Δύο «ράτσες» που εκ πρώτης όψεως συναγωνίζονται η μία την άλλη, σε παραξενιές, ιδιαιτερότητες, αδυναμίες, ελλείψεις, προτερήματα, ελαττώματα και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους. Η ένωση τους φυσικά δεν είναι κάτι καινούριο. Αντιθέτως μάλιστα, κρατά γερά από τον 19ο αιώνα και στη διάρκεια του εικοστού κατάφερε να δώσει ορισμένα εξαιρετικά «τέκνα», το έργο των οποίων δεν παύει να μας εκπλήσσει όσες φορές και αν δοκιμάσουμε να το μελετήσουμε. Οι καιροί όμως αλλάζουν. Η τεχνολογία, ο φωτογραφικός εξοπλισμός, το διαδίκτυο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τόσες άλλες κοσμογονικές αλλαγές, οδήγησαν και εξακολουθούν να οδηγούν τον «Έλληνα» και τον «φωτογράφο» σε νέες περιπέτειες, σε ακόμα πιο θολούς και ιλαροτραγικούς ορίζοντες. Νέες ράτσες γεννιούνται από καιρό εις καιρόν, παλιές ενδυναμώνονται εκ νέου, άλλες κινδυνεύουν με εξαφάνιση (όχι απαραίτητα κάτι κακό εδώ που τα λέμε). Στιγμές πριν ξεκινήσω να σκέφτομαι τί στο καλό θα πρωτοσυμπεριλάβω σε αυτό το κείμενο – χρονογράφημα, άρχισε να αχνοφαίνεται η δυσκολία του όλου εγχειρήματος. Αν θέλω να είμαι ειλικρινής στα γραπτά μου, όπως πάντα προσπαθώ, θα χρειαστεί να καταπιαστώ με όλα αυτά που έχω παρατηρήσει, εντοπίσει, ζήσει και πράξει εδώ και 27 φωτογραφικά χρόνια. Πάντα υπό καλές προθέσεις (αλλά ας μην παίρνω και όρκο), ανακινώντας καίρια προβλήματα και ζητήματα του συναφιού μας, επιχειρώντας τελικά και εγώ ο ίδιος να δω αν τελικά σώζεται η όλη κατάσταση ή ουσιαστικά μένουμε απαθείς να βλέπουμε την αγαπημένη μας ενασχόληση να αλλοιώνεται και να παραπαίει. Χρήσιμο «εργαλείο» σε όλο αυτό που σας καρτερεί να το διαβάσετε, θα είναι το χιούμορ και η σάτιρα. Πρόκειται βέβαια περί δόλιου τεχνάσματος μιας και κάτω από μια παχιά επικάλυψη αστεϊσμού θα υφέρπει κάτι πολύ πιο ζοφερό και δυσάρεστο. Η αλήθεια. Τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνομαι με τα δικά μου μάτια, τα δικά μου αυτιά, τα δικά μου «κάδρα».
Χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση λοιπόν, ξεκινώ το τιτάνιο έργο να παραθέσω και να καταγράψω, έστω και πολύ σύντομα και συνοπτικά, υπό τη μορφή λίστας και καταλόγου, τις ελληνικές «ράτσες» φωτογράφων. Είναι και πολλές τρομάρα τους. Μήπως πραγματικά κάποιες από αυτές δεν τις χρειαζόμαστε πια; Τί λέτε;
Υ.Γ.: Η ένδειξη «Τόμος Πρώτος» κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Υποψιάζομαι πως θα βρεθούν αρκετοί από εσάς που εύκολα θα εντοπίσουν ράτσες και υποκατηγορίες αυτών, μη καταχωρημένες στο παρόν κείμενο. Θα χαρώ πολύ να χρησιμοποιήσετε όποιον τρόπο επικοινωνίας επιθυμείτε, ώστε να βοηθήσουμε όλοι μαζί για τη δημιουργία ίσως και ενός δεύτερου τόμου στο εγγύς μέλλον. Δεν είναι πάντως διόλου απίθανο να αισθανθείτε πλήρεις ανάγνωσης, με τις 35 κύριες ράτσες που κατηγοριοποιούνται εδώ...
Υ.Γ. 2: Η σειρά είναι ουσιαστικά τυχαία, με μια αμυδρή αναγνωστική προτεραιότητα σε κάποιες πιο σημαντικές ή διαδεδομένες ράτσες. Όλα βέβαια είναι υποκειμενικά, οπότε διαβάστε τη λίστα και ανάποδα αν το επιθυμείτε.
