Έλληνας φωτογράφος. Τόσο απλή διατύπωση μα και τόσο δαιδαλώδης στη σύνθεση και στην προσπάθεια ανάλυσης της. Σκεφτείτε το συγκεκριμένο πάντρεμα λέξεων λίγο βαθύτερα και ίσως συμφωνήσετε μαζί μου στο θεμελιώδες συμπέρασμα πως πρόκειται, αν μη τι άλλο, για εκρηκτικό συνδυασμό. Από τη μια, όλοι εμείς που ζούμε σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη, σε αυτή την πλευρά της Μεσογείου. Ο μέσος Έλληνας που, σπανιότατα πλέον, βλέπει (και επιθυμεί βεβαίως) το «βαπτιστικό» του να μετεξελίσσεται σε «Έλλην», έχοντας εδώ και δεκαετίες αποφασίσει πως του καμώνεται πιο ταιριαστό το «Ελληνάρας». Διατηρώ ακόμα αμυδρή την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα βαρεθούμε να παρα – δεχόμαστε τα ελαττώματα μας, θα σιχαθούμε να αναλύουμε απλώς τα κουσούρια μας και θα στρωθούμε στη δουλειά και στην προσπάθεια να φτιάξουμε μια ζωή που θα λειτουργεί ως αληθινή και υπαρκτή «συγγνώμη» για τα παιδιά μας. Αλλά ας μην παρεκκλίνω περισσότερο της πορείας αυτού εδώ του άρθρου. Από την άλλη λοιπόν, δεύτερη λέξη στη σειρά, ο «φωτογράφος». Όσοι και όσες από εμάς, πάλι σε αυτό τον ρημαδιασμένο τόπο, αποφασίσαμε κάποια στιγμή στον βίο μας, είτε ως επάγγελμα είτε ως χόμπι (είτε ως πολλά άλλα, όπως θα προκύψει από την ανάγνωση του παρόντος κειμένου), να χρησιμοποιούμε φωτογραφικές μηχανές ώστε να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας σαν κατακερματισμένα «κάδρα», διαλέγοντας κάθε φορά αυτά που μας δίνουν τη δυνατότητα να ισχυριστούμε ότι μας βοηθούν να «εκφραστούμε».
Δύο «ράτσες» που εκ πρώτης όψεως συναγωνίζονται η μία την άλλη, σε παραξενιές, ιδιαιτερότητες, αδυναμίες, ελλείψεις, προτερήματα, ελαττώματα και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους. Η ένωση τους φυσικά δεν είναι κάτι καινούριο. Αντιθέτως μάλιστα, κρατά γερά από τον 19ο αιώνα και στη διάρκεια του εικοστού κατάφερε να δώσει ορισμένα εξαιρετικά «τέκνα», το έργο των οποίων δεν παύει να μας εκπλήσσει όσες φορές και αν δοκιμάσουμε να το μελετήσουμε. Οι καιροί όμως αλλάζουν. Η τεχνολογία, ο φωτογραφικός εξοπλισμός, το διαδίκτυο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τόσες άλλες κοσμογονικές αλλαγές, οδήγησαν και εξακολουθούν να οδηγούν τον «Έλληνα» και τον «φωτογράφο» σε νέες περιπέτειες, σε ακόμα πιο θολούς και ιλαροτραγικούς ορίζοντες. Νέες ράτσες γεννιούνται από καιρό εις καιρόν, παλιές ενδυναμώνονται εκ νέου, άλλες κινδυνεύουν με εξαφάνιση (όχι απαραίτητα κάτι κακό εδώ που τα λέμε). Στιγμές πριν ξεκινήσω να σκέφτομαι τί στο καλό θα πρωτοσυμπεριλάβω σε αυτό το κείμενο – χρονογράφημα, άρχισε να αχνοφαίνεται η δυσκολία του όλου εγχειρήματος. Αν θέλω να είμαι ειλικρινής στα γραπτά μου, όπως πάντα προσπαθώ, θα χρειαστεί να καταπιαστώ με όλα αυτά που έχω παρατηρήσει, εντοπίσει, ζήσει και πράξει εδώ και 27 φωτογραφικά χρόνια. Πάντα υπό καλές προθέσεις (αλλά ας μην παίρνω και όρκο), ανακινώντας καίρια προβλήματα και ζητήματα του συναφιού μας, επιχειρώντας τελικά και εγώ ο ίδιος να δω αν τελικά σώζεται η όλη κατάσταση ή ουσιαστικά μένουμε απαθείς να βλέπουμε την αγαπημένη μας ενασχόληση να αλλοιώνεται και να παραπαίει. Χρήσιμο «εργαλείο» σε όλο αυτό που σας καρτερεί να το διαβάσετε, θα είναι το χιούμορ και η σάτιρα. Πρόκειται βέβαια περί δόλιου τεχνάσματος μιας και κάτω από μια παχιά επικάλυψη αστεϊσμού θα υφέρπει κάτι πολύ πιο ζοφερό και δυσάρεστο. Η αλήθεια. Τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνομαι με τα δικά μου μάτια, τα δικά μου αυτιά, τα δικά μου «κάδρα».
Χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση λοιπόν, ξεκινώ το τιτάνιο έργο να παραθέσω και να καταγράψω, έστω και πολύ σύντομα και συνοπτικά, υπό τη μορφή λίστας και καταλόγου, τις ελληνικές «ράτσες» φωτογράφων. Είναι και πολλές τρομάρα τους. Μήπως πραγματικά κάποιες από αυτές δεν τις χρειαζόμαστε πια; Τί λέτε;
Υ.Γ.: Η ένδειξη «Τόμος Πρώτος» κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Υποψιάζομαι πως θα βρεθούν αρκετοί από εσάς που εύκολα θα εντοπίσουν ράτσες και υποκατηγορίες αυτών, μη καταχωρημένες στο παρόν κείμενο. Θα χαρώ πολύ να χρησιμοποιήσετε όποιον τρόπο επικοινωνίας επιθυμείτε, ώστε να βοηθήσουμε όλοι μαζί για τη δημιουργία ίσως και ενός δεύτερου τόμου στο εγγύς μέλλον. Δεν είναι πάντως διόλου απίθανο να αισθανθείτε πλήρεις ανάγνωσης, με τις 35 κύριες ράτσες που κατηγοριοποιούνται εδώ...
Υ.Γ. 2: Η σειρά είναι ουσιαστικά τυχαία, με μια αμυδρή αναγνωστική προτεραιότητα σε κάποιες πιο σημαντικές ή διαδεδομένες ράτσες. Όλα βέβαια είναι υποκειμενικά, οπότε διαβάστε τη λίστα και ανάποδα αν το επιθυμείτε.
1. Ο «οι mirrorless δεν με έχουν πείσει ακόμα»: Πρόκειται καθαρά πλέον για μία φράση βγαλμένη από το χρονοντούλαπο της φωτογραφικής Ιστορίας και ταιριάζει πολύ ωραία σε έτη όπως το 2010, για παράδειγμα. Παραδόξως, αυτή η ράτσα διατηρεί πολύ μεγάλο πληθυσμό ακόμα στην Ελλάδα και επιμένει τεχνηέντως να κλείνει τα αυτιά της όταν οι υπόλοιποι φωτογράφοι αρχίζουν να απαριθμούν τον καταιγισμό πλεονεκτημάτων που ήδη διαθέτουν οι mirrorless φωτογραφικές μηχανές. Έχοντας ήδη αντιληφθεί ότι τα επιχειρήματα περί ανωτερότητας στην αυτόματη εστίαση και στη διάρκεια της μπαταρίας δεν υφίστανται πλέον, καταφεύγουν στην θλιβερή εξιστόρηση των τεράστιων ποσών που έχουν εδώ και χρόνια δαπανήσει για να φτιάξουν ένα σύστημα φακών το οποίο δεν μπορεί τώρα «στα καλά καθούμενα» να χαραμιστεί. Με τον ίδιο πονηρό τρόπο κάνουν ότι δεν γνωρίζουν την ύπαρξη ενός «μαγικού» αντικειμένου που λέγεται «αντάπτορας». Κύρια υποκατηγορία αυτής της ράτσας, είναι ο φωτογράφος «μόνο Canon ή Nikon». Κάνουν πολύ παρέα με τον «φωτογράφο γάμου» και συχνά πάσχουν από αυχενικό ή διάφορες ορθοπεδικές παθήσεις σε χέρια, ώμους και πλάτη.
