Δεκέμβρης του 1959,
παραμονή της πρωτοχρονιάς.
Φέτος θα υποδεχόμασταν τον καινούργιο χρόνο όλοι μαζί στο χειμαδιό, ας όψονται οι προβατίνες κι οι γίδες που πιάσαν να γεννοβολούν όλες μαζί κι ούτε λόγος πως θ’ ανεβαίναμε τούτη τη χρονιά στο σπίτι του χωριού.
Η μέρα κίνησε με τσουχτερό κρύο και συρμητό από ψιλό-ψιλό χιόνι που σα χτύπαγε στις γειρτές επιφάνειες κι απάνω μας, κατρακυλούσαν τούτες οι παράξενες, σα μικροσκοπικές μπαλίτσες, νιφάδες μέχρι να βρουν κάποια βολική γωνίτσα ή εσοχή ν’ απαγκιάσουν.
Το "στρωσε;" Ρώταε η γιαγιά τον μεγάλο της γιο, μόλις μπήκε τουρτουρίζοντας.
Είχε βγει να ταχτοποιήσει
τις πρωινές γέννες και να χωρίσει τις γεννημένες απ’ το κοπάδι που σε λίγο με
το ξημέρωμα θα ‘βγαινε για βοσκή.
"Όχι μάνα τι να στρώσει, ετούτο που ρίχνει δεν είναι χιόνι, θεός να μας φυλάξει, τούτο είναι σκέτος πάγος. Γέμισαν τα ρέματα κι οι λακκούβες σπυρωτό χιόνι και το φουρλίζει γύρω-γύρω ο αέρας και δεν ξέρει που να σταθεί κι αυτό κι εμείς. Να δούμε σήμερα πως θα βοσκήσουν και τούτα τ’ άμοιρα."
Στο κατόπι άρχισαν
ένας-ένας να ξεπορτίζουν για τις δουλειές τους.
Ο πατέρας με τον παππού
και το θείο μου στο κοπάδι.
Η μάνα με τη μεγάλη αδερφή μου στη στάνη για τις ετοιμόγεννες που ‘χαν μείνει πίσω και για τις γεννημένες που θα ‘φερνε ο παππούς απ’ το κοπάδι. Είχαν να φροντίζουν τα νεογέννητα αρνάκια μέχρι να σταθούν στα πόδια τους και να πιάσουν μαστάρι για να βυζάξουν.
Η μεσαία αδερφή μου είχε να βοηθάει τη γιαγιά στο μαγείρεμα και να πάει ως το μπαχτσέ, κάτω στην ποταμιά, για να φέρει τα πράσα που ‘ταν μπηγμένα στο χώμα για ν’ αντέχουν καθώς και τ’ αποξηραμένο μείγμα από σπανάκι, σέσκουλα, τσουκνίδες και σινάπια.
Τούτα τα φυλάγαμε στο
μικρό καλυβάκι στην ποταμιά δίπλα στο μπαχτσέ. Ήταν πες κάτι σαν κελάρι τούτο
το καλυβάκι, γιατί η καλύβα μας ήταν μικρή για να χωρέσει όλη την οικογένεια
ώστε να μπορέσει να ζεσταθεί, να φάει και να κοιμηθεί.
Κι εγώ τέλος με τη μικρότερη αδερφή μου και τη γιαγιά θα μέναμε στην καλύβα για να ετοιμάσουμε το βραδινό πρωτοχρονιάτικο δείπνο.
Η δουλειά είναι δουλειά μα δεν έπρεπε να λείψει και τίποτα απ’ το δείπνο, μέρα που ‘ταν.
Υπήρχε διάχυτη ένταση στην
ατμόσφαιρα.
Η γιαγιά επιφορτισμένη να
ετοιμάσει τόσα φαγιά μόνη της ήταν στην τσίτα.
Η μικρή δεν είχε τι να
κάνει κι όλο γκρίνιαζε, γιατί ήθελε παιχνίδια και παραμύθια.