1. Ο «οι mirrorless δεν με έχουν πείσει ακόμα»: Πρόκειται καθαρά πλέον για μία φράση βγαλμένη από το χρονοντούλαπο της φωτογραφικής Ιστορίας και ταιριάζει πολύ ωραία σε έτη όπως το 2010, για παράδειγμα. Παραδόξως, αυτή η ράτσα διατηρεί πολύ μεγάλο πληθυσμό ακόμα στην Ελλάδα και επιμένει τεχνηέντως να κλείνει τα αυτιά της όταν οι υπόλοιποι φωτογράφοι αρχίζουν να απαριθμούν τον καταιγισμό πλεονεκτημάτων που ήδη διαθέτουν οι mirrorless φωτογραφικές μηχανές. Έχοντας ήδη αντιληφθεί ότι τα επιχειρήματα περί ανωτερότητας στην αυτόματη εστίαση και στη διάρκεια της μπαταρίας δεν υφίστανται πλέον, καταφεύγουν στην θλιβερή εξιστόρηση των τεράστιων ποσών που έχουν εδώ και χρόνια δαπανήσει για να φτιάξουν ένα σύστημα φακών το οποίο δεν μπορεί τώρα «στα καλά καθούμενα» να χαραμιστεί. Με τον ίδιο πονηρό τρόπο κάνουν ότι δεν γνωρίζουν την ύπαρξη ενός «μαγικού» αντικειμένου που λέγεται «αντάπτορας». Κύρια υποκατηγορία αυτής της ράτσας, είναι ο φωτογράφος «μόνο Canon ή Nikon». Κάνουν πολύ παρέα με τον «φωτογράφο γάμου» και συχνά πάσχουν από αυχενικό ή διάφορες ορθοπεδικές παθήσεις σε χέρια, ώμους και πλάτη.
2. Ο φωτογράφος «social media»: Αυτή είναι μια σχετικά νέα ράτσα, τόσο στη χώρα μας όσο και στον υπόλοιπο πλανήτη. Εδώ όμως καταφέρνει και εξαπλώνεται συνήθως με πιο γοργούς ρυθμούς επειδή, όπως και να το κάνουμε, η ευκολία, η προχειρότητα και η άγνοια καραδοκούν σε κάθε μας διαδικτυακό βήμα. Προτείνω να μην αισθάνεστε έκπληκτοι ή προσβεβλημένοι κάθε φορά που βλέπετε αυτή τη ράτσα να συγκεντρώνει δεκαπλάσιο αριθμό από likes, καρδούλες και «μπράβο», αναρτώντας μια λήψη που μπορεί εύκολα να πραγματοποιηθεί από ένα παιδάκι πέντε ετών. Οι δικές σας λήψεις δεν θα τους φτάσουν ποτέ και είναι μάταιο να προσπαθείτε να τους μοιάσετε. Η πλαστή διαδικτυακή τους «φήμη» προϋποθέτει άπειρες χαραμισμένες ώρες μπροστά στο Facebook και στο Instagram, ανελέητο χαριεντισμό και καταιγισμό αλληλοκολακείας. Δεν είναι προτιμότερο να είστε εκεί έξω και να φωτογραφίζετε; Απλά αγνοήστε τους…
3. Ο «θα τα φτιάξω μετά στο Photoshop»: Εδώ, πλήρως συνειδητά, καταπιάνομαι με μια ράτσα, κεκαλυμμένα χαρακτηριστικά της οποίας συναντώ πολύ συχνά σε μαθητές μου. Άπαξ και ο Έλληνας φωτογράφος αντιληφθεί την πραγματική δύναμη και ευελιξία προγραμμάτων όπως το Photoshop, παρατηρήσεις και νουθεσίες σχετικά με τη σύνθεση, το καδράρισμα, την ποιότητα του φωτισμού και πολλά άλλα, εισέρχονται από το ένα του αυτί και εξέρχονται από το άλλο. Για να εντοπίσετε αυτή την, κρυμμένη καλά πολλές φορές, ράτσα, δεν έχετε παρά να την ακούσετε να επαναλαμβάνει άπειρες φορές τη λέξη «κροπάρω» κατά τη διάρκεια μιας λήψης. Εκ του αποτελέσματος, οι ματζέντα ουρανοί και τα ψυχεδελικά σκηνικά μαρτυρούν την συνήθη επιτυχία του «φτιαξίματος» στο Photoshop. Χωρίς βέβαια να παραλείψουμε και φωτογραφίες που καταλήγουν σχεδόν τετράγωνες, όχι από άποψη αλλά από αναγκαστικό κροπάρισμα σε όλα τα περιττά στοιχεία που από την αρχή δεν θα έπρεπε να έχουν συμπεριληφθεί.
