Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Σκυλίσια μέρα…, του Άγγελου Γαλάνη


Σκυλίσια μέρα…

Τζακ… τι όνομα θε μου, σαν κεραυνός ηχεί στ’ αυτιά μου.
Τζακ… Τζακ… Τζακ… πονοκέφαλος φριχτός, όπου να ‘ναι θα ‘ρθει και κείνη η κλωτσιά της εκπαιδευτικής διαδικασίας στον πισινό μου, για να μάθω…
Χάθηκε να με φωνάζουν ‘’Λούση’’ που ‘ναι χαριτωμένο ή ‘’Κόμη’’ που ‘ναι έτσι και λίγο ευγενές, ακόμη κι εκείνο το ‘’Έλα Κόπρε Μου’’ που φωνάζει η γειτόνισσα τον αδελφάκο μου τον Ντίντη…
Κείνος είχε το ταμπελάκι του στο λαιμό όταν μας βρήκαν, μα του το πήραν εκείνοι οι ξινοί που μας περιμάζεψαν και μας έβαλαν σ’ ένα φοβερό μέρος που το έλεγαν Δημοτικό Κυνοκομείο…
Τι φρίκη και φωνές και δαγκώματα, που να στα λέω, τι πάω και θυμάμαι τώρα. Είχε όμως φαΐ, δε λέω, γιατί κι η πείνα και το συνεχές ψάξιμο στα σκουπίδια κι η αγωνία αν θα βρεις κάτι να τρώγεται, σε τρομάζει. Και δεν ξέρω τι είναι φρικτότερο η ίδια η πείνα ή η αγωνία της πείνας…
Τέλος πάντων ο Ντίντης, παρ’ όλο το ταμπελάκι, έγινε ‘’Έλα Κόπρε Μου’’, κάπως απαξιωτικό μα δε βαριέσαι. Κι εγώ που ‘χασα το ταμπελάκι μου σ’ εκείνον τον σκουπιδοτενεκέ που ‘χα χώσει το κεφάλι μου και παρ’ ολίγο το καπάκι να μου κόψει το ίδιο μου το κεφάλι, έγινα Τζακ…
Κι ύστερα ήρθαν οι ανάδοχοι και μας κοίταγαν, τις τρίχες μας, τα καπούλια μας, τα μάτια μας…
Τέλος η γειτόνισσα αποφάσισε, πήρε τον Ντίντη μου κι εμένα με πήρε εκείνο το ζευγάρι, ο γραβατωμένος με την ξινή. Καλοί άνθρωποι δε λέω, δε μου λείπει τίποτα… έχω κήπο, δέντρα, το σπιτάκι μου… Μες στο σπίτι τους δε μπαίνω ποτέ, απαγορεύεται αυστηρά. Όποτε επιχείρησα… Τζακ… τι κάνεις, έξω γρήγορα… Μ’ αγαπάνε δε λέω, μα με τον τρόπο τους…
Μα λείπουν όλη μέρα, λίγο τους βλέπω βιαστικά το πρωί, ίσα που προλαβαίνω να κουνήσω λίγο την ουρά μου… για γλυψιές και τέτοια δεν το συζητάμε, να κρατάμε τις αποστάσεις… Το βράδυ σαν έρχονται είναι ‘’κουρασμένοι’’, ακόμα και το Τζακ… είναι πιο μαλακό, μια ματιά μόνο κι ίσα μέσα στο σπίτι τους.
Μόνο τις Κυριακές το πρωί σαν έχει καλό καρό και δε φυσάει ή δε βρέχει, με φωνάζει ο κύριος Τάκης, χωρίς τη γραβάτα του, μου χώνει απαραιτήτως κείνο το λουρί στο σβέρκο, λες κι είμαι κατάδικος, παίρνει κι ένα μπαστούνι για τους εχθρούς… και πάμε.
