Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Οδυσσέας Ελύτης: Πόλεμος, κατοχή, αντίσταση- τραγικό και ιστορία, του Σπύρου Κουτρούλη


 Οδυσσέας Ελύτης: Πόλεμος, κατοχή, αντίσταση-  τραγικό και ιστορία*

                                                                   Α΄
                                                          
Το παράδειγμα του πολίτη-οπλίτη, του στρατευμένου  στοχαστή που υπερασπίζεται την πατρίδα στην πρώτη γραμμή, το οποίο  στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ενσαρκώθηκε από τον Σωκράτη, τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή, ξαναζεί στη ζωή και το έργο του Οδυσσέα Ελύτη.
Η ένοπλη  υπεράσπιση της πατρίδας υπήρξε ένα γεγονός που καθόρισε το έργο του Αισχύλου. Στην τραγωδία του «Πέρσες»  διακρίνουμε το πως η βιωμένη  και διόλου θεωρητική συμμετοχή στον πόλεμο μεταπλάσσεται σε πνευματικό έργο, σε τραγωδία όπου ο εχθρός δεν ζωγραφίζεται μόνο  με σκοτεινά και ζοφερά χρώματα, αλλά αναδεικνύονται τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του, ώστε το συμπέρασμα του έρχεται με τρόπο λογικό: Η Ύβρις είναι αυτή που οδήγησε τους Πέρσες στην καταστροφή.
Ο Οδυσσέας Ελύτης  είναι μια αντίστοιχη περίπτωση. Κατ’ αρχήν έζησε τον πόλεμο από την πρώτη γραμμή και όχι από την ασφάλεια ενός γραφείου. Οι εμπειρίες του οδυνηρές καθόρισαν τον χαρακτήρα που έλαβε ο ίδιος, το έργο του αλλά και έδωσαν το ύφος της προσωπικής του φιλοσοφίας. Περιέχονται στο «Χρονικό μιας Δεκαετίας» (Ανοιχτά Χαρτιά, εκδόσεις Ίκαρος,  Αθήνα 1987)  στο «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»(Ίκαρος, Αθήνα 1990), στο «Άξιο Εστί» (Ίκαρος, 1989) αλλά και σε μεμονωμένα ποιήματα όπως «Γιώργος Σαραντάρης» που περιέχονται σε μεταγενέστερες συλλογές όπως «Τα ετεροθαλή».
Κατ’ αρχήν το «Χρονικό μιας δεκαετίας» αποτελεί μια μορφή καταγραφής του ίδιου και της γενιάς του,  τα χρόνια πριν τον πόλεμο, στο πόλεμο του ’40 , στην κατοχή και στα χρόνια που ακολούθησαν. Στις αρχές του 1937 βρίσκεται στην Κέρκυρα στην Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Ύστερα από οκτώ μήνες επιστρέφει στην Αθήνα και τοποθετείται στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού. Στην συνέχεια θα ακολουθήσει ο πόλεμος και η πορεία στο μέτωπο. Ο Ελύτης όπως και ο Τσαρούχης θα δοκιμαστούν σκληρά. Ο πόλεμος σημαίνει θάνατος αλλά και κακουχίες πρωτοφανείς. Ο Ελύτης θα βαδίσει μέσα στην Αλβανία, δεν θα τραυματιστεί αλλά θα αρρωστήσει από τύφο και θα γλιτώσει σαν από θαύμα.
Γράφει λοιπόν: « Μου έτυχε, χωρίς διόλου να’ μια θαρραλέος, να βρεθώ δυο ή τρεις φορές πιο κοντά στο θάνατο παρά στη ζωή. Στον πόλεμο φυσικά. Λοιπόν, ήταν κάτι εντελώς αντίθετο απ’ αυτό που περίμενα. Εγώ που τα ‘χανα στην Αθήνα με το παραμικρό και που ένας απλός πονόδοντος μ’ έκανε να στέλνω στο διάβολο όλα μου τα προβλήματα, εδώ αισθανόμουνα μια διαύγεια καταπληκτική, μια δύναμη ικανή, θα έλεγα, να κυριαρχεί τα πράγματα και προς τα εμπρός και  προς πίσω, χωρίς να παρεμβάλλεται τίποτε ανάμεσά τους, μια ηρεμία ουράνια, όπου μπροστά της η ταραχή του κόσμου, εκείνη κατησχυμένη και όχι εγώ, σταματούσε. Καμιά φορά συλλογίζομαι πως ίσως γι’ αυτό σώθηκα.
Είχα, θυμάμαι, βρεθεί σε αρκετή απόσταση κι από το πλησιέστερο όρυγμα κι από την παραμικρότερη ανωμαλία εδάφους όπου θα υπήρχε τρόπος να προφυλαχθώ, τη στιγμή που όλες μαζί συγκεντρωμένες οι πυροβολαρχίες των Ιταλών, προετοιμάζοντας την επίθεση που ακολούθησε, άρχισαν, μπορεί να πει κανείς, με συχνότητα βολών πολυβόλου, να εξαποστέλλουν τις οβίδες τους στις γραμμές μας. Μέσα σε λίγα λεπτά ο τόπος ολόκληρος ντουμάνιασε από τους καπνούς και τη βρώμα της μπαρούτης. Στήλες από πυκνό χώμα υψώνονταν στον αέρα και ξαναπέφτανε, με πέτρες και ξύλα, βροχή πάνω στη ράχη μου. Κι αυτό το κακό ήξερα ότι θα κρατήσει –όπως και κράτησε- τουλάχιστον δυό ώρες. Να μετακινηθώ δεν υπήρχε περίπτωση. Έμενα μόνος, καθηλωμένος στο έδαφος, γραπωμένος απ’ το χώμα, ένα σώμα μαζί του, κι άκουγα τις κοντές αναπνοές μου, ένα είδος λαχάνιασμα που βέβαια κι αυτό δεν το είχε προκαλέσει κανένα τρέξιμο αλλά η αντίδραση μου στον αιφνιδιασμό»[1].  