2. Ο φωτογράφος «social media»: Αυτή είναι μια σχετικά νέα ράτσα, τόσο στη χώρα μας όσο και στον υπόλοιπο πλανήτη. Εδώ όμως καταφέρνει και εξαπλώνεται συνήθως με πιο γοργούς ρυθμούς επειδή, όπως και να το κάνουμε, η ευκολία, η προχειρότητα και η άγνοια καραδοκούν σε κάθε μας διαδικτυακό βήμα. Προτείνω να μην αισθάνεστε έκπληκτοι ή προσβεβλημένοι κάθε φορά που βλέπετε αυτή τη ράτσα να συγκεντρώνει δεκαπλάσιο αριθμό από likes, καρδούλες και «μπράβο», αναρτώντας μια λήψη που μπορεί εύκολα να πραγματοποιηθεί από ένα παιδάκι πέντε ετών. Οι δικές σας λήψεις δεν θα τους φτάσουν ποτέ και είναι μάταιο να προσπαθείτε να τους μοιάσετε. Η πλαστή διαδικτυακή τους «φήμη» προϋποθέτει άπειρες χαραμισμένες ώρες μπροστά στο Facebook και στο Instagram, ανελέητο χαριεντισμό και καταιγισμό αλληλοκολακείας. Δεν είναι προτιμότερο να είστε εκεί έξω και να φωτογραφίζετε; Απλά αγνοήστε τους…
3. Ο «θα τα φτιάξω μετά στο Photoshop»: Εδώ, πλήρως συνειδητά, καταπιάνομαι με μια ράτσα, κεκαλυμμένα χαρακτηριστικά της οποίας συναντώ πολύ συχνά σε μαθητές μου. Άπαξ και ο Έλληνας φωτογράφος αντιληφθεί την πραγματική δύναμη και ευελιξία προγραμμάτων όπως το Photoshop, παρατηρήσεις και νουθεσίες σχετικά με τη σύνθεση, το καδράρισμα, την ποιότητα του φωτισμού και πολλά άλλα, εισέρχονται από το ένα του αυτί και εξέρχονται από το άλλο. Για να εντοπίσετε αυτή την, κρυμμένη καλά πολλές φορές, ράτσα, δεν έχετε παρά να την ακούσετε να επαναλαμβάνει άπειρες φορές τη λέξη «κροπάρω» κατά τη διάρκεια μιας λήψης. Εκ του αποτελέσματος, οι ματζέντα ουρανοί και τα ψυχεδελικά σκηνικά μαρτυρούν την συνήθη επιτυχία του «φτιαξίματος» στο Photoshop. Χωρίς βέβαια να παραλείψουμε και φωτογραφίες που καταλήγουν σχεδόν τετράγωνες, όχι από άποψη αλλά από αναγκαστικό κροπάρισμα σε όλα τα περιττά στοιχεία που από την αρχή δεν θα έπρεπε να έχουν συμπεριληφθεί.
4. Ο «φωτογραφίζω μόνο σε manual»: Εδώ θα είμαι απολύτως ειλικρινής. Εκπλήσσομαι που αυτή η ράτσα διατηρεί ακόμα τόσο ζωντανό πληθυσμό στη χώρα μας. Οι πιστοί οπαδοί του δόγματος «για να μάθεις Φωτογραφία πρέπει να δουλεύεις στο manual» έχουν τις ρίζες τους σε συμπαθείς ηλικιωμένους που αναπολούν την εποχή των πλήρως μηχανικών SLR. Αν βέβαια επιθυμούν την πραγματικά ουσιαστική εκμάθηση των θεμελιωδών αρχών αυτής της τέχνης, θα έπρεπε να ωθούν τους νέους συναδέλφους προς την αποκλειστική χρήση φιλμ και αναλογικών μηχανών, κάτι που φυσικά δεν το πράττουν μιας και τελευταία στιγμή θυμούνται τις ευκολίες της ψηφιακής τεχνολογίας. Ακούστε λοιπόν πως έχει το πράγμα (και αυτό είναι η ταπεινή μου γνώμη). Όλα αυτά που υποτίθεται έπρεπε να ελέγχουμε τότε που είμασταν υποχρεωμένοι να δουλεύουμε με manual ρυθμίσεις (ταχύτητες κλείστρου, διαφράγματα, έκθεση κ.λπ.) μπορούμε εξίσου καλά να τα χειριζόμαστε και στο «P» και αλλού. Ναι, δεν είναι ντροπή για έναν φωτογράφο να χρησιμοποιεί το «P». Η συγκεκριμένη ράτσα μπορεί να επιχειρηματολογήσει ως προς τη χρησιμότητα του «Μ» στις περιπτώσεις που δουλεύουμε σε στούντιο και εκεί θα συμφωνήσω απόλυτα. Για κάποιο περίεργο λόγο όμως, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτής της ράτσας, ούτε που ξέρει πώς είναι το εσωτερικό ενός φωτογραφικού στούντιο. Κύριο χαρακτηριστικό της; Το να χάνουν τουλάχιστον τις μισές ευκαιρίες για καλές λήψεις, προσπαθώντας να κάνουν ρυθμίσεις που μπορούν να επιτευχθούν πολύ πιο γρήγορα με άλλα προγράμματα. Ακολουθεί βέβαια και η ανάλογη απογοήτευση όταν βλέπουν τα ποσοστά επιτυχίας τους στην οθόνη του υπολογιστή (και όχι στην φωτεινή τράπεζα όπως θα όφειλαν).