4. Ο «φωτογραφίζω μόνο σε manual»: Εδώ θα είμαι απολύτως ειλικρινής. Εκπλήσσομαι που αυτή η ράτσα διατηρεί ακόμα τόσο ζωντανό πληθυσμό στη χώρα μας. Οι πιστοί οπαδοί του δόγματος «για να μάθεις Φωτογραφία πρέπει να δουλεύεις στο manual» έχουν τις ρίζες τους σε συμπαθείς ηλικιωμένους που αναπολούν την εποχή των πλήρως μηχανικών SLR. Αν βέβαια επιθυμούν την πραγματικά ουσιαστική εκμάθηση των θεμελιωδών αρχών αυτής της τέχνης, θα έπρεπε να ωθούν τους νέους συναδέλφους προς την αποκλειστική χρήση φιλμ και αναλογικών μηχανών, κάτι που φυσικά δεν το πράττουν μιας και τελευταία στιγμή θυμούνται τις ευκολίες της ψηφιακής τεχνολογίας. Ακούστε λοιπόν πως έχει το πράγμα (και αυτό είναι η ταπεινή μου γνώμη). Όλα αυτά που υποτίθεται έπρεπε να ελέγχουμε τότε που είμασταν υποχρεωμένοι να δουλεύουμε με manual ρυθμίσεις (ταχύτητες κλείστρου, διαφράγματα, έκθεση κ.λπ.) μπορούμε εξίσου καλά να τα χειριζόμαστε και στο «P» και αλλού. Ναι, δεν είναι ντροπή για έναν φωτογράφο να χρησιμοποιεί το «P». Η συγκεκριμένη ράτσα μπορεί να επιχειρηματολογήσει ως προς τη χρησιμότητα του «Μ» στις περιπτώσεις που δουλεύουμε σε στούντιο και εκεί θα συμφωνήσω απόλυτα. Για κάποιο περίεργο λόγο όμως, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτής της ράτσας, ούτε που ξέρει πώς είναι το εσωτερικό ενός φωτογραφικού στούντιο. Κύριο χαρακτηριστικό της; Το να χάνουν τουλάχιστον τις μισές ευκαιρίες για καλές λήψεις, προσπαθώντας να κάνουν ρυθμίσεις που μπορούν να επιτευχθούν πολύ πιο γρήγορα με άλλα προγράμματα. Ακολουθεί βέβαια και η ανάλογη απογοήτευση όταν βλέπουν τα ποσοστά επιτυχίας τους στην οθόνη του υπολογιστή (και όχι στην φωτεινή τράπεζα όπως θα όφειλαν).
5. Ο «καλλιτέχνης» φωτογράφος: Άλλη μια ράτσα που ενώ υπήρχε ανέκαθεν σε σημαντικούς αριθμούς, γνωρίζει εκ νέου άνθηση και ακμή. Από τη μια τα social media και από την άλλη το θαυματουργό «ό,τι δηλώσεις, είσαι» και ο «καλλιτέχνης» μας καταφέρνει να βρίσκεται μακριά από κάθε σκληρή ή εποικοδομητική κριτική, κυρίως επειδή έχει βρει τον τρόπο να «ερμηνεύει» τις κακές ή μέτριες λήψεις του κατά βούληση. Είναι σίγουρο πλέον ότι βρίσκει πρόθυμο κοινό για τις αμπελοφιλοσοφίες του και συνήθως μοιράζεται πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον «δάσκαλο Φωτογραφίας». Εκθέτει ό,τι θέλει και όπου θέλει, χωρίς σταματημό και χωρίς αιδώ. Δίνει πάρα πολύ μεγάλη βαρύτητα στην εμφάνιση του και πρέπει οπωσδήποτε να χρησιμοποιεί μια μικρή και ακριβή τσάντα ώμου. Προς θεού, ποτέ φωτογραφική τσάντα πλάτης! Το υπογένειο, τα επιτηδευμένα χρώματα της γκαρνταρόμπας του, τα λοιπά αξεσουάρ όπως τα καπέλα και τα κασκόλ, όσο και αν φαίνεται αστείο εν έτει 2020, εξακολουθούν να είναι «must». Έχει πάντα κρεμασμένη στο λαιμό του μια μηχανή που οφείλει να παραπέμπει σε ρετρό σχεδιασμό και φροντίζει να την ακουμπά με θεατρικό τρόπο επάνω στο τραπέζι όταν βγαίνει για καφέ. Ειδικά όταν στην παρέα υπάρχουν αιθέριες υπάρξεις που δεν γνωρίζουν ακόμα αυτή του την ιδιότητα. Σε μεγάλο βαθμό τα εισοδήματα του προέρχονται από τη θέση του στον δημόσιο τομέα και όχι από τη Φωτογραφία, μιας και ποτέ δεν πρόκειται να μπει στη διαδικασία να θέσει το έργο του υπό αντικειμενική κριτική. Εναλλακτικός τίτλος ράτσας: «ποιοτικός φωτογράφος». Για να το οπτικοποιήσετε πιο εύκολα, αναζητήστε το σύντομο βίντεο με τον αείμνηστο Σωτήρη Μουστάκα και το σκηνικό στο βιβλιοπωλείο, όπου ζητά να αγοράσει «τα άπαντα, γενικώς»...
