Οι
πόλεις στεριώνουν, μεγαλώνουν, κατακρημνίζονται, ανασταίνονται,
μεταμορφώνονται, καλλωπίζονται, μοντερνίζουν, υπάρχουν. Οι κάτοικοι
καθημερινούν, σφαγιάζονται, διώχνονται, γέρνουν, γερνούν, φεύγουν, έρχονται.
Και τα καραβάνια, για αιώνες σέρνουν ένα κορδόνι ανθρώπους και εμπορεύματα,
ιδέες, δοξασίες, βλέψεις και συναισθήματα.
ΑΜΑΣΕΙΑ.
Όπως όλες οι πόλεις που σέβονται τον εαυτό τους ξαπλώνει δίπλα σε ποτάμι: « η
δε ημετέρα πόλις κείται εν φαράγγι βαθεία και μεγάλη δι ης ο Ίρις φέρεται
ποταμός, κατασκεύασται δε θαυμαστής, προνεία τε και φύσει, πόλεως άμα και
φρουρίου παρέχεσθαι χρείαν δυναμένην». Έτσι γράφει για την γενέτειρά του ο
γεωγράφος της αρχαιότητας Στράβων (63 π.Χ. - 23 μ. Χ.), πολυμορφωμένος σε
Αλεξάνδρεια και Ρώμη, πολυταξιδεμένος από Αρμενία έως Τυρρηνία και από Πόντο
έως Αιθιοπία, αρκούν τα «Γεωγραφικά» του, όπου και αν πάτε, τούτο το κείμενο να
έχετε μαζί σας για τη γνώση κάθε χώρου.
Στέριωσε
η πόλη από τα αρχαία αλλά κυρίως στα ρωμαϊκά χρόνια πάνω στη μεγάλη εμπορική
αρτηρία που ξεκινούσε από τα παράλια του Ευξείνου Πόντου και οδηγούσε νότια.
Και πάλι διαβάζουμε στον Στράβωνα : "Τοσαύτην δ'οπώραν εκδίδωσιν η
παρώρειος την αυτοφυή και αγρίαν, σταφυλής τε και όχνης και μήλου, ώστε κατά
πάσαν του έτους ώραν αφθόνως ευπορείν ....".
Πρωτεύουσα
του βασιλείου του Πόντου και βασιλική νεκρόπολη των πρώτων Μιθριδατιδών, από
την ίδρυση του βασιλείου περίπου το 301 π.Χ. μέχρι τη μεταφορά της πρωτεύουσας
στη Σινώπη. Τη νιώθεις την περηφάνια της, την ομορφιά της. Σαν αρχαία πόλη
στεφανώθηκε με κάστρο, και αρχαίο θέατρο να ακουμπά στα τείχη, με υδρείες
-λαξευμένες σήραγγες- από τις μεγαλύτερες σε όλη τη Μικρά Ασία, έδρα
αξιωματούχων, και πρωτεύουσα του Μιθριδατικού βασιλείου, για εκατόν πενήντα
χρόνια (τούτοι οι ωραίοι, καλλίκομοι και τολμηροί που τόλμησαν να τα βάλουν με
τους Ρωμαίους) λάξευσαν του τάφους τους στα βράχια και έτσι το επιβλήθηκαν σε
όλους τους περαστικούς και έσυραν την περιέργεια των πρώτων Ευρωπαίων
αρχαιοφιλ- και αρχαιθήρ- και η πόλη τυπώθηκε και στις πρώτα δελτιάρια διάδοσης
της ευμορφίας της.
Οι
χώροι λατρείας λες και πεισμώνουν. Αναγεννιούνται με τις κάθε νέες δοξασίες.