5. Ο «καλλιτέχνης» φωτογράφος: Άλλη μια ράτσα που ενώ υπήρχε ανέκαθεν σε σημαντικούς αριθμούς, γνωρίζει εκ νέου άνθηση και ακμή. Από τη μια τα social media και από την άλλη το θαυματουργό «ό,τι δηλώσεις, είσαι» και ο «καλλιτέχνης» μας καταφέρνει να βρίσκεται μακριά από κάθε σκληρή ή εποικοδομητική κριτική, κυρίως επειδή έχει βρει τον τρόπο να «ερμηνεύει» τις κακές ή μέτριες λήψεις του κατά βούληση. Είναι σίγουρο πλέον ότι βρίσκει πρόθυμο κοινό για τις αμπελοφιλοσοφίες του και συνήθως μοιράζεται πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον «δάσκαλο Φωτογραφίας». Εκθέτει ό,τι θέλει και όπου θέλει, χωρίς σταματημό και χωρίς αιδώ. Δίνει πάρα πολύ μεγάλη βαρύτητα στην εμφάνιση του και πρέπει οπωσδήποτε να χρησιμοποιεί μια μικρή και ακριβή τσάντα ώμου. Προς θεού, ποτέ φωτογραφική τσάντα πλάτης! Το υπογένειο, τα επιτηδευμένα χρώματα της γκαρνταρόμπας του, τα λοιπά αξεσουάρ όπως τα καπέλα και τα κασκόλ, όσο και αν φαίνεται αστείο εν έτει 2020, εξακολουθούν να είναι «must». Έχει πάντα κρεμασμένη στο λαιμό του μια μηχανή που οφείλει να παραπέμπει σε ρετρό σχεδιασμό και φροντίζει να την ακουμπά με θεατρικό τρόπο επάνω στο τραπέζι όταν βγαίνει για καφέ. Ειδικά όταν στην παρέα υπάρχουν αιθέριες υπάρξεις που δεν γνωρίζουν ακόμα αυτή του την ιδιότητα. Σε μεγάλο βαθμό τα εισοδήματα του προέρχονται από τη θέση του στον δημόσιο τομέα και όχι από τη Φωτογραφία, μιας και ποτέ δεν πρόκειται να μπει στη διαδικασία να θέσει το έργο του υπό αντικειμενική κριτική. Εναλλακτικός τίτλος ράτσας: «ποιοτικός φωτογράφος». Για να το οπτικοποιήσετε πιο εύκολα, αναζητήστε το σύντομο βίντεο με τον αείμνηστο Σωτήρη Μουστάκα και το σκηνικό στο βιβλιοπωλείο, όπου ζητά να αγοράσει «τα άπαντα, γενικώς»...
6. Ο «full frame»: Μονολογεί διαρκώς «αν θέλεις ποιότητα, πρέπει αναγκαστικά να πας σε full frame» αγνοώντας προφανώς τόσο τα τεχνολογικά άλματα στα άλλα μεγέθη αισθητήρων, όσο και το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του υλικού που πλέον παράγει ένας φωτογράφος, χρησιμοποιείται μέσω θέασης σε οθόνες κινητών τηλεφώνων, tablets και υπολογιστών και ΟΧΙ για εκτυπωτική εργασία όπως παλιότερα. Το παρήγορο με αυτή τη ράτσα είναι το ότι κατάφερε, μετά από κάποια χρόνια, να αφήσει πίσω της την εμμονή για τα πολλά megapixels. Όχι ότι επικεντρώθηκε σε κάτι πιο δημιουργικό αλλά τέλοσπαντων κάτι είναι και αυτό. Κάνει επικίνδυνα συχνά παρέα με τη ράτσα των «pixel peepers», τους «φωτογράφους γάμου», τους «μόνο prime» και φυσικά τη ράτσα που βρίσκεται στον αριθμό ένα της λίστας. Ευελπιστώ πως κάποια στιγμή θα μάθουν να ελέγχουν δημιουργικά το βάθος πεδίου, ασχέτως μεγέθους αισθητήρα...