Εγώ πάλι έπρεπε να στέκομαι κλαρίνο για τα θελήματα που πρόσταζε η γιαγιά. Και τι ήταν ετούτα τα θελήματα;
Το κυριότερο ήταν να
συντηρώ τη φωτιά στο τζάκι, να ξεχωρίζω τα κάρβουνα απ’ τα ξύλα που κάπνιζαν και
καίγονταν ακόμα με φλόγα και να τα θάβω στη χόβολη για να συντηρηθούν μέχρι να
τελειώσει το μαγείρεμα. Επίσης να ταΐζω τη φωτιά με καινούργια στεγνά ξύλα που
‘ταν ντανιασμένα έξω απ’ την καλύβα.
Και το δυσκολότερο ήταν να
τρέχω κάθε τρεις και λίγο στο ρέμα για νερό με το μεγάλο μπακιρένιο μπακράτσι
που ‘ταν ασήκωτο ακόμα κι αδειανό για τα παιδικά μου χέρια, πόσο μάλλον γεμάτο.
Κι έκανε τόσο κρύο θε μου, μόλις ξεμύτιζες απ’ την πόρτα έξω στο χιονιά.
Θα ‘ταν ως κι η δέκατη φορά που ‘παιρνα την εντολή της γιαγιάς για νερό, μια για το κρέας που ‘βραζε στη μεγάλη μαρμίτα, μια για το ζυμάρι της πίτας, μια για να πλύνει τα πράσα, τελειωμό δεν είχαν οι προσταγές της κι έπρεπε να γίνεις καπνός μόλις που θα ‘παιρνες την εντολή.
Η μύτη μου είχε γίνει
παντζάρι μια μέσα στη ζέστη μια έξω στο κρύο, όσο δε για τ’ αυτιά μου ούτε που
τα ΄νιωθα καθόλου μια κι είχαν γίνει σαν κόκκινα τσαρούχια και νόμιζα πως θα
μου πέσουν.
Η αλλόκοτη σκέψη άρχισε να
ωριμάζει μες στο μυαλό μου, αλλά ακόμα κι εγώ δε μπορούσα να φανταστώ τη μορφή
που ‘ταν να πάρει.
Κάποια στιγμή προς το
απόγευμα παίρνω εντολή απ’ τη γιαγιά να ρίξω τη χόβολη πάνω απ’ τη γάστρα για
να ψηθεί η βασιλόπιτα που ετοίμαζε.
Φέτος η βασιλόπιτα θα ‘ταν χορτόπιτα που ταίριαζε πιότερο με τις συνθήκες και θα ‘χε μέσα πράσα, αποξηραμένα χόρτα και τυρί φέτα. Γινόταν μια θεονόστιμη στεγνόπιτα, όπως τη λέγαμε, και μέσα της βέβαια θα ‘χε το φλουρί και τ’ άλλα σημάδια για το πώς θα κατανεμηθούν οι υπευθυνότητες του υποστατικού τη χρονιά που θα ‘ρχόταν, ανάλογα με το τι θα ‘πεφτε στο κομμάτι του καθενός το βράδυ που θα την κόβαμε καθισμένοι όλοι μας γύρω απ’ το σοφρά.
Ξεκρέμασα λοιπόν τη γάστρα
και το στεφάνι της απ’ το καρφί στον τοίχο και την έβαλα παραδίπλα απ’ τη
φωτιά, πέρασα το στεφάνι που συγκρατούσε τη χόβολη πάνω στην καμπούρα της, πήρα
και τη μεγάλη ξύστρα κι άρχισα να στρώνω τα μικρά καρβουνάκια ανάκατα με τη
ζεστή χόβολη πάνω στη γάστρα.
Μια ξυστριά, δυο, τρεις κι
η τέταρτη καλά-καλά γιομάτη έμεινε μετέωρη στη σκέψη μου και στο χέρι.