6. Ο «full frame»: Μονολογεί διαρκώς «αν θέλεις ποιότητα, πρέπει αναγκαστικά να πας σε full frame» αγνοώντας προφανώς τόσο τα τεχνολογικά άλματα στα άλλα μεγέθη αισθητήρων, όσο και το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του υλικού που πλέον παράγει ένας φωτογράφος, χρησιμοποιείται μέσω θέασης σε οθόνες κινητών τηλεφώνων, tablets και υπολογιστών και ΟΧΙ για εκτυπωτική εργασία όπως παλιότερα. Το παρήγορο με αυτή τη ράτσα είναι το ότι κατάφερε, μετά από κάποια χρόνια, να αφήσει πίσω της την εμμονή για τα πολλά megapixels. Όχι ότι επικεντρώθηκε σε κάτι πιο δημιουργικό αλλά τέλοσπαντων κάτι είναι και αυτό. Κάνει επικίνδυνα συχνά παρέα με τη ράτσα των «pixel peepers», τους «φωτογράφους γάμου», τους «μόνο prime» και φυσικά τη ράτσα που βρίσκεται στον αριθμό ένα της λίστας. Ευελπιστώ πως κάποια στιγμή θα μάθουν να ελέγχουν δημιουργικά το βάθος πεδίου, ασχέτως μεγέθους αισθητήρα...
διαβάστε τη συνέχεια εδώ
7. Ο «fanboy»: Ναι, έχουμε και από αυτό και δεν εννοώ τον καλό φίλο του Chum Chum αλλά όλους αυτούς που διατηρούν όρκους σιωπής και δεσμούς αίματος με τη μάρκα που έχουν επιλέξει. Κοινώς, μόνο η δική τους εταιρεία τα έχει όλα καλώς καμωμένα και ο δυστυχής ανταγωνισμός τρέχει και δε φτάνει. Κλείνουν τα μάτια στις κατασκευαστικές γκάφες και αβλεψίες του δικού τους «οίκου» και μοιράζονται πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη ράτσα «παίζω ξύλο στα fora». Σπαταλούν περισσότερο χρόνο στο να παραθέτουν τις «εκπληκτικές» δυνατότητες της δικής τους μάρκας παρά στο να είναι έξω και να φωτογραφίζουν. Μπορούν σχεδόν να πείσουν τον συνομιλητή τους ότι, δε μπορεί, όλο και κάποιο ποσοστό ή μετοχές πρέπει να βρίσκεται στη μέση ή έστω κάποιο άλλο οικονομικό όφελος που να δικαιολογεί τέτοιες κατασκευαστικές «παρωπίδες». Αποτελούν αγαπημένο «παιδί» των εταιρειών και τραβούν μεγάλα καταναλωτικά «ζόρια» σε διάφορες περιπτώσεις, όταν για παράδειγμα μια third party μάρκα λανσάρει κάποιον εξαιρετικό (και φθηνότερο) φακό από τον «native». Μην ξεγελιέστε. Αργά ή γρήγορα αλλάζουν «στρατόπεδο», έστω και στα μουλωχτά, έστω και δειλά δειλά...
8. Ο «τραβώ μόνο σε RAW»: Η ράτσα που αυτοκαλείται να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι, τον επαγγελματία από τον ερασιτέχνη, τον «σοβαρό» φωτογράφο από τον άσχετο. Με αποκλειστικά δική της πρωτοβουλία, κάνει τον προαναφερθέντα διαχωρισμό με αστεία και καινοφανή επιχειρήματα. Βασικότερο αυτών, η μετέπειτα μεγάλη ευελιξία που προσφέρει το συγκεκριμένο είδος αρχείου στην επεξεργασία στον υπολογιστή. Αν τους δεις με συμπάθεια και συνεχίσεις τη συζήτηση ρωτώντας «ευελιξία ως προς τι ακριβώς», θα λάβεις απαντήσεις όπως «καλύτερη δυνατότητα στο κροπάρισμα, στην αφαίρεση αντικειμένων, στο να φέρεις πιο σωστά το χρώμα» και πολλά άλλα. Ο δικός μου αντίλογος σε όλο αυτό; Αν ξέρεις τί κάνεις την ώρα της λήψης, αν γνωρίζεις σύνθεση, φωτισμό και ό,τι άλλο χρειάζεται, ένα καλοτραβηγμένο και μικρότερο σε μέγεθος JPEG είναι απείρως προτιμότερο από ορδές τεράστιων RAW που βρίθουν λαθών και περιμένουν την προαναφερθείσα «ευελιξία» στην επεξεργασία. Ας μάθουμε λοιπόν σωστά Φωτογραφία, κυρίες και κύριοι, και ας στουμπώσουμε με λιγότερα GB τους σκληρούς δίσκους μας. Δεν θα το μετανιώσουμε.