Μέσα σε αυτό το ζοφερό σκηνικό ο Ελύτης σκέπτεται την ανάγκη να ολοκληρώσει το δοκίμιο του για τον Α.Κάλβο αλλά και τις δυνατότητες που έχει η ποίηση του Κ.Καβάφη. Πως το εξηγεί; Στην ποίηση έβρισκε την λυτρωτική διέξοδο αλλά και αν κάτι καθιστούσε μακροπρόθεσμα την Ελλάδα άτρωτη σε κάθε δυσκολία αυτά ήταν τα πνευματικά της κατορθώματα: «Κάτι τέτοιο εξηγεί, νομίζω, καλύτερα την παράδοξη αντίδραση μου στον κίνδυνο. Ζητούσα μια παρηγοριά πέραν από τα όπλα ή την ατομική τύχη του καθενός μας. Και την έβρισκα σε μια δύναμη άλλη, που ξέρει να γίνεται φως μέσα στο σκοτάδι, συνείδηση μέσα στον παραλογισμό, διάρκεια μέσα στην αθλιότητα των μισερών ανθρώπινων έργων. Πρόκειται για ένα αίσθημα εμπιστοσύνης που σου γεννά για τη ζωή η δυνατότητα της Τέχνης να την αναπλάθει  σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, να σε πείθει ότι όλα είναι, από ένα σημείο και πέρα, εφικτά»[2]. 
Πιο μεγάλη δοκιμασία για τον Ελύτη υπήρξε ο τύφος: « το ένιωσα αυτό, πολύ περισσότερο κι από τη σκηνή στο μέτωπο που διηγήθηκα πριν, δυο μήνες αργότερα, όταν βρέθηκα στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου των Ιωαννίνων, με όλες τις ενδείξεις τις επιστημονικές ότι δεν πρόκειται να ξανασηκωθώ. Πριν από τ’ αντιβιοτικά, ο τύφος δεν είχε άλλη σωτηρία από την αντοχή του οργανισμού σου. Έπρεπε να υπομένεις, ακίνητος υποχρεωτικά, με πάγο στην κοιλιά και μερικά κουταλάκια γάλα ή πορτοκαλόζουμο για τροφή, όλες τις ατέλειωτες μέρες  που βαστούσε ο πυρετός, σαράντα ακατέβατα. Κι ο Θεός βοηθός. Έτυχε να περάσω τη μεγάλη κρίση τις ημέρες ακριβώς που άρχισε η επίθεση των Γερμανών. Δεν ήταν και τόσο ρόδινα τα πράγματα. Το κρεβάτι μου βρισκότανε πλάι στο παράθυρο και  κάθε φορά, θυμάμαι, που σήμαινε συναγερμός όλοι οι άλλοι άρρωστοι (το νοσοκομείο ήταν παθολογικό και δεν είχε τραυματίες) μαζί με τις νοσοκόμες και τους γιατρούς τρεχοκοπούσανε στα καταφύγια»[3].
Σπαρακτικά γράφει για ένα ποιητή και φιλόσοφο, τον Γ.Σαραντάρη, που δεν γύρισε από το μέτωπο. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που κακώς στάλθηκε στην πρώτη γραμμή: «ήταν σχεδόν μια δολοφονία. Διπλωματούχος ιταλικού πανεπιστημίου – ο μόνος ίσως σε ολόκληρο το στράτευμα-, θα μπορούσε να’ ναι περιζήτητος σε οποιαδήποτε από τις Υπηρεσίες που είχαν αναλάβει την αντικατασκοπεία, ή την ανάκριση των αιχμαλώτων. Αλλά όχι. Έπρεπε να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων, για να χαθεί παραπαντώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου. Φαίνεται ότι πέρασε φρικτές ώρες. Τα χοντρά μυωπικά του γυαλιά, που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα, τα ‘ χασε στην παραζάλη. Φώναζε «βοήθεια» στους άλλους φαντάρους, αυτός ο Χριστιανός φώναζε «αδέρφια» και τ’ «αδέρφια» τον κοροϊδεύανε, τα πιο αδίσταχτα βαλθήκανε κιόλας να του κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, οτιδήποτε χρήσιμο μπορούσε ο δόλιος να κουβαλεί. Απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει. Χωρίς να ξεστομίσει έναν πικρό λόγο. Περήφανος, μ’ ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε όσο που να τραγουδήσει ακόμη λίγο: - Εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής- κι ύστερα ν’ ανέβει «στους τόπους που αγγέλουν τον ουρανό και συνομιλούν  με τον ήλιο». Έτσι πέθανε ένας Έλληνας ποιητής, όταν οι συνάδελφοί του στη Δύση βλαστημούσανε το Θεό κι εμπιστεύονταν στη μαριχουάνα. Έπρεπε να το διαφυλάξουμε αυτό, να το κάνουμε σύμβολο μας και κουράγιο μας, τώρα που άρχιζαν άλλα δεινά, η πείνα, η κλούβα, οι εκτελέσεις στον τοίχο»[4].
Πράγματι  τις επόμενες ημέρες της κατοχής που θα ακολουθήσουν θα πολλαπλασιαστούν τα κακά μαντάτα: «και μέρες όπου τα παρατούσαμε πάλι όλα, εξουθενωμένοι, για να ακούσουμε την τρομερή είδηση: Εκτελέσανε τον Μιχαήλ Ακύλα! Ξεκάνανε στη μέση του δρόμου τον Κίτσο Μαλτέζο! Δολοφονήσανε τον Καρλ Φρισλάντερ!»[5] Η γενιά του ζει οδυνηρές καταστάσεις: «ο Τσαρούχης είχε –όπως κι εγώ- δοκιμαστεί σκληρά στην Αλβανίαο Αντρέας Καραντώνης γύριζε από πόρτα σε πόρτα και πουλούσε χαρουπόμελο για να ζήσει ο Βαλαωρίτης θα ακολουθούσε τα μυστικά καραβάνια προς τη Μέση Ανατολή κι ένας από τους νέους ποιητές, ο Λόης, θ’ ανέβαινε σε λίγο στην αγχόνη»[6].
Όμως στον άδικα χαμένο ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, αυτή την ευαίσθητη μορφή με τον πρόωρα ώριμα φιλοσοφικό λόγο, ο Ελύτης θα επανέλθει μερικές δεκαετίες αργότερα  στην συλλογή «Τα ετεροθαλή» που κυκλοφόρησε το 1974 με  το ποίημα «Γιώργος Σαραντάρης»  το οποίο όμως γράφτηκε νωρίτερα το 1953 : « Θ’ ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός- Μήπως μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις, Μεσ’ απ’ τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι’ αυτό-Τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάζουνε άνθος- Εμάς τους γύφτους άσε μας- Τους «οικούντας εν τοις κοίλοις»- Τι δε νογούμε από γιορτή- Και τα πουλιά δε βάνουμε προσάναμ- Μα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει- Δώθε από τη φθορά πλέκουμε με τους κισσούς- Μακριά σου πιο κι απ’ το Α του κενταύρου- «Ως εν τινι φρουρά εσμέν»- Μαργωμένοι μες στο χρόνο – Κι από τραγούδι αμάθητοι-Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ’-Ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα- Τόλμησες, Κι οι ποιμένες σ’ είδανε της Πρεμετής- Μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος- Τι κι αν ο κόσμος μάταιος-‘Εχεις μιλήσει ελληνικά-Ωε «εις τον έπειτα χρόνον»- Κι από την ομιλία σου ακόμη –Βγαίνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι- Και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε – Μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου»[7].
