα τάματα στον Άγιο κι αφού η μοίρα τους αποφάσισε να μην παρεκκλίνει απ’ τον εαυτό της, γεννήθηκε αγόρι.

Ακολούθησε κι άλλη μια κόρη μετά τη λαχτάρα που πήραν απ’ τον κανακάρη τους.

Αλλά πρώτα να πάρει τ’ όνομά του ο κανακάρης…

Και τ’ όνομα αυτού Δημήτριος, ούτε συζήτηση, πρώτα το τάμα στον Άγιο κι ύστερα η μνήμη του παππού.

Κι ήταν η λαχτάρα που πέρασαν κι οι δυο τους μεγάλη όταν ο μικρός Δημητράκης, δυο χρονώ παιδαρέλι θα ‘ταν δε θα ‘ταν, παίζοντας μπροστά στη στόφα έπεσε με τις παλάμες πάνω στο καυτό μαντέμι και τσουρούφλισε τις παλάμες μα και το πρόσωπό του στη συνέχεια.

Ως στην Αθήνα έφτασαν για να εξαλείψουν τα σημάδια απ’ το πρόσωπο του παιδιού κι ευτυχώς όλα πήγαν καλά και τα σημάδια έφυγαν μα η λαχτάρα δεν τους άφησε ποτέ κι απ’ αυτόν τον καημό γεννήθηκε και το στερνοπούλι τους, μπας και βγει ένα αγόρι ακόμα για την κακιά την ώρα.

Μα είπαμε γι’ αυτά αποφασίζει η μοίρα κι αυτοί δεν είχαν παρά να υπακούσουν.

Κι η κυρά Λενιώ μ’ ένα αχ η ζωή της όλη, μεγάλη η φαμελιά, πολλές κι οι απαιτήσεις.

Κι αναζητώντας καλύτερη τύχη ξενιτεύτηκαν στην πόλη για να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να ξεφύγουν απ’ την τυράγνια, όπως έλεγε η κυρά Λενιώ.

Και δεν άφησε δουλειά να μην την κάνει για να πετύχουν το στόχο τους. Πέντε παιδιά κι όλα τους σπουδαγμένα, δεν ήταν και λίγο αυτό που κατάφεραν.

Κι ήρθε τώρα αυτός ο κερατάς ο κορωνοιός, σερνικός κι αυτός, να υψώσει το μπόι του μπρος σε τούτες τις ρίζες…



Άγγελος Γαλάνης
Μάρτης 2020


Υποσημειώσεις:

1.τα ονόματα δεν έχουν σχέση με υπαρκτά πρόσωπα

2. το αφήγημα γράφτηκε με αφορμή ένα περιστατικό
μόλυνσης από κορωνοϊό