9. Ο «κρυφοκαδράκιας»: Μία από τις δύο ονομασίες ρατσών που χρωστούν τον ορισμό τους σε μέλη της φωτογραφικής ομάδας μου και σε μαθητές μου. Είναι πολύ ευχάριστο να χρησιμοποιεί κανείς μεγάλες δόσεις φαντασίας και γλωσσοπλαστικής ώστε να αποδώσει σωστότερα συμπεριφορές φωτογράφων και μη. Ο «κρυφοκαδράκιας» λοιπόν, συνήθως αποτελεί μέλος μιας φωτογραφικής ομάδας (άγνωστο γιατί, μιας και η ιδιοσυγκρασία του τον στρέφει αλλού). Αυτό όμως δε σημαίνει ότι αν εντοπίσει κάτι ενδιαφέρον προς φωτογράφηση, θα σπεύσει να το μοιραστεί με τους υπόλοιπους. Το αντίθετο μάλιστα. Θα εξαφανιστεί από το οπτικό πεδίο των άλλων, θα αργεί συνήθως να επιστρέψει, «στήνοντας» τους επιβαίνοντες στο αυτοκίνητο του, θα φορά το προσωπείο του «απογοητευμένου» περιπατητή ο οποίος βάδισε πιο μακριά από τους άλλους χωρίς όμως να βγάλει κάτι καλό. Επειδή όμως «όσο πιο ψηλά ανεβαίνει η μαϊμού, τόσο πιο πολύ φαίνεται ο κώλος της» θα τρέξει να αναρτήσει το κρυφά τραβηγμένο υλικό στους λογαριασμούς του στα social media, επιχειρώντας να λάβει αυτός ένα παραπάνω ψίχουλο πρόσκαιρης προσοχής και δόξας, σε σχέση με την υπόλοιπη ομάδα. Δεν μπορείς βεβαίως να απαγορεύσεις σε κάποιον να λειτουργήσει με τον προηγηθέντα τρόπο, όμως είναι μαθηματικά σίγουρο ότι θα στεναχωρήσει όλους τους άλλους με τα καμώματα του. Κάθε μα κάθε φορά που κάποιος θα τον ρωτήσει «έχει τίποτα ενδιαφέρον από εκεί που πήγες» αυτός θα αναφωνήσει «μπα, όχι, μην πας» και έπειτα θα εκτεθεί ανεπανόρθωτα αναρτώντας αυτό ακριβώς το «τίποτα». Ίσως και να μην τον νοιάζει ιδιαίτερα η γνώμη των υπολοίπων μελών της ομάδας. Άγνωσται αι βουλαί.
10. Ο «κλεφτοκαδράκιας»: Αυτή είναι η δεύτερη ονομασία ράτσας που οφείλεται στη δημιουργική φαντασία μαθητών μου. Ο «κλεφτοκαδράκιας» κάνει ακριβώς αυτό που μαρτυρά η λέξη. Είτε από βαρεμάρα, είτε από αγνό ενδιαφέρον, παρατηρεί ανελλιπώς το τί πράττουν άλλα μέλη της ομάδας και μόλις εντοπίσει τα πρώτα δείγματα φωτογραφικού ενθουσιασμού από μέρους τους, πηγαίνει και τοποθετείται ακριβώς δίπλα και φωτογραφίζει εντελώς το ίδιο κάδρο. Ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει γιατί ευτυχώς για όλους μας, αυτή η μαγική τέχνη μπορεί να διαφοροποιηθεί ριζικά από σημείο σε σημείο, από «ματιά» σε «ματιά». Μπορεί να γίνει αρκούντως ενοχλητικός όταν σε ακολουθεί σε κάθε σου βήμα και αργότερα διαπιστώνεις ότι όλες οι λήψεις σας μοιάζουν. Υπάρχει όμως και ένα ποσοστό «κλεφτοκαδράκηδων» που σε προσεγγίζουν από ειλικρινές ενδιαφέρον για μάθηση και όχι από πονηρή μανία αντιγραφής των κινήσεων σου. Αν μπορείς να τους ξεχωρίσεις, φέρσου τους με αγάπη, υπομονή και βοήθησε όσο περισσότερο μπορείς. Να είσαι σίγουρος ότι θα το εκτιμήσουν όταν έρθει η ώρα.