Εν μέσω κατοχής , το 1943, ο Ελύτης θα κυκλοφορήσει την συλλογή ο «Ήλιος ο πρώτος» με προμετωπίδα του Γιάννη Τσαρούχη.  Πρόκειται για συνθέσεις που δεν τις έχει καθορίσει η εμπειρία του πολέμου και της κατοχής.  Περιέχει στίχους που θα επαναληφθούν  έκτοτε αρκετές φορές  από πολλά στόματα, γράφει: «Είπα στον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα- Που μονάχη ολόισια βρίσκει την καρδιά- Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα- Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε- Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.-  Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη- Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή- Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος- Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα- Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα»[8]. Άλλοι στίχοι θα τραγουδηθούν   όπως «Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι- Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα- Ιδρώνει ο ήλιος τρέμει το νερό- Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε- Στάχυα ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό…»[9]. Μπροστά στις οδύνες που πρόκειται να ζήσει η γενιά του γράφει: «Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης το γνωρίζουμε- Κι αν είναι αυτό  που μας πονάει κακό το’ χουμε νιώσει- Εμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε μπροστά- Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε- Είμαστε από καλή γενιά».[10]
Το  1945 κυκλοφορεί  «Το άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» ένα έργο εμβληματικό της εποχής αυτής. Τα επεισόδια  του πολέμου που έλαβε μέρος ο Ελύτης αποτέλεσαν το υλικό του. Από αυτά θα πάρει εικόνες και  συναισθήματα. Σε δεκατέσσερα κεφάλαια με λυρικό αλλά και συμβολικό τρόπο  αναφέρεται σε έναν ανθυπολοχαγό που έπεσε πάνω στη μάχη αλλά φυσικά αντιπροσωπεύει  κι όλους αυτούς που άφησαν την τελευταία τους πνοή στα βουνά της Αλβανίας. Ο κριτικός Αλέξανδρος Αργυρίου συμπεραίνει ότι γράφτηκε ή τουλάχιστον ξεκίνησε να γράφεται τον Ιούλιο του 1942.
Γράφει : «Τώρα κείτεται απάνω στην  τσουρουφλισμένη χλαίνη- Μ’ ένα σταματημένο  αγέρα στα ήσυχα μαλλιά- Μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί- Μοιάζει μπαξές που του’ φυγαν άξαφνα τα πουλιά- Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν  μέσα στη σκοτεινιά- Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε…»[11].  
Και συνεχίζει: «Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε- Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί- Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε- Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε- Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του- Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά- Και το σήκωσαν στου βοριά τα σπάργανα…»[12].
Ενώ στον εισβολέα  θα αναφερθεί  με τις ακόλουθες φράσεις που επαναλαμβάνονται σε αρκετά σημεία της σύνθεσης: « Κείνοι που έπραξαν το κακό – τους πήρε μαύρο σύγνεφο- Μα κείνος που τα’ αντίκρυσε στους δρόμους τ’ ουρανού. Ανεβαίνει τώρα μονάχος  και ολόλαμπρος!...»[13]. 
Ο θάνατος του ανθυπολοχαγού είναι φυγή στην αιωνιότητα αλλά και ύστατη δικαίωση: «Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο- Αύριο, αύριο λένε: το Πάσχα τ’ ουρανού!...»[14].
Η θυσία της πρόσκαιρης ύπαρξης για την λευτεριά την αθανατίζει.  Ο ποιητής περιγράφει   την άνοδο  της  στον χώρο της αιωνιότητας, που έχει γήινα χαρακτηριστικά:
«Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο  μες στο αίμα- Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει: Ελευθερία- Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο: - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ- Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος- Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά- Καράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες- Τα πιο αθώα κορίτσια – Τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών- Κι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη- Παιδιά! Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη…- Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει! Με βήμα πρωϊνό στη χλόη που μεγαλώνει- Ολοένα εκείνος ανεβαίνει- Τώρα  λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά- Χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά- Γειτόνοι της  καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται-  Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του- Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του- «Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»- Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του- Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο-  Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!»[15].
Ο Βάσος Βαρίκας  έγραψε πως  με «Το άσμα ηρωϊκό και πένθιμο…» , «εγκαταλείπεται η υπερρεαλιστική τεχνική και το ποίημα πειθαρχεί πια, και ως σύνθεση αλλά και στα επιμέρους στοιχεία του, σ’ έναν έλλογο ρυθμό – εξωτερικό και εσωτερικό»[16]. Βεβαίως συμπεραίνει πως εδώ «δεν φαίνεται να πραγματοποιείται –τουλάχιστον σε ικανοποιητικό βαθμό- η εμφανής πρόθεση του ποιητή να ανανεώσει την πατριωτική ποίηση. Το ποίημα μας προσελκύει όχι τόσο ως σύνολο όσο με ορισμένα επιμέρους αποσπάσματά του, όπου συναντούμε τη λυρική ευφορία και την ευγλωττία – τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Ελύτη»[17].  Ο Αλέξανδρος Αργυρίου θα γράψει ότι  «έχομε να κάνομε με ένα εθνικοαπελευθερωτικό ποίημα, σε μια μόνο, έστω αν θέλετε εστία του, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του παραμένει  ένας ύμνος στη ζωή»[18].
Όμως πριν το «Άξιον Εστί» ο Ελύτης θα γράψει την «Αλβανιάδα» ένα έργο το οποίο δεν περιλαμβάνεται  στις μεταγενέστερες συλλογές του αλλά θα δημοσιευθεί το 1962 στο φοιτητικό περιοδικό της αριστεράς «Πανσπουδαστική». Εδώ επισημαίνει ο Α.Αργυρίου «ο εχθρός κατανομάζεται με σαφήνεια και μέσα στο ιδεολογικό του πλαίσιο (στον φασιστικό του φανφαρονισμό). Και επίσης καταδικάζεται. Οι δύο αντίθετοι κόσμοι μας δίνονται από την αρχή με τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα»[19]. Για αυτό ο ποιητής το έδωσε να δημοσιευτεί «σε φοιτητικό έντυπο μιας μόλις διαγραφόμενης αναθεωρητικής αριστεράς, η οποία φιλοξενούσε, εκτός από Ρίτσο : και Σεφέρη – για τον οποίο δεν είχε τολμήσει να μιλήσει ούτε η Επιθεώρηση Τέχνης, φοβούμενη τους Δαναούς»[20].