Είναι φανταστικοί αυτοί οι άνθρωποι, όλα τα χωρίζουν… από δω οι εχθροί, γάτες, κοπρίτες και κυρίως πολλοί απ’ τους άλλους ανθρώπους… από κει οι φίλοι, κάτι ξινές κυρίες που τσιρίζουν, κάτι γραβατωμένοι που καπνίζουν κάτι πούρα να…, ο κύριος Ζήσης ο οδηγός, ένα σκαλί παρακάτω αλλά της εμπιστοσύνης βρε αδερφέ… κι η Σμαρώ η υπηρέτρια… ούτε ψύλλος στον κόρφο της, εκατό σκαλιά παρακάτω μα της απολύτου εμπιστοσύνης… έχει βλέπεις τη βίλα όλη μέρα στα χέρια της, τρομάρα της… δε σταματάει δευτερόλεπτο. Κι εμένα με κοιτάει με μισό μάτι… όχι κι εγώ πως τη συμπαθώ ιδιαίτερα, κυρίως τη λυπάμαι. Δε λέω από φαΐ και πλύσιμο και τέτοια με περιποιείται, αλλά ως εκεί… ούτ’ ένα χάδι, σκέτη αγγαρεία, τι να την κάνεις τέτοια περιποίηση…
Κι εγώ όλη μέρα να κόβω βόλτες στον κήπο, ν’ αράζω σε καμιά σκιά κάτω απ’ τις βεράντες ή κάτω απ’ τα πεύκα. Κι εκείνος ο μαντρότοιχος θε μου, ένα μέτρο ύψος… δε βλέπεις τίποτα έξω κι από πάνω άλλο ένα μέτρο κάγκελα… κάστρο άπαρτο η βίλα… να τη σέβονται οι φίλοι και να τρομάζουν οι εχθροί. Κι εκείνα τα φωτάκια που αναβοσβήνουν στις τέσσερις γωνιές κι άμα μπλοκαριστούν από κάποια απόπειρα παραβίασης αλίμονό μας… σφυρίγματα διαολεμένα, τ’ αλάρμ ν’ αναβοσβήνουν λες και χάλασε ο κόσμος… μέχρι να φτάσει η έρμη η Σμαρώ στον κεντρικό πίνακα να κλείσει το συναγερμό. Μα εγώ είχα δει, δεν είχε έρθει κάποιος κακός, ο μαυροκότσυφας ήταν που πέταξε κάθετα στην ακτίνα του συναγερμού… Πόσο κουτοί είναι οι άνθρωποι, χωρίζουν τον κόσμο σε εχθρούς και φίλους και τους πιο πολλούς δεν ξέρουν που να τους βάλουν κι είναι ακαταχώρητοι, πότε εχθροί, πότε φίλοι…
Και τώρα στο ζουμί και το ζουμί είναι η μοναξιά, αυτή που με τυραννά μέρα και νύχτα, νύχτα και μέρα… Από καιρό έψαχνα μια λύση, δεν είναι ζωή αυτή… να βγαίνεις απ’ το κάστρο μόνο Κυριακή πρωί κι αν… δε βρέχει, δεν κάνει κρύο, δεν έχει πονοκέφαλο ο κύριος Τάκης με τη γραβάτα, δεν έχει καυγαδίσει με την ξινή, δεν έγινε κάτι έκτακτο στην επιχείρηση, πηγαίνει καλά το χρηματιστήριο… ένα σωρό προϋποθέσεις… και το λουρί απαραιτήτως, είναι κανόνας απαράβατος. Και μην τολμήσω να τα κάνω στο δρόμο, κομμένη η βόλτα την άλλη Κυριακή… ίσα το ψιλό κι αυτό με μέτρο, δεν είναι αξιοπρεπές λέει ο κύριος Τάκης κι ας μη φοράει γραβάτα την Κυριακή το πρωί…
Έψαχνα τρόπο να την κάνω που λέμε και μεις οι σκύλοι, εκεί έξω… στην ελευθερία, να δω σκύλους, γάτες, ανθρώπους, αυτοκίνητα, του κόσμου τα καλά, να θολώνει το μάτι σου… κι όλα αυτά χωρίς λουρί, να περπατάς όπου θέλεις, να τρέχεις όπως τραβάει η ψυχούλα σου και προπαντός να μη φωνάζει κανένας κείνο το Τζακ…, χωρίς πονοκέφαλο ρε αδερφέ.
