Το μικρό καράβι του Ροδόλφου Σταματίου μ’ όρτσα τα πανιά του, με τον καιρό και κόντρα στον καιρό, μας ταξιδεύει πίσω στον χρόνο. Σε καιρούς δύσκολους, φουρτουνιασμένους σε μια Ελλάδα με χαίνουσες ακόμα τις πληγές του εμφυλίου. Ήρωές του οι «ηττημένοι». Άνθρωποι απλοί, ταπεινοί, που ίσως ποτέ δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν σε ήρεμα νερά και να ξαποστάσουν σ΄ απάνεμα λιμάνια, που κάποιοι όμως όπως ο Ροδόλφος Σταματίου, έχουν τα ικανά μάτια και το ψυχικό σθένος να τους βλέπουν σπουδαίους, κάτι που δεν απέχει απ' την αλήθεια, και να μπορούν να γράψουν γι' αυτούς τους ταπεινούς και τις σπουδαίες τους ζωές.
Οκτώ ιστορίες που ο Ροδόλφος αφιερώνει «στη
μελαγχολία του ΆΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ, στο παράπονο του ΝΙΚΟΥ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗ, στην
περηφάνεια των ΤΕΡΤΣΕΤΗ και ΠΟΛΥΖΩΙΔΗ, στην αγανάκτηση του ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ
και στην εγγονή του ΕΥΡΙΔΙΚΗ».
Τα τέσσερα πρώτα διηγήματα μας ταξιδεύουν «στα
σχολικά χρόνια των παιδιών της θρεψίνης και του μουρουνόλαδου».
Πρώτο λιμάνι η πρώτη τάξη του δημοτικού στο Παρθεναγωγείο της Μυτιλήνης. Εκεί, που όπως ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας εξομολογείται: «…δεν μου άρεσε και πολύ το σχολείο. Ήμουν ο μαθητής που με έρανο μου πήρανε την πλάκα με το κοντύλι, δύο τετράδια, ένα με ίσιες γραμμές και ένα με τετραγωνάκια για την αριθμητική, ένα λευκό για ιχνογραφία, μολύβια, γόμα ξύστρα και όλα αυτά μαζί με μια χάρτινη εικονίτσα του Αγίου Συμεών…».
Στις επόμενες τάξεις του δημοτικού
σχολείου μεταφερόμαστε στη μεταπολεμική Αθήνα. Ο Ροδόλφος μας παίρνει απ΄ το χέρι και μας σεργιανά στις γειτονιές της. Στιγμιότυπα
από τη σχολική και την καθημερινή ζωή στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 περνούν
από μπροστά μας σαν κινηματογραφική, ασπρόμαυρη ταινία. Οι εικόνες ζωντανές, οι
περιγραφές άλλοτε με χιούμορ και νοσταλγία άλλοτε με σκληρό ρεαλισμό.
Ο δάσκαλος της δευτέρας δημοτικού στο Περιστέρι, που μπορεί ο ήρωας της ιστορίας να μη θυμάται τ΄ όνομά του αλλά θυμάται την καλοσύνη και το ενδιαφέρον του για τα παιδιά και, που κάποια μέρα με τη βία τον πήραν «κάποιοι κύριοι» απ΄ την τάξη.
Τα επόμενα χρόνια στα Κάτω Πετράλωνα. Το σχολείο στην Κεριάδων και Αγαθοδαίμωνος, η ξυλόσομπα, η βιβλιοθήκη του σχολείου που φτιάχτηκε με τη βοήθεια της θείας Λένας, η συμμετοχή των μαθητών στην υποδοχή του Τίτο.
Το σπίτι στην οδό Πανδώρου 27 με την τούρκικη τουαλέτα, ο χωματόδρομος, η καταβρεχτήρα το καλοκαίρι και ο άνθρωπος με το καρότσι και το μαγικό κουτί με τους ωκεανούς, τα πολύχρωμα τροπικά ψαράκια, τη ζούγκλα, τους «καλούς» λευκούς και τους «κακούς» ινδιάνους, τις χορεύτριες με τα αραχνούφαντα πέπλα και τόσα άλλα θαύματα για τους μικρούς και τους μεγάλους. Ο ιδιοκτήτης του διπλανού σπιτιού με τον αρτιφισιέ τοίχο στην πρόσοψη, όπου με κόκκινη μπογιά ήταν γραμμένη η λέξη «λαοκρατία» και που πεισματικά αρνιόταν να σβήσει παρά τις επίμονες συστάσεις του αστυφύλακα.