Η κριτική στάθηκε προβληματισμένη έναντι του «Άσμα ηρωϊκού και πένθιμου…» όσο και της «Αλβανιάδας». Βρήκε σε αυτά αρκετά ψεγάδια αλλά και τις κρυμμένες δυνατότητες του ποιητή. Ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος  γράφει γι’ αυτά τα δύο ότι «παρά την αγωνιώδη  του προσπάθεια για ειλικρίνεια, δεν ικανοποιούν ούτε τον ίδιο τον ποιητή, που νιώθει να εμπλέκεται μέσα σε ένα ακατάλληλο συλλαβάριο, μια ποιητική οικοσκευή ή έναν τρόπο έκφρασης που δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά σε τούτο το κλίμα, γιατί είχε πλαστεί πάνω σε άλλους, ολότελα διαφορετικούς άξονες αναφοράς»[21].
Θα περιμένουμε κάμποσα χρόνια ακόμη μέχρι ο Ελύτης να δημοσιεύσει το 1959, το έργο της ποιητικής του ωριμότητας «Το Άξιον Εστί» οπότε και θα κερδίσει την θερμή αναγνώριση της κριτικής. Για τον Θ.Φραγκόπουλο  «είναι  ένα εγχείρημα ευρύπνοης σύνθεσης, και η σημασία του, σε όλο το πλάτος της σύγχρονης γραμματολογίας μας, παραμένει δυναστική, προσδιοριστική. Πρόκειται για μιαν απόπειρα ιστορικής καταξίωσης, μέσα στον τομέα της τέχνης, ολόκληρου του ελληνισμού, με τις μεγαλοσύνες και τα χάη του, από το χώρο της μυθολογικής μεταμόσχευσης στο χώρο του ποιητικού θρύλου. Έχουμε το αρχιτεκτονικό σχέδιο, σοφό, προσεγμένο (ακόμα και στις τεχνικές του λεπτομέρειες: η κατασκευαστική δομή του «Άξιον εστί» είναι άριστη!)  για μια νεοελληνική μυθολογία. Έργο της πιο νεοπαγούς, τρελής τόλμης, μυθοποιεί το κλαδωτό και συννεφιαστό σχήμα της ανήσυχης και αμφιθυμικής πορείας σε πολλά σημεία πορείας του βασανισμένου έθνους μας μέσα στις πέντε τελευταίες δεκαετίες τούτου του αιώνα»[22].
Εκτός από την ερμηνεία του Τ.Λιγνάδη που θα την ονομάζαμε κλασσική ο Βάσος Βαρίκας εύστοχα, αλλά και με μια κάποια κριτική διάθεση,  επισημαίνει για το «Άξιον Εστί» : «η Ελλάδα στο ποίημα αυτό υψώνεται σε λατρευτικό είδωλο. Τρία είναι τα μέρη στα οποία χωρίζεται: « Η Γένεσις», «Τα Πάθη» και «Το Δοξαστικόν». Τα μέρη αυτά συμβολίζουν την αρχή του ελληνικού θαύματος, τη δοκιμασία που υπέστη και την ηρωϊκή αντίσταση και την αποθέωση του λαού, ο οποίος και πραγματοποίησε το θαύμα. Ως προς τις προθέσεις του –όχι όμως και ως προς τα επιτεύγματά του- το ποίημα μπορεί να παραλληλιστεί με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Διονυσίου Σολωμού. Ακολουθώντας σε σημαντικό βαθμό την τεχνική της βυζαντινής υμνογραφίας, ο Ελύτης αντικαθιστά τη μορφή της Παναγίας με την προσωποποίηση της ελληνικής φυλής. Με άμεσες αναφορές στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν και με έμμεσες αναφορές στη μακραίωνα ελληνική ιστορία, φιλοδοξεί να δημιουργήσει το έπος της φυλής. Αλλά και για το συνθετικό τούτο ποίημα ισχύουν όσα ήδη είπαμε για τον Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Ο ποιητής ίσως αστόχησε στη βασική του επιδίωξη, να δημιουργήσει ένα πατριωτικό έπος. Εντούτοις, πλούτισε το έργο του με πολλές στροφές και αποσπάσματα που διακρίνονται για την εξαιρετική λυρική τους ευφορία»[23].

                                                                
    Β

Στο περιοδικό «Ποιητική» (τεύχος 5, Άνοιξη 1995) ο Γιώργος Κεχαγιόγλου γνώρισε στο κοινό ένα ιδιαίτερα σημαντικό υπόμνημα του Ελύτη για το «Άξιον Εστί» που μέχρι τότε ήταν γνωστό μόνο σε μερικούς φιλολόγους και ερευνητές όπως ο Γ.Σαββίδης και ο Κ.Φράιερ. Σε αυτό αποκαλύπτονται όχι μόνο στοιχεία της κοσμοθεωρητικής αφετηρίας του ποιητή αλλά και λεπτομέρειες για τον τρόπο της δημιουργίας του. Κατ’ αρχήν ο Ελύτης συμπεραίνει ότι η Ελλάδα και ο ελληνισμός είναι μια αίσθηση ζωντανή και πάντα παρούσα, ενώ ρητορικά αναρωτιέται «ο άνθρωπος, μπορεί να ζήσει χωρίς κορυφές προς τις  οποίες να τείνει; Τι θα αντικαταστήσει τη θυσία, τον ηρωισμό, την αγιότητα; Ο ποιητής πρέπει να κολακεύει τις ροπές του ανθρώπου της εποχής του ή πρέπει να τις κατευθύνει εκεί που αυτός νομίζει;»[24]. Ο ποιητής μιλά για μια φυσική Μεταφυσική που εξαγιάζει τις αισθήσεις και ιεροποιεί την εγκόσμια ύπαρξη.
Κατά την προσωρινή διαμονή του σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες μεταξύ 1948 και 1951 ο Ελύτης βλέπει την τεράστια διαφορά στο βιοτικό επίπεδο ανάμεσα στην Ελλάδα και σε αυτές τις χώρες ώστε  για «δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήταν στην Αλβανία- που έβγαινε από το άτομο μου και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου»[25].   Το ίδιο διάστημα καταδικάζει το πνεύμα της Αναγέννησης ενώ καταλήγει σε ένα ανεστραμμένο χριστιανισμό αφού ο άνθρωπος θα πρέπει να οδηγηθεί στην αγιότητα «όχι από το δρόμο της στέρησης αλλά από το δρόμο της πλήρωσης των αισθήσεων»[26].