Χώροι όπου συναντώνται και ας μην αγαπιούνται λαοί, φυλές και γλώσσες. Και οι
αιώνες κυλούν. Ελληνόφωνοι χριστιανοί και Αρμένιοι, περνούν τα κατώφλια και
είναι καλοδεχούμενοι στους τεκέδες από τους μυστικιστές δερβίσηδες μιας άλλης
δοξασίας που έχει ψήγματα νεοπλατωνισμού και Χριστιανισμού. Και ύστερα οι
Σελτζουκίδες, παγιώθηκαν αστραπιαία, με όλα τα ιρανο-τουρκικά στοιχεία στην
πίστη, στον λόγο, στα κτίσματα. Μαρμάρινες σαρκοφάγοι με ιπτάμενους ερωτιδείς
σαβανώνουν αλλόθρησκα σώματα, βυζαντινές εκκλησίες μετατρέπονται σε τεμένη,
διακοσμήσεις με επιμονή στην λεπτομέρεια, πολυπλοκότητα, μιναρέδες με στριφτές
νευρώσεις, μεντρεσέδες (ιεροσπουδαστήρια) που ως σήμερα κυκλώνουν τους
μαθητές-μαριονέτες αποστήθισης των ιερών κειμένων, αποστήθισης στα αραβικά, άρα
ακατανόητα και άρα πλήρως υποταγμένοι στην ερμηνεία που θα τους αποδοθεί από
τον δάσκαλο. Και άλλοι μεντρεσέδες- κλινικές για το σώμα και την ψυχή, με
μουσική και νερά και υπομονή και γνώση αιώνων από τις στέπες. Σελτζούκοι
οικοδομούν μαυσωλεία αξιωματούχων, αμέσως μετά την αποφράδα μέρα του 1071, της
ήττας των Βυζαντινών, εκεί πιο ανατολικά, στο Ματζικέρτ. Μούμιες Μογγόλων
διοικητών, στο Μουσείο, στοιχειώνουν το πέρασμά τους από την πόλη. Στο Μουσείο
και το αγαλματίδιο του θεού Τεσούπ, θεού του κεραυνού, των Χετταίων με μύτη να
θυμίζει τους απογόνους του στον χώρο. Ύστερα ναι και από τους Ουρατρού, και
τους Φρύγες, και τους Σκύθες και τους Έλληνες, ευρήματα και πιο πολλά των
Ρωμαίων, αλλά και των Βυζαντινών, και των Αρμενίων φυσικά και των Σελτζούκων
ακόμα πιο εντυπωσιακά και σπάνια, ξυλόγλυπτες θύρες, μπρούτζινα κηροπήγια, χειρόγραφα
αστρονομίας, και κεντητά.
Και
πάντα η πόλη ορίζει τους δρόμους των καραβανιών και ορίζεται ως σταθμός στα
καραβάνια αυτά που πάνε από / προς τα ανατολικά. Σέρνουν οι καμήλες και
κουβαλούν υφάσματα και πετράδια, ζιμπελίνες, όπλα, χαλιά, δέρματα και μπαχαρικά,
καρπούς, μεταξωτά και...παραμύθια
Φυσικά
εδώ, στην Αμάσεια και ένα μέρος τρανταχτό της σφαγής, και του κυνηγητού των
Αρμενίων (1914-15) αλλά και εδώ λίγο αργότερα και τα «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας»
για την εκκαθάριση κάθε κίνησης συνεργασίας με ξένες δυνάμεις και
αυτονομιστικές τάσεις, με συνοπτικές διαδικασίες εκεί στην κεντρική πλατεία με
το ογκώδες μνημείο του Κεμάλ έστειλαν στην αγχόνη 174 Έλληνες Ποντίους
προκρίτους και διανοούμενους.
Μουδιασμένοι
σήμερα όλοι τους – ημέρα των εκλογών- ναι, τους έχει κάπως ναρκώσει ο νέος
Σουλτάνος. Γέφυρες, γεφυρώνουν εποχές και συνοικίες και καμπυλώνουν πάνω από
ένα ποτάμι ακαθορίστου χρώματος λόγω ορυκτού, οικίες οθωμανικής ευμάρειας,
μουσείο για τους Οθωμανούς πρίγκιπες, αυτούς που εδώ δοκιμάζονταν να διοικήσουν
το devlet (κράτος) και εδώ εξορίστηκαν ή δολοφονήθηκαν νέοι φερέλπιδες
διάδοχοι, εδώ έφαγε και ο Σουλεϊμάν ο Μέγας, τον πιο αγαπητό και επικίνδυνο,
μόνο λόγω συκοφαντίας γιο και διάδοχό του, τον Μουσταφά. Εδώ έως την Αμάσεια,
Ευρωπαίοι πρέσβεις ακολουθούσαν τις στρατιωτικές εκστρατείες του Μέγα Αυθέντη,
«έρποντας» και υποταγμένοι, εκλιπαρώντας ευνοϊκές διομολογήσεις, προνόμια και
ειρήνη.
Ανεβαίνουμε
προς τους λαξευτούς τάφους και κάτω απλώνεται το μεγαλείο μιας πόλης που
στέριωσε, κύλησε και άνθησε δίπλα στο ποτάμι. Στέγες μπλέκονται με μιναρέδες,
αυλές με σαχνισιά και στα σοκάκια, καλαϊτζήδες, παζάρια, μικροέφηβες κοκέτες
παίζουν λίγο πριν, λίγο μετά το κατηχητικό παίζουν με τη μαντήλα, με τις γάμπες
τους, με το μέλλον τους και λίγο πιο κάτω, μοντερνέ μπρούτζινος πασάς σε άγαλμα
κάνει ...τι κάνει ; σέλφι !!! ..ναιαιαιαι...
Κείμενο - φωτογραφίες
Ιόλης
Βιγγοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τα σχόλιά σας!