Και τέλος στην έκτη δημοτικού, στο
αρβανιτοχώρι στα Λιόσια. Τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και η υπόσχεση ζωής: «Αυτό
ακριβώς θα είμαι δάσκαλε. Όπου και να είμαι, θα είμαι ΟΡΘΙΟΣ».
Η πέμπτη ιστορία είναι αφιερωμένη στον Προκόπη Πανταζή, στον Αντάρτη του βουνού και της αδικίας. Γεννημένος το 1923 στο Κεράμι, οικισμό της Καλονής, στη Λέσβο. Αντάρτης στο βουνό το 1947, η ζωή του όλη διώξεις, καταδίκες σε θάνατο, φυλακές. Διαβάζουμε: «Είχα την εντύπωση καθώς τον έβλεπα πως έβγαζε μια λάμψη, δεν τόλμησα να το πω γιατί θα με κορόιδευαν ότι έβλεπα φωτοστέφανο». «…Ήταν ένας άνδρας ψηλός που πάνω του σταμάτησαν πολλές κακουχίες και γι αυτό είχε μια περηφάνεια αλλά και καταδεκτικότητα. Οι συγχωριανοί του έλεγαν ότι ήταν σαν Βυζαντινός Άγγελος του Κόντογλου ή Μυτιληνιός χωρικός του Θεόφιλου που χορεύει Βαρύ Ζεϊμπέκικο».
Στην έκτη ιστορία με τον τίτλο «Αδέσποτα
σκυλιά και άνθρωποι» γνωρίζουμε τον Κανέλλο, ένα καλοταϊσμένο, αδέσποτο σκύλο
μόνιμο κάτοικο της πλατείας μπροστά από τον σταθμό του τρένου. Η ιστορία αυτή
είναι αφιερωμένη «στους αγνούς ανώνυμους αγωνιστές, στα αδέσποτα, στους
άστεγους, στους διαγραμμένους του ΚΚΕ, σ’ αυτούς που έφυγαν από ιατρικό ή
τροχαίο λάθος, σ’ αυτούς που στο ληξιαρχείο στο όνομα πατρός γράφει «άγνωστος»,
στις κοπελίτσες της επαρχίας που γράφουν κρυφά το βράδυ ποιήματα, στους «εξαφανισμένους»
της Λατινικής Αμερικής και σε όλους τους πρόσφυγες του πολέμου και της
φτώχειας».
Στην έβδομη ιστορία με τον τίτλο «Υπάρχουν και χειρότερα» ο συγγραφέας μας μεταφέρει στον Φλεβάρη του 1968. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο περιγράφει τη «διαμονή» στην οδό Μπουμπουλίνας. Με λεπτή ειρωνεία περιγράφει τις μεθόδους ανάκρισης «στα επείγοντα». Το πηγαινέλα απ΄ το κελί 7 της απομόνωσης στην ταράτσα: «Εμείς ότι μπορέσαμε κάναμε εδώ στα “επείγοντα”. Σου δώσαμε τις “πρώτες βοήθειες”. Πρέπει να πας στην ταράτσα στο “χειρουργείο”. Άντε να πάρεις και τον αέρα σου. Μετά την ταράτσα σε σούρνουν πάλι στο κελί σου το 7…».
Η όγδοη ιστορία «Ήταν ένα μικρό καράβι. Μια ιστορία που έγραψε η ζωή», είναι αυτή που έδωσε τ΄ όνομά της και στο βιβλίο.
Είναι η ιστορία της κυρα - Βιλελμίνης, της
Αϊβαλιώτισσας που στη μικρασιατική
καταστροφή βγήκε στη Μυτιλήνη, γυναίκα προκομένη έκανε διάφορες δουλειές, ότι
μπορούσε. Του γιού της του Ταξιάρχη που από τα δεκαπέντε του έπιασε δουλειά
αχθοφόρος στο λιμάνι, που αγάπησε και παντρεύτηκε την Πελαγία «ένα ωκεανό
ομορφιάς» και της κόρης τους της μικρόσωμης Ζαχαρούλας που ανεβασμένη σ΄ ένα κλαδί μυγδαλιάς τραγουδούσε
και γελούσε.
Διωγμένη απ΄ τη φτώχια και τις συνεχείς ενοχλήσεις από την αστυνομία η οικογένεια ξεριζώνεται για μια ακόμα φορά. Φεύγει από το νησί για την Αθήνα. Πρώτος σταθμός μια άλλη προσφυγική γειτονιά η Νέα Ιωνία. Εκεί προσπαθούν να ξεκινήσουν από την αρχή τη ζωή τους, να στήσουν ξανά το σπιτικό τους. Στα ορυχεία κάρβουνου και λιγνίτη ο Ταξιάρχης, μοδίστρα η Πελαγία. Με τη σκληρή δουλειά και τις αιματηρές οικονομίες κατορθώνουν να αγοράσουν το δικό τους σπιτάκι στο Νέο Ηράκλειο.