Όμως από το τυπικό της ορθόδοξης λειτουργίας θα λάβει το σχήμα το οποίο θα αποδώσει στο «Άξιον Εστί», σημειώνει δε διαφωτιστικά: « Αγνοούσα εντελώς την εκκλησιαστική φιλολογία και από φόβο μήπως πέφτω σε μιμήσεις αλλά και από μιάν όψιμη περιέργεια για την τεχνική των Βυζαντινών, παράγγειλα και μου στείλανε μια «Συνέκδημο Ορθοδόξου». Πριν ακόμη στα χέρια μου το βιβλίο, είχα φτιάξει μέσα μου τον πυρήνα ενός ποιητικού συνθετικού έργου που θα μπορούσε να βασισθεί στα τονικά συστήματα της Βυζαντινής ποίησης και κυρίως στην αρχιτεκτονική του τυπικού μιας Λειτουργίας ή Δοξολογίας. Από την άποψη αυτή, απογοητεύθηκα όταν μελέτησα τα κείμενα. Η ιεροτελεστία περιείχε στοιχεία που μόνον το θεαματικό τους μέρος μπορούσε να τ’ αξιοποιήσει. Πέρασα πολλές φάσεις. Τελικά , είδα ότι έπρεπε να φτιάξω ένα αυθαίρετο αλλά εξ ίσου αυστηρό σύστημα αλληλοδιαδοχής ειδών ποιητικών και να μη διστάσω μπροστά στην αντιφατικότητα μορφής και περιεχομένου»[27]. Το ίδιο διάστημα ο Ν.Χατζηκυριάκος-Γκίκας και ο Γ.Τσαρούχης καταλήγουν ότι το πνεύμα  και το τυπικό αρχαίας τραγωδίας ζει με αυθεντικό τρόπο στην ορθόδοξη λειτουργία.
Ο  Ελύτης επιδιώκει να υπερβεί την Ελλάδα  των διχασμών, των μερίδων που βρίσκονται σε διαμάχη για χάρη όπως γράφει «μιας αίσθησις αίδια και αναλλοίωτη στη φυσική της πραγματικότητα, στο ήθος των ανθρώπων της, στα μνημεία του λόγου και της τέχνης που έχει γεννήσει. Αυτήν προσπαθεί ν’ απομονώσει ο ποιητής που δεν μιλά και δεν πρέπει να μιλά στο όνομα μιας οποιασδήποτε μερίδας του συνόλου αλλά στο όνομα του συνόλου, με βάση το αναλλοίωτο που το χαρακτηρίζει. Αυτό που είναι ίδιο σ’ έναν αρχαίο Ναό, σε μια βυζαντινή εκκλησία και σ’ ένα νεοελληνικό λαϊκό κτίσμα, σ τον Θεοτοκόπουλο και στον Θεόφιλο (ίδε Σεφέρη), στον Σολωμό και στον Καβάφη, στον Ροϊδη και στον Παπαδιαμάντη. Η «αίσθησις» αυτή, στο βάθος, είναι μια αντιστοιχία της φύσης. Και η αντιστοιχία της πάλι στον τομέα της αισθητικής και της ηθικής, είναι ακριβέστατη- αρκεί να γνωρίζεις να τη διακρίνεις»[28].
Στο κεφάλαιο «Πάθη», Β’ ξεκινά  με την αναφορά στην ελευθερία, στην γλώσσα και στον Δ.Σολωμό: «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική-το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου- Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου- Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου»[29]. Ο Ελύτης δίνει την ακόλουθη ερμηνεία «όταν μιλά ο ποιητής για τη γέννηση του μιλά ταυτόχρονα για τη γέννηση της Ελευθερίας. Όταν υμνεί την Ελευθερία, υμνεί ταυτόχρονα, και με τα ίδια λόγια, τη γλώσσα (η αναφορά στον Σολωμό, που είναι η αφορμή της ωδής, είναι αναφορά ταυτόχρονα και στο «μήγαρις έχω τίποτε άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;») »[30].
Στο Ανάγνωσμα Πρώτο γίνεται  αναφορά στην πορεία προς το μέτωπο «Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’  την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο…»[31]. Ακολουθεί η Ωδή β΄ που ο Ελύτης δίνει την ακόλουθη ερμηνεία: « Η Ελλάδα νέα, αλλά γεμάτη παμπάλαιες φωνές – ο ποιητής νέος, αλλά γεμάτος παμπάλαιες φωνές, ιδού το μοτίβο της ταύτισης που συνεχίζεται και ανοίγει δρόμο στις σκηνές του δράματος. Είμαι ο αδερφός με τον λειψό κλήρο, ακριβώς όπως η Ελλάδα είναι η αδερφή των εθνών που της δόθηκε ένα σαμάρι από πέτρες και οι συνήθειες των φιδιών. Ωστόσο αυτή η πέτρα είναι που θα δώσει τους Χρησμούς, και αυτή η αδικία προς τον ποιητή που θα δώσει το φως της δόξας του»[32].
Στον Γ’ Ψαλμό που ακολουθεί το Πρώτο Ανάγνωσμα ανιχνεύει την σκληρότητα του καιρού του. Η λέξη πέτρα που χρησιμοποιείται και επαναλαμβάνεται αρκετές φορές συμβολίζει ακριβώς την οδύνη και την τραγικότητα των εμπειριών αυτών. Όμως η θυσία που θα υποβληθεί η γενιά του και ο προγενέστερος σπουδαίος πολιτισμός θα είναι τελικά τα πιο ισχυρά μέσα άμυνας στους εισβολείς. Γράφει ο Ελύτης:  «Εκοιμήθηκα πάνω στην  έγνοια της αυριανής ημέρας- όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του- Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα- όπως ο ασκητής το Θεό του. – Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι- και στα κρυφά μου αντικαταστήσανε- την παρθένα του βλέμματος- Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή- και την πατήσανε χάμου σαν έντομο. Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε και στερνά την πέτρα μου αφήνανε,- τρομερή ζωγραφιά μου.- Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκάρπελο σκληρό την τρυπούν, με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.- Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός, τόσο βγαίνει πιο καθαρός- ο χρησμός απ’ την όψη μου: ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ-ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ!»[33].