Δίπλα στη φωτιά ήταν η
αλουμινένια κατσαρόλα με τα τσιγαρισμένα χορταρικά και τη φέτα, έτοιμα για να
γεμίσουν την πίτα στο μεγάλο μπακιρένιο ταψί που ‘χε ήδη στρωθεί με τα κάτω
πέτουρα (φύλλα) απ’ τη γιαγιά κι εκείνη τη στιγμή τοποθετούσε το φλουρί και τα
λοιπά σημάδια.
Λοξοδρόμησε αστραπιαία η κατεύθυνση της ξύστρας σε μια πορεία ανεξέλεγκτη, έξω από κάθε λογική ή μάλλον υπακούοντας σ’ ένα ακαθόριστο παιδικό γινάτι κι άδειασε το περιεχόμενό της μέσα στην κατσαρόλα.
Έγινε χαμός, τσιτσίριζε η κατσαρόλα καθώς σβήναν τα καρβουνάκια μέσα στη γέμιση της πίτας και σηκώθηκε ένα σύννεφο ατμού και στάχτης που απλώθηκε σ’ όλη την καλύβα.
Η γιαγιά κόντεψε να πάθει
συγκοπή, με κοίταξε αποσβολωμένη για μια στιγμή που μου φάνηκε αιώνας κι ύστερα
άρπαξε την ξύστρα απ’ τα χέρια μου κι άρχισε να με κυνηγά, μα εγώ είχα γίνει
μπουχός κι ακόμα τρέχω…
Τέτοιο χουνέρι που να το
φανταστεί η κακομοίρα η γιαγιά, απ’ τη μια δεν μπορούσε να χωνέψει μια τέτοια
ανυπακοή από μικρό παιδί κι απ’ την άλλη ήταν κι ο εγωισμός, πώς να ‘πεφτε τόσο
χαμηλά στα μάτια των υπολοίπων με την ταπείνωση που της έκανα.
Σε λίγο άρχισε τα
παρακάλια, ‘’έλα μέσα κι έχουμε δουλειές, το βράδυ πρέπει να φάμε κι όπου να
‘ναι σουρουπώνει’’.
Έπιασε η γιαγιά να
συμβουλεύει και τη μεσαία αδερφή μου να ξαναπάει για πράσα και χόρτα και
προπαντός να μη βγάλει άχνα σε κανέναν.
Η μικρή απ’ την άλλη ούτε
που ‘χε καταλάβει κάτι, το ‘χε πάρει για παιχνίδι όλο τούτο το κακό.
Έβαλε η γιαγιά ξανά κάτω
το πλαστήρι και τον πλάστη κι άρχισε να φτιάχνει πέτουρα απ’ την αρχή κι εγώ
πήρα να τρέχω τώρα ξανά-μανά για τη φωτιά και το νερό.
Όμως όλα πήγαν κατ’ ευχήν.
Το βράδυ η πίτα μπήκε πάνω
στο σοφρά ροδαλή-ροδαλή και μυρωδάτη.
Έστριψε η γιαγιά ένα γύρο
την πίτα κι άρχισε η μικρή να ονοματίζει τα κομμάτια, ‘’αυτό του Χλιστού, αυτό
του μουσαφίλη, αυτό του σπιτιού, αυτό του παππού…’’.
Σ’ εμένα έτυχε το κομμάτι
με το σάλωμα που σήμαινε πως για την καινούργια χρονιά θα ήμουν υπεύθυνος για
τη στάνη.
Άντε να δούμε την προκοπή
σου με κάρφωσε με τα λόγια η γιαγιά μα κυρίως με το συνωμοτικό της βλέμμα.
‘’Καλή χρονιά-καλή χρονιά
και του χρόνου να ‘μαστε όλοι γεροί και δυνατοί και καλή πρόοδο σε σας παιδιά
μου’’, ευχήθηκε με την πρόποση ο παππούς έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε το
ζεστό πρωτοχρονιάτικο φαγοπότι μας που ‘μεινε καρφωμένο στη μνήμη μου μια κι ο
χρόνος δε μπόρεσε ποτέ ν’ αποδιώξει τούτη την παιδική μου κουτουράδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τα σχόλιά σας!