Όμως η ζωή συχνά δεν είναι σπλαχνική κι «ο θεός άδικος για τους φτωχούς». Έτσι κι ο Ταξιάρχης σύντομα αρρωσταίνει από φυματίωση και φεύγει αθόρυβα ένα πρωί.
Μάνα και κόρη μόνες πια προσπαθούν να επιβιώσουν. «Κορδελιάστρα» η Πελαγία στο εργοστάσιο «ΣΑΙΤΑ» κι η Ζαχαρούλα μοδιστρούλα το πρωί και ταμίας στον κινηματογράφο ΗΡΑ το βράδυ. Ύστερα από μερικά χρόνια φεύγει κι η μητέρα, μην αντέχοντας άλλο μακριά από τον αγαπημένο της Ταξιάρχη.
Μόνη πια η Ζαχαρούλα αποκομμένη απ΄
όλους -αφού για τη μάνα της δεν βρέθηκε κατάλληλος γαμπρός γι αυτή- ζούσε
συντροφιά με τα βιβλία της και μέσα απ΄ τα βιβλία της. Οι ζωές των ηρώων ήταν
και η δική της ζωή:
«Αυτό που κατάλαβε μόνο και της άρεσε
ήταν η τελευταία κουβέντα της Σκάρλετ: «ΑΥΡΙΟ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ». Εκεί της
έπεσε το βιβλίο απ΄ τα χέρια και στον ύπνο της είδε τη μητέρα της πως την είχε
αγκαλιά, μικρούλα και ενώ ακουγόταν απ΄ έξω το τσεκούρι του πατέρα της που
έκοβε ξύλα από λιόριζες για το τζάκι της τραγουδούσε απαλά:
Ήταν ένα μικρό καράβι
που ήταν α. α. αταξίδευτο
……..
Και σε πέντε έξι εβδομάδες
Σωθήκαν όλες όλες όλες οι τροφές…
Η φωνή έσβησε σιγά σιγά και
απομακρυνόταν… Έφυγε…
Αργότερα ο γιατρός που ήρθε, έγραψε
αιτία θανάτου: Υπερβολική δόση ΑΓΑΠΗΣ».
Οι ιστορίες που ο Ροδόλφος απλόχερα μας χαρίζει
μπορεί να γίναν καλύτερα ή χειρότερα δεν έχει σημασία, ή μπορεί και να μη γίναν
αλλά να τις φαντάστηκε και να τις έστρωσε στο χαρτί με τέτοια μαεστρία που 'ναι
σα να γίναν, σημασία έχει αν η παρουσίασή τους απ' την πένα του μας αγγίζει και
μας βοηθάει να γίνουμε μια στάλα πιότερο άνθρωποι, ΚΙ ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΒΟΗΘΑΕΙ...
Το βιβλίο είναι διανθισμένο με εξαιρετικά
σκίτσα που ο ίδιος ο συγγραφές έχει σχεδιάσει.
*Ο Ροδόλφος σταματιου, όπως ο ίδιος μας
πληροφορεί δεν είναι τίποτα, αλλά έχει ένα email rodolfsta@gmail.com, όπου αν
θέλετε μπορείτε να ζητήσετε και να προμηθευτείτε το βιβλίο**.
Επίσης ενημερώνει τη Βασιλική Ακαδημία της Στοκχόλμης ότι σε περίπτωση που τον προτείνουν για το ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ δεν θα το δεχτεί για τον λόγο ότι δεν έχει την κατάλληλη ενδυμασία.
**Το βιβλίο διατίθεται επίσης από τη ΒΙΒΛΙΟΧΑΡΤΙΚΗ
ΙΩΝΙΑΣ, Μεσολογγίου 6, Νέα Ιωνία, 14231, τηλέφωνο 210-2711267.
Την παρουσίαση του βιβλίου επιμελήθηκε η
Ελένη Γλαρέντζου
Ένα βιβλίο - Ευαγγέλιο. Όσοι το διαβάσουν θα καταλάβουν την ιερότητα της γραφής του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλπίζω και προτείνω να οργανώσουμε μια παρουσίαση με κοινό, μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν. Να κοινωνήσουμε το λόγο και τη σοφία του.
Καλή Ανάσταση σ' όλους!
Καλή Ανάσταση, με το καλό να βρεθούμε ξανά!
ΔιαγραφήΑΓΙΑΣΜΕΝΕΣ ...ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ stel.giannakopoulos
ΑπάντησηΔιαγραφή