Κοιτούσα τον γραβατωμένο κύριο Τάκη το πρωί, καθώς έβγαινε απ’ την πόρτα να πάει δίπλα στο γκαράζ… έβαζε κάτι στην πόρτα και το στριφογύριζε, μετά πατούσε το χερούλι της πόρτας κι εκείνη άνοιγε προς τα μέσα και μετά ξανάκλεινε κι ερχόταν η μοναξιά μου…
Κι η ξινή το ίδιο έκανε κι ο κύριος Ζήσης ο οδηγός μας, μα κι η Σμαρώ εκατό φορές τη μέρα, πότε για τα ψώνια, πότε για τα σκουπίδια, πότε για το περίπτερο…
Πήγαινα κι εγώ στην πόρτα σαν έμενα μόνος στον κήπο και χαρχάλευα το χερούλι, μα δεν άνοιγε… κοίταγα με το ‘να μάτι απ’ την τρυπούλα πάνω απ’ το χερούλι κι έβλεπα λίγο το δρόμο και μ’ έπιανε μια λαχτάρα… αχ να μπορούσα κι εγώ ν’ ανοίξω μια φορά…
Μια μέρα λοιπόν όπως χαρχάλευα την πόρτα κάνει ένα κλακ κι ανοίγει… η καρδιά μου πήγε να βγει απ’ τα πλευρά μου… θε μου άνοιξε, μπορώ να βγω στο δρόμο.
Έφυγα… χωρίς λουρί, χωρίς τον κύριο Τάκη με τα ‘’μη’’ και το μπαστούνι για τους εχθρούς. Και τριγύρναγα ώρες και δε βρήκα ούτ’ έναν εχθρό… μόνο λίγο τ’ αυτοκίνητα φοβήθηκα, μα τα πόδια μου κρατάνε γερά… την τελευταία στιγμή προλάβαινα να περάσω κι εκείνα στρίγγλιζαν σα διαόλοι και μια οργισμένη φωνή έφτανε στ’ αυτιά μου ‘’κωλόσκυλο’’ και δεν ξέρω ποιος την έβγαζε, ο οδηγός ή το ίδιο το αυτοκίνητο.
Μόνο έναν περίεργο συνάντησα, που γυάλιζε το μάτι του και μύριζε παράξενα και καθώς περπατούσα πλάι του καμαρωτός εγώ και λεύτερος κάνει μια το πόδι του προς τον κώλο μου… ίσα που μ’ άγγιξε, πρόλαβα μ’ ένα σάλτο και του ξέφυγα… κι έσκουξε ‘’κωλόσκυλο’’.
Φαίνεται αρκετοί άνθρωποι εκεί έξω συνηθίζουν να σ’ αποκαλούν ‘’κωλόσκυλο’’, μα δεν τους αδικώ όλους, πολλοί είναι κι αυτοί που σε κοιτούν με συμπάθεια και που και που σου λένε κι έναν καλό λόγο.
Βέβαια οι πιο πολλοί είναι αδιάφοροι, τρέχουν λες και φορούν παρωπίδες, κοιτούν λέει τη δουλειά τους… φαίνεται άνθρωποι και δουλειά είναι έννοιες συνυφασμένες…
Τέλος πάντων μην τα πολυλογώ, κάποια στιγμή δίψασα, άρχισε να γουργουρίζει και το έντερό μου… σημάδι πείνας σκέφτηκα, πήρα το δρόμο της επιστροφής. Ακολουθώντας τις μυρωδιές μου δε δυσκολεύτηκα καθόλου, έφτασα μπρος στην πόρτα μα ήταν θεόκλειστη. Πάλεψα, τη γρατσούνισα με νύχια και δόντια… τίποτα, δεν είχε και χερούλι απ’ την έξω μεριά. Και τώρα τι κάνουμε… έξυσα τα πλευρά μου στον τοίχο και σκεφτόμουνα… τι κάνουν οι άνθρωποι σαν ψάχνουν κάτι και δυσκολεύονται… βάζουν τις φωνές. Αρχίζω λοιπόν κι εγώ τα γαυγίσματα και ω του θαύματος έπιασε. Να σου η Σμαρώ όλο νεύρα, να μουρμουρίζει… διαολόσκυλο και να ‘ρχεται προς την πόρτα, Τζακ… που πήγες π’ ανάθεμά σε, με κοψοχόλιασες… Κούνησα την ουρά μου και μπήκα σαν κύριος. Η Σμαρώ τάφος… δεν έμαθε τίποτα η ξινή κι ο γραβατωμένος.