11. Ο «ταξιδιωτικός» φωτογράφος: Κρίνοντας εξ ιδίων, μάλλον πρόκειται για ράτσα που τείνει να χαρακτηριστεί «μισάνθρωπος» και χρησιμοποιεί συχνά το ταξίδι σαν δικαιολογία για να βρει την υγειά της και την ησυχία της. Αναπόφευκτα το υλικό της δεν είναι καθόλου ανθρωποκεντρικό και στρέφει το φακό της σε άλλα δίποδα μόνο όταν προκύψει κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον (ένα παραδοσιακό επάγγελμα, μια γιορτή και ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του χιλιετίες πριν κ.λπ.). Πολλές φορές διαθέτει αρχαιολατρία και φυσικά αγαπά περισσότερο να βρίσκεται ανάμεσα σε ζώα και όχι σε όμοιούς του. Μπορεί να αφιερώσει υπερβολικά πολλές ώρες στη φωτογράφηση ενός αρχαιολογικού χώρου, με κίνδυνο να γίνει κατακόκκινος από τον ήλιο και να τρέχει για αλοιφές. Χρόνια πριν, την περίοδο άνθησης των ελληνικών ταξιδιωτικών περιοδικών, ο κλάδος είχε γνωρίσει μια άνευ προηγουμένου «εισβολή» από επαγγέλματα που διέθεταν την ευκολία της μετακίνησης. Ηθοποιοί, ξεναγοί, γιατροί και πολλοί άλλοι, φρόντισαν να «καλομάθουν» τους (εξίσου ένοχους) εκδότες, με πολύ φθηνό και κακό υλικό, γεμίζοντας σελίδες επί σελίδων, ώσπου μια μέρα οι αξιοπρεπείς τιμές απλά έπαψαν να υφίστανται, καθιστώντας σήμερα την ταξιδιωτική Φωτογραφία είδος που σπάνια αμείβεται.
12. Ο «μόνο ασπρόμαυρο»: Την εποχή του φιλμ, ναι, το καταλάβαινα απόλυτα. Τώρα όμως, με τις ψηφιακές μας μηχανές, δεν είναι εντελώς ανόητο και ανεπανόρθωτα ζημιογόνο να φωτογραφίζει κανείς έχοντας θέσει τον εξοπλισμό του σε λειτουργία ασπρόμαυρης καταγραφής; Δεν είναι προτιμότερο να αποκτήσει και να γυμνάσει την οπτική αντίληψη να αντιλαμβάνεται τί από όλα αυτά που βλέπει τριγύρω του θα αποδοθεί άριστα σε τονικότητες του γκρι και τί όχι, και να μάθει να αξιοποιεί κατάλληλα κάποιο ανάλογο πρόγραμμα επεξεργασίας που θα κληθεί απλά να υλοποιήσει αυτό που ήδη είχε οραματιστεί σωστά; Ευχή και κατάρα σας δίνω. Να φωτογραφίζετε έγχρωμα, χωρίς εφέ, χωρίς τσιριτζάντζουλες και εκ των υστέρων να δουλεύετε τα ασπρόμαυρα σας, ειδικά αν πρόκειται για πορτραίτα.
13. Ο «φωτογράφος γάμου»: Η μόνη ευχάριστη εξέλιξη που μπορώ να αναλογιστώ σχετικά με αυτή τη ράτσα, είναι ότι επιτέλους, μετά από πολλά χρόνια παρουσίας ασυνήθιστα υψηλών ποσοστών κακών φωτογράφων σε αυτή την κατηγορία, κάτι δείχνει πως η κατάσταση τείνει να αλλάξει προς το πολύ καλύτερο. Η τεχνολογία από τη μια και η δυνατότητα πρόσβασης στο υλικό ξένων φωτογράφων, από την άλλη, βοηθούν σημαντικά τη νέα γενιά φωτογράφων γάμου. Είναι όμως επιρρεπείς σε ξενόφερτες «μόδες» και ακολουθούν τυφλά ό,τι θεωρήσουν ότι πουλάει «έξω». Για ακόμα καλύτερα αποτελέσματα, απομένουν δύο βασικά βήματα. Να απομονωθούν οι φωτογράφοι του «σαββατοκύριακου», δίνοντας τη θέση τους σε ανθρώπους που βιοπορίζονται αποκλειστικά από αυτό και, δεύτερον, να πάψουν να προσπαθούν να πείσουν τους πελάτες τους ότι είναι υψίστης σημασίας να χρησιμοποιούν DSLR για γάμους και βαπτίσεις. Νισάφι πια. Α, και κάτι ακόμα. Έχουν δυστυχώς πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις ράτσες 1, 3, 6, 7 και 8. Προς γνώση και συμμόρφωση λοιπόν.