         Ο Ψαλμός ζ’  επιστρέφει περισσότερο εμφατικά: «Ήρθαν -ντυμένοι «φίλοι», -αμέτρητες φορές οι εχθροί μου- το παμπάλαιο χώμα πατώντας.- Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους»[34]. Ο Ελύτης ερμηνεύει: «Οι άπειρες φορές που προσπάθησαν οι ξένοι να ριζώσουν σ’ αυτά τα χώματα δίχως να το κατορθώσουν. Ότι το χώμα «δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους» υψώνεται σε σύμβολο με σημασία μεταφυσική»[35]. Ο Ψαλμός Η’ συνεχίζει στον ίδιο τόνο “Ήρθαν με τα χρυσά σειρήτια-τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία! – Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας- και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας έφυγαν»[36]. Ο Ελύτης εξηγεί «Διακρίνονται καθαρά οι δύο μόνιμοι κίνδυνοι από  Βορρά και από Ανατολή, με τις στρατιωτικές φορεσιές. Οι προσπάθειες των εχθρών τείνουν ν’ αλλάξουν όχι μόνο τις υλικές συνθήκες αλλά βαθύτερα, την ψυχική ιδιοσυστασία του Έλληνα»[37].
Το Ανάγνωσμα Τρίτο αναφέρεται  σε ένα πραγματικό περιστατικό μια τεράστια αντικατοχική διαδήλωση ανήμερα της 25ης Μαρτίου, η αναγέννηση του κόσμου της φύσης και του κόσμου την άνοιξη έρχεται σε κτυπητή αντίθεση με το αίμα των δολοφονημένων νέων: «Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στη πρωτεύουσα, να βγούν έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη… Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, περ’ απ’ την άκρη της απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα»[38].  
Οι επόμενοι στίχοι εξυμνούν την θυσία αλλά και την  ίδια  την πατρίδα: « ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική- μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου!- Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά στα ηφαίστεια κλήματα σειρά- και τα σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα!- Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά- στον αιθέρα στέκει να και στη θάλασσα μόνη της!»[39].
Ο Ψαλμός Θ’ και ο Ψαλμός Ι’  αναφέρονται στους εσωτερικούς κινδύνους ,  αφού διμέτωπα επικρίνει αφενός  τον κοσμοπολίτη μεγαλοαστό  και αφετέρου τους μηδενιστές του έθνους. Γράφει ο Ελύτης «Αυτός είναι- ο πάντοτε αφανής δικός μας Ιούδας!- Θύρες επτά τον καλύπτουνε- και στρατιές επτά παχύνονται στη διακονία του»[40]. Και εξηγεί «ο ένας είναι ο τύπος του κοσμοπολίτη μεγαλοαστού που εξαγοράζει τα πάντα και κινείται με άνεση παντού, που μιλά πολλές γλώσσες και έχει πολλές γυναίκες αλλά γι’ αυτό καμιά, με τη βαθύτερη έννοια της βιωμένης κατάστασης»[41]. Στο Ψαλμό Ι γράφει «ΚΑΤΑΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ  εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς: -ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος!- Ο αναίσθητος- που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός αγαλλιά- και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε- αυτός αναίτια σκυθρωπιάζει»[42]. Εξηγεί δε ο Ελύτης «το ίδιο με τους αντίποδες των κεφαλαιοκρατών- τους εκφυλισμένους «δήθεν μοντέρνους» νέους, που δεν πιστεύουν σε τίποτε και κηρύττουν ψευδοεπαναστάσεις. Εδώ η πλάστιγγα (όσον αφορά εκείνον που μιλεί) γέρνει λιγότερο από το μέρος του Έλληνα και περισσότερο από το μέρος του ποιητή που απολογείται για όσα κατά καιρούς του έχουν καταμαρτυρήσει»[43].
Το Ανάγνωσμα Τέταρτο αναφέρεται « σ’ ένα πραγματικό περιστατικό γεγονός της Κατοχής, ένα «μπλόκο» σε συνοικισμό της Αθήνας. Η δυσκολία ήτανε να ενταχθούν χωρίς υπερβατικό νόημα σ’ ένα κείμενο κατά τα άλλα ρεαλιστικό, χωρίς να χαθεί η ενότητα του ύφους»[44].  Το μπλόκο στο οποίο αναφέρεται ο Ελύτης το πιθανότερο είναι αυτό της Κοκκινιάς, γνωστό όχι μόνο από τις αφηγήσεις όσων το έζησαν αλλά και την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Άδωνι Κύρου: «Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ’ αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγαίνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισια ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Άλλος τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει , και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως  τους φύγουν ή σπάσουνε…Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ’ τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ’ ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων»[45].
Η ΩΔΗ Η’ σύμφωνα με τον Ελύτη είναι «τονισμένη επάνω στο γνωστότατο: Έρρανον τον τάφον αι μυροφόραι μύρα λίαν πρωί ελθούσαι»[46]. Ανάμεσα σε άλλα γράφει στην ωδή αυτή ο ποιητής: «Μες στην έρμη κι άδεια πολιτεία μένει- το χέρι που μονάχα- Με μπογιά θα γράψει στους μεγάλους τοίχους- ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»[47].
Για τον Ψαλμό ΙΑ’  εξηγεί «μετά από το αποκορύφωμα της απελπισίας και το βύθισμα στην έσχατη κατάπτωση – η ανάγκη του καθαρμού. Εδώ λειτουργεί το «ξόρκι» σαν έννοια καθαρά νεοελληνική, ανεβασμένη στο πνευματικό επίπεδο»[48]. Εδώ χρησιμοποιεί την βρύση του Μαυρογένη στην Πάρο που συνδυάζει στοιχεία του αρχαίου ναού με εικονοστάσι της υπαίθρου, ενώ το νερό που ρέει συμβολίζει την κάθαρση στον εξαγνισμό. Σε αυτό ο ποιητής γράφει «όπου και να θολώνει ο νου σας,- μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό- και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»[49]. Ο Ελύτης θα αναφέρει την κριτική του στάση προς την Ευρώπη:  «στην Ευρώπη όταν πρωτοπήγα και ενώ οι άλλοι ξεσπούσαν σε θαυμασμούς για τα πάντα ήταν τόση η μη-προσαρμοστικότητά μου στο Υπέρμετρο (στις τερατώδεις μεγαλουπόλεις, στους φορτωμένους και δαιμονοστολισμένους καθεδρικούς ναούς, στα παμφάγα μαύρα κτίρια) ώστε κάθε τόσο αναγκαζόμουνα να φέρνω στο νου μου ένα νησί φανταστικό- κάτι ανάμεσα σε Ύδρα και Άνδρο- με ρεματιές ανθισμένες, αρχοντικά και μουράγια με κανόνια και σημαίες, για να ξαναβρώ την ισορροπία μου»[50].
Στο Ανάγνωσμα Πέμπτο με τίτλο «Η αυλή των προβάτων» ο Ελύτης με παραβολικό τρόπο αναφέρεται στον διχασμό και στον εμφύλιο. Γράφει ο ποιητής για να αποδώσει την τραγικότητα του καιρού: «και βαδίζανε καταπάνου στον έναν ο άλλος, μη γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιός και κατ’ αδερφού μικρού ο μεγάλος. Που πολλά σπιτικά πομείνανε στη μέση, και πολλές γυναίκες απανωτά δυο και τρεις φορές μαυροφορέσανε. Και που αν έκανες να βγεις λιγάκι παραόξω τίποτε. Μόνο αγέρας βουίζοντας μέσα στα μεσοδόκια και στα λίγα καμένα λιθάρια μεριές-μεριές οι καπνοί βοσκώντας τα κουφάρια των σκοτωμένων. Μήνες τριάντα τρεις και πλέον βάστηξε το Κακό. Που τη θύρα χτυπούσανε ν’ ανοίξουνε της αυλής των προβάτων. Και φωνή προβάτου δεν ακούστηκε παρεχτός επάνω στο μαχαίρι. Και φωνή θύρας ούτε, παρεχτός την ώρα που’ γερνε μες στις φλόγες τις  ύστερες να καεί. Επειδή αυτός ο λαός μου η θύρα και αυτός ο λαός μου η αυλή και το ποίμνιο των προβάτων»[51].  
Στην Ωδή ι’ υπάρχει αναστροφή  του απαισιόδοξου κλίματος καθώς γράφει ο ποιητής «Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα- Μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα-Των φονιάδων το αίμα με φως- ξεπληρώνω- Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο»[52]. Στην Ωδή ιά επαναλαμβάνεται «ΘΑ ΚΑΡΩ Μοναχός των θαλερών πραγμάτων» καθώς η αισθητική και ο κόσμος εξαγιάζεται και θεώνεται.
Το Ανάγνωσμα Έκτο με τίτλο Προφητικόν είναι ένα από τα πιο σημαντικά αποσπάσματα που σύμφωνα με τον Ελύτη την τεχνική την εμπνεύστηκε αυτούσια από τις Ακολουθίες της ορθόδοξης λειτουργίας. Ξεκινώντας γράφει  «ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση του ήλιου. Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει, να πεί: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο. Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών. Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων. Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων»[53] αλλά θα τελειώσει «Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία που να  θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας από τ’ ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν’ αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!»[54].
Το τελευταίο μέρος του «Άξιον Εστί», που ονομάζεται «Το Δοξαστικόν»  είναι η αποκορύφωση του και η αισιόδοξη πεποίθηση ότι το κακό το έχουμε αφήσει πίσω. Ο ποιητής κινείται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Αυτή είναι λύση, η έξοδος από την τραγωδία. Με τον τρόπο του Ηράκλειτου το ίδιο συναντά και εναρμονίζεται με το ενάντιο: «Σε ΧΩΡΑ μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομα. Τώρα μ’ ακολουθούν κορίτσια κυανά- κι αλογάκια πέτρινα- με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο…Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο…Τώρα το χέρι του  Θανάτου – αυτό χαρίζει τη Ζωή- και ο ύπνος δεν υπάρχει. –Χτυπά  η καμπάνα του  μεσημεριού- κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμμτα: ΝΥΝ και ΑΙΕΝ το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Αιέν και αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν- ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα»[55].
 Γράφει  στο Δοξαστικόν ο ποιητής: «Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή- Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη»[56] αλλά και « ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας- τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες- τα κορίτσια τ’ Αγγεία των Μυστηρίων- τα γεμάτα ως πάνω και τ’ απύθμενα»[57]  αλλά και « τα εννέα σκαλιά που ανέβηκε ο Πλωτίνος»[58] μα και «Το αργό και βαρύ των καταιγίδων όργανο- στην κατεστραμμένη του φωνή ο Ηράκλειτος»[59].
Το τέλος είναι η αποκορύφωση: «Νυν η ταπείνωση των Θεών. Νυν η σποδός του Ανθρώπου-Νυν Νυν το μηδέν- και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!»[60].
Είχε την τύχη η ποίηση του Ελύτη να ντυθεί με την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και τον λόγο  του Γρηγόρη Μπιθικώτση  και του Μάνου Κατράκη. Χάρις αυτή αποδόθηκε μουσικά η ουσία του έργου, ακούστηκε σε ένα κοινό που ίσως δεν είναι συνηθισμένο στην ανάγνωση της ποίησης, και αποκαλύφθηκαν νέες δυνατότητες του. Αλλά ήταν ταυτόχρονα μια μέγιστη πράξη εθνικής συμφιλίωσης, αφού ένας χαρισματικός συνθέτης που προερχόταν από την ηττημένη και διωκόμενη αριστερά έκανε γνωστό το έργο ενός ποιητή που δεν ερχόταν από την αριστερά, όπως άλλωστε ο Σικελιανός και ο Σεφέρης, που όμως  αποτύπωνε την κοινή τραγωδία του ελληνικού λαού, ταυτόσημη  σε όλους, ανεξάρτητη από ιδεολογίες ή κοινωνικές αναφορές. 
Ο Οδυσσέας Ελύτης  τελικά ενσωμάτωσε το πνεύμα του πολέμου και της αντίστασης στην μακρά πορεία του ελληνισμού μέσα στην ιστορία. Μας έδωσε όλη την οδύνη, την σκληρότητα, την τραγικότητα  του αγώνα ενός μικρού λαού να σταθεί όρθιος, αξιοπρεπής και ελεύθερος καθώς ήταν σε σύγκρουση με εχθρούς μεγαλύτερους, με δυνάμεις υπέρτερες  που τον ξεπερνούσαν. Είδε ότι το πνεύμα της αντίστασης έρχεται από πολύ μακριά και είναι αυτό που δίνει νόημα στις κατά τα άλλα παροδικές επιμέρους υπάρξεις. Στο ποιητικό του έργο ενσαρκώθηκε με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο η προσωπική του φιλοσοφία, η εναρμόνιση του γήινου με το αιώνιο (για την ακρίβεια το αιώνιο ταυτίζεται με τις αισθήσεις και το πνεύμα με την  ύλη), η τοποθέτηση του ελληνισμού ως διακριτό πνευματικό μέγεθος ανάμεσα σε  Δύση και Ανατολή, η πεποίθηση ότι είμαστε ικανοί να λαμβάνουμε και να αφομοιώνουμε από τους άλλους, αλλά και να τους ανταποδίδουμε με την σειρά μας τα μέγιστα. Η δική του προσωπική εμπειρία συνεπώς ήταν η αφορμή για να αποδώσει λυρικά την καθολική εμπειρία. Για αυτό σε ένα διαρκή, αέναο  κύκλο επιστρέφει από το προσωπικό στο συλλογικό και από το συλλογικό στο προσωπικό. Ο στίχος του «της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα» κατά συνέπεια είναι κυριολεκτικός αφού από αυτήν εμπνεύστηκε, ενώ την μοντέρνα γραφή την οποία έχει ως αφετηρία  την προσάρμοσε , για να τελεσφορήσει και να καρποφορήσει  στην λαϊκή και εκκλησιαστική παράδοση. Ο ποιητής τελικά νικά τον θάνατο, καταφάσκει την ζωή και από την ζωή εγγίζει την αιωνιότητα. Ο πλούτος της γλώσσας του προέρχεται από την μοναδική οικείωση που έχει όχι μόνο την διαχρονική της εξέλιξη αλλά και με τις τοπικές της εκδοχές. Όμως  αυτή η γλώσσα η τόσο ελληνοκεντρική δεν στάθηκε εμπόδιο για την διεθνή του κατανόηση, αλλά ούτε και για την διεθνή του αναγνώριση που άλλωστε έγινε με πολλούς τρόπους.

* διαβάστηκε στο Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος τον Ιανουάριο του 2020
Ο Σπύρος Κουτρούλης  είναι συγγραφέας




[1] Ο.Ελύτης, Το χρονικό μιας δεκαετίας, στα Ανοιχτά χαρτιά, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1987, σελ.408,409.
[2] Ό.π. σελ. 410.
[3] Ό.π. σελ.410,411.

[4] Ό.π. σελ.392,393.
[5] Ό.π. σελ.397.
[6] Ό.π. σελ. 405.
[7] Ο.Ελύτης, Ποίηση, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2003, σελ.336,337.
[8] Ό.π. σελ.78,79.
[9] Ό.π. σελ.81.
[10] ό.π. σελ.89.
[11] ό.π. σελ.105.
[12] ό.π.. σελ.107.
[13] ό.π.σελ.113.
[14] ό.π. σελ.113.
[15] ό.π.σελ.114,115.
[16] Βάσος Βαρίκας, Το έργο του Οδυσσέα Ελύτη από τους «Προσανατολισμούς» μέχρι «Το άξιον εστί», περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 23-24, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 1993, σελ.28.
[17] ό.π. σελ. 28,29.
[18] Αλέξης Αργυρίου, Η ποίηση του Ελύτη πριν από το « Άξιον Εστί», ό.π. σελ.18,σελ.19.
[19] ό.π. σελ. 21.
[20] ό.π.σελ.21.
[21] Θεόφιλος Φραγκόπουλος, Μια άποψη για τον Ελύτη, περιοδικό Νέα Εστία, 1-15/4/1997, τεύχος 1674,1675, σελ.37.
[22] Ό.π. σελ.38.
[23] Βάσος Βαρίκας, Το έργο του Ο.Ελύτη : από τους «Προσανατολισμούς» μέχρι «Το Άξιον Εστί», περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 23-24/1993, σελ.29
[24] Οδυσσέας  Ελύτης, Το Άξιον Εστί- συνοπτικό διάγραμμα, περιοδικό Ποιητική, τεύχος 5 Άνοιξη 1995, σελ.33.
[25] Ό.π. σελ.35.
[26] Ό.π. σελ.36.
[27] Ό.π. σελ.36.
[28] Ό.π. σελ.47.
[29] Ο.Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.28.
[30] Οδυσσέας  Ελύτης, Το Άξιον Εστί- συνοπτικό διάγραμμα, περιοδικό Ποιητική, τεύχος 5 Άνοιξη 1995, σελ.49.


[31] Ο.Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.30.
[32] Οδυσσέας  Ελύτης, Το Άξιον Εστί- συνοπτικό διάγραμμα, περιοδικό Ποιητική, τεύχος 5 Άνοιξη 1995, σελ.54,55.
[33] Ο.Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.34.
[34] Ο.Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.42.
[35] Οδυσσέας  Ελύτης, Το Άξιον Εστί- συνοπτικό διάγραμμα, περιοδικό Ποιητική, τεύχος 5 Άνοιξη 1995, σελ.56.
[36] Ο.Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.43.
[37] Οδυσσέας  Ελύτης, Το Άξιον Εστί- συνοπτικό διάγραμμα, περιοδικό Ποιητική, τεύχος 5 Άνοιξη 1995, σελ.56.
[38] Ο.Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.45.
[39] Ο.Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.46.
[40] Ο.Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.47.
[41] Οδυσσέας  Ελύτης, Το Άξιον Εστί- συνοπτικό διάγραμμα, περιοδικό Ποιητική, τεύχος 5 Άνοιξη 1995, σελ.57.
[42] Ο.Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.48.
[43] Οδυσσέας  Ελύτης, Το Άξιον Εστί- συνοπτικό διάγραμμα, περιοδικό Ποιητική, τεύχος 5 Άνοιξη 1995, σελ.57.
[44] Ό.π. σελ.58.
[45] Ο.Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.50,51.
[46] Οδυσσέας  Ελύτης, Το Άξιον Εστί- συνοπτικό διάγραμμα, περιοδικό Ποιητική, τεύχος 5 Άνοιξη 1995, σελ.58.
[47] Ο.Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.52.
[48] Οδυσσέας  Ελύτης, Το Άξιον Εστί- συνοπτικό διάγραμμα, περιοδικό Ποιητική, τεύχος 5 Άνοιξη 1995, σελ.58.
[49] Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.54.
[50] Οδυσσέας  Ελύτης, Το Άξιον Εστί- συνοπτικό διάγραμμα, περιοδικό Ποιητική, τεύχος 5 Άνοιξη 1995, σελ.58,59.
[51] Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.59,60.
[52] Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.61.
[53] Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.65.
[54] Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.67.
[55] Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.70.
[56] Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.77.
[57] Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.80.
[58] Ό.π. σελ.84.
[59] Ό.π. σελ.87.
[60] Ό.π. σελ.88.