Τούτη τη δραπέτευση την ακολούθησαν κι άλλες… φαίνεται τη Σμαρώ τη διευκόλυναν οι δραπετεύσεις μου ή κατά βάθος μπορεί να με συμπονούσε κι όλας… μόνη κι αυτή, ολημερίς με τις δουλειές… δύσκολο το μεροκάματο… κι αυτή η έρμη μια Κυριακή περίμενε για την έξοδό της ως το απόγευμα, ύστερα τα κεφάλια μέσα… κι ας είχε κλειδί για την πόρτα… Φαίνεται πως ο εγκλεισμός είναι δίφατσος… άλλοι τον επιλέγουν, ας όψονται οι ανάγκες κι άλλους τους επιλέγει εκείνος, ως μοίρα…
Και περνούσαν τα καλοκαίρια κι οι χειμώνες κι είχα διάφορες περιπέτειες με τις εξόδους… όχι τίποτα ιδιαίτερο, να μερικές κλωτσιές στον πισινό, κάτι χάδια μερικές φορές, κάτι ξεγυρισμένα κεράσματα την ώρα που άρχιζε η πείνα, κάτι φιλίες μ’ αδέσποτους… τέτοια.
Κι εκείνη η κούκλα η Φαίη, που το ‘σκαγε κι αυτή κάπου-κάπου και τα βρίσκαμε μαζί μια χαρά… Αυτή είναι ζωή δικέ μου, μακάριζα τον εαυτό μου, σκυλίσια ζωή…
Μια μέρα , το τρίτο χρόνο, Τρίτη ήταν κι η μέρα θαρρώ… καταραμένη Τρίτη που λέει και το άσμα, βγήκα συνάμενος και λυγάμενος, η Φαίη έλειπε, δεν μπόρεσε φαίνεται να βγει και τριγύρναγα ασκόπως που λέμε κι όλα ωραία… Κάποια στιγμή πείνασα και σκέφτηκα να βρω κάτι σε κάνα σκουπιδοτενεκέ ανοιχτό, μύριζαν βέβαια απαίσια αλλά αυτό ήταν το λιγότερο… το κυριότερο ήταν πως θυμόμουν το καπάκι παρ’ όλα τα χρόνια… κείνο το καπάκι που πήγε να μου κόψει το λαιμό κι είπα άσε… θα γυρίσω στο σπίτι.
Σε μια γωνιά καθώς γύριζα, έξω απ’ ένα μισογκρεμισμένο σπίτι βλέπω ένα πιατάκι με τρία ζουμερά μπιφτέκια… μια σκέτη τρέλα… χωρίς να το πολυσκεφτώ, τέτοιες τύχες δεν τις συναντάς κάθε μέρα, όρμησα και σε δυο λεπτά γυάλισα τον πάτο του πιάτου… κούνησα την ουρά μου φχαριστημένος και ματακίνησα για το γυρισμό, χωρίς να βιάζομαι είν’ αλήθεια.
Σε λίγο κάτι με τσιμπούσε στην κοιλιά μου, στάθηκα… τεντώθηκα λίγο… μπα δεν είναι κάτι… φαίνεται έφαγα πολύ… τρία ολόκληρα μπιφτέκια. Σε λίγο πύχτωσε το σάλιο μου και μου ερχόταν μια περίεργη γεύση κι αναγούλα μαζί… στάθηκα πάλι… άρχισαν κάτι σπασμοί στην κοιλιά μου κι όρμησε από μέσα μου κύμα οργισμένο το ξέρασμα… έβγαλα τα σωθικά μου τα ίδια… εκεί στη γωνιά του δρόμου, μόνος, ανήμπορος… να ξερνοβολώ χολή και αίμα και μετά να χάνομαι, δε θυμόμουν τίποτα, ούτε που είμαι, ούτε ποιος είμαι…
Τρία ολόκληρα μπιφτέκια, γιομάτα μίσος κι αποσκυλιά…
Αιωνία η μνήμη σου Τζακ…

                                                                                                                         Άγγελος  Γαλάνης