14. Ο «δάσκαλος Φωτογραφίας»: Η ράτσα αυτή υπήρχε σε πολύ μικρούς αριθμούς στο παρελθόν αλλά τα τελευταία χρόνια γνωρίζει άνθηση άνευ προηγουμένου, αξιοποιώντας στο έπακρο το προαναφερθέν «ό,τι δηλώσεις, είσαι». Στην Ελλάδα του 2020 δεν χρειάζεται κανείς να διαθέτει βιογραφικό, προϋπηρεσία, εκατοντάδες δημοσιεύσεις και, το κυριότερο, να έχει περάσει από μια διαρκή και πολυετή και επίπονη διαδικασία επαγγελματικής αξιολόγησης, ώστε να ρισκάρει να αυτοανακηρυχθεί «δάσκαλος» του μέσου. Φτάνει να διαθέτει πορτραίτα του εαυτού του όπου ποζάρει ηδυπαθώς κρατώντας μια φωτογραφική μηχανή, αξιοπρεπή πρόσβαση σε social media, περισσό θράσος (για να μπορεί να χρεώνει κιόλας τις «υπηρεσίες» του) και αργά ή γρήγορα οι ανυποψίαστοι μαθητές – θύματα θα αρχίσουν να συρρέουν. Εννοείται πως, βιολογικά, βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στις ράτσες 3, 4, 5, 12, 19 και φυσικά ρέει στο αίμα του άφθονο γενετικό υλικό από τη ράτσα νούμερο 31. Αργά ή γρήγορα, έστω οι πιο υποψιασμένοι μαθητές τους παίρνουν χαμπάρι και τους γυρνούν την πλάτη, όμως η ζημιά έχει γίνει μιας και κανείς δεν είναι σε θέση να ελέγξει και να αξιολογήσει τις φωτογραφικές αμπελοφιλοσοφίες τους. Παραδόξως, σημαντική μερίδα των «δασκάλων Φωτογραφίας» συντηρείται και αυτή από τον δημόσιο τομέα και δεν αναρωτιέμαι καθόλου γιατί. Πιστοί στο δόγμα «ο χρόνος να περνά και το χρήμα να κυλά» φέρονται ανάλογα και στο δύσμοιρο κοινό τους το οποίο σπεύδουν να κατηγορήσουν κάθε φορά που κάτι πηγαίνει στραβά, όντας οι ίδιοι πάντα «υπεράνω» και πάντα άμοιροι ευθυνών. «Ο δάσκαλος δεν φταίει ποτέ και την ευθύνη έχει ο μαθητής». Μια επί της ουσίας ζημιογόνα ράτσα Ελλήνων φωτογράφων που θεωρώ ότι πρέπει να αρχίσει να αξιολογείται εντελώς διαφορετικά, προς όφελος όλων. Χαίρομαι ειλικρινά που, σε αντίθεση με κάποια δήλωση γνωστού «δασκάλου», δεν είμαστε όλοι, λίγο ή πολύ όπως λέει, μαθητές του. Τί αμετροέπεια...
15. Ο (μόνο) «street» φωτογράφος: Εντάξει, τους αρέσει να περπατούν ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν. Γοητεύονται από τον πυκνό αστικό ιστό και αντιδρούν έντονα στην ιδέα να φωτογραφίσουν τοπίο. Ενδυματολογικά φέρουν πολλά κοινά με τον «καλλιτέχνη φωτογράφο», κυρίως ως προς την κυριλέ τσάντα ώμου, τον ρετρό εξοπλισμό και το απλανές στοχαστικό βλέμμα. Πέραν αυτών, έλκονται φωτογραφικά από στοές, σκάλες, γαλαρίες, περάσματα, ηλικιωμένους (όσο πιο κακομούτσουνοι, τόσο το καλύτερο), γκράφιτι, σκουπίδια και, για λίγη ποικιλία, ρίχνουν στο «καζάνι» και κανέναν ζητιάνο ή αναξιοπαθούντα. Πρόκειται επί της ουσίας για ράτσα – μόδα των τελευταίων ετών στην Ελλάδα, τα μέλη της οποίας παράγουν υλικό πανομοιότυπο μιας και δεν κατάφεραν ποτέ πραγματικά να κατανοήσουν τη δουλειά σπουδαίων παλαιότερων φωτογράφων δρόμου, Αμερικανών και μη. Αν λοιπόν επιχειρήσετε να επισκεφθείτε κάποια σχετική ομαδική έκθεση, η παρατηρητικότητα σας θα μπει σε σοβαρή δοκιμασία προκειμένου να καταφέρετε να εντοπίσετε ουσιαστικές διαφορές από τον έναν δημιουργό στον άλλο. Θεωρώ πως θα «ξεφουσκώσει» με τον καιρό. Τουλάχιστον το περπάτημα κάνει πολύ καλό στην υγεία...
16. Ο φωτογράφος «φακός ως προέκταση του πέους»: Ναι, κυρίες μου, δυστυχώς όπως καλά γνωρίζετε υπάρχει και αυτή η ράτσα φωτογράφου, αποκλειστικά ανδρική και με σημαντικό πληθυσμό που δεν δείχνει να φθίνει. Πρόκειται για μετεξέλιξη της εικόνας του «Greek καμάκι» όπως συχνά φανερώνουν οι απαρχαιωμένες κοτσίδες, τα λαχούρια και διάφορα άλλα αξεσουάρ που υποτίθεται ξεχειλίζουν «ανδρισμό». Από τις πρώτες κιόλας κουβέντες με κάποιον εκπρόσωπο του είδους, θα καταλάβετε ότι η ενασχόληση με τη Φωτογραφία υποκινείται από την ανάγκη του να γοητεύσει κάποιο θηλυκό και να το παρασύρει σε «προχωρημένες» φωτογραφίσεις και ό,τι ήθελε προκύψει. Εννοείται πως δεν τους ενδιαφέρει καθόλου η τεχνική (ούτε και η τέχνη εδώ που τα λέμε) για αυτό και έχουν αντικαταστήσει τα παραπάνω με παρωχημένο έως και αστείο λεξιλόγιο του στυλ «είσαι πολύ όμορφη», «βάλε τα χέρια στο παιχνίδι», «δάγκωσε τα χείλη σου», «παίξε με τα μαλλιά σου» και πολλά άλλα ευφάνταστα. Είναι ράτσα που διαθέτει συνήθως δικό της μικρό και αυτοσχέδιο στούντιο, σε κάποιο χώρο του σπιτιού, μακριά από τα ενοχλητικά βλέμματα. Για να είμαι δίκαιος όμως θα αφήσω εδώ και ένα «βρίσκουν και τα κάνουν». Ουσιαστικό φωτογραφικό όφελος; Μηδέν.
17. Η «δεν θυμάμαι μοντέλο μηχανής, ούτε και είδος φακού»: Και ήρθε και η σειρά των κοριτσιών, μιας και αυτή η ράτσα χαρακτηρίζεται από την «θηλυκότητα» της. Όπως και να το κάνουμε, ο μέσος ανήρ φωτογράφος γνωρίζει τα βασικά χαρακτηριστικά του φακού του, το μοντέλο της μηχανής του και σίγουρα μπορεί να πλοηγηθεί με ευκολία στο μενού. Εσείς κυρίες μου γιατί δείχνετε μια τέτοια μόνιμη και φανερή απέχθεια για οτιδήποτε τεχνικό; Πως θα σας βοηθήσει και ο άμοιρος ο συνάδελφος από το τηλέφωνο, όταν δεν θυμάστε καν τι εξοπλισμό έχετε; Είστε πολύ χαριτωμένες όταν δήθεν κάνετε ότι ντρέπεστε που δεν γνωρίζετε τί υπάρχει στο μενού της μηχανής, αλλά από ένα σημείο και μετά καλό να συνειδητοποιήσουμε ότι η ενασχόληση με τη Φωτογραφία απαιτεί και μια στοιχειώδη ύπαρξη τεχνικών γνώσεων. Βρε μπας και το κάνετε επίτηδες, ως μέρος τσαχπινιάς και χαριτωμενιάς, και μετά βρίσκει γόνιμο έδαφος και ο φωτογράφος νούμερο 16 για να επιχειρήσει τα δικά του; Δεν είναι προτιμότερο να γκουγκλάρετε τί είναι η «φωτεινότητα» ενός φακού αντί να ρωτήσετε τον τύπο με το τριχωτό στήθος και το τατουάζ αετό ή Ινδιάνο;
18. Ο «μόνο τεχνική»: Σπάνια και συμπαθής ράτσα. Σπάνια γιατί ο Έλληνας φωτογράφος είναι τεμπελάκος και δεν κάθεται να αφιερώσει μήνες ολάκερους στο να δαμάσει μια τεχνική και συμπαθής γιατί διαθέτει επιμονή, υπομονή, προσήλωση και αγάπη για αυτό που κάνει. Στην πορεία όμως, η τελειομανία δίνει τη θέση της σε κοινότυπες και «αποστειρωμένες» εικόνες, παρόμοιες με χιλιάδες άλλες στο διαδίκτυο. Πόσους Milky Way να δει κανείς, τραβηγμένους από την Πάνω Ραχούλα; Πόσα υπέρυθρα άνευ ουσίας; Πόσες φορές να δω πια αυτόν τον ρημαδοκαταρράκτη μπροστά από το βουνό στην Ισλανδία; Τί προτείνω για όλους αυτούς; Να αφιερώσουν ένα μικρό μέρος του χρόνου και του κόπου τους στο να προσδώσουν μια προσωπική χροιά και ύφος στη θεματολογία τους. Να επιτρέψουν λίγο περισσότερο στον ψυχισμό τους να καταλάβει καλύτερη θέση στις λήψεις τους. Να «ζήσουν» προσωπικά τη Φωτογραφία τους. Και ας ξεφύγει και λίγος «θόρυβος» παραπάνω, δεν πειράζει. Οι μισές ράτσες εδώ, ούτε που θα το πάρουν χαμπάρι...
19. Ο «δεν είμαι και τόσο της τεχνικής»: Ακροβατεί ανάμεσα σε πολλές προαναφερθείσες ράτσες (σας αφήνω να κάνετε τους συσχετισμούς και να φανταστείτε ποιες). Δεν διαθέτει ακόμα όλο εκείνο το απαιτούμενο θράσος ώστε να αυτοανακηρυχθεί «καλλιτέχνης» ή «δάσκαλος» αλλά δεν πρόκειται ποτέ να δώσει στην τεχνική το σωστό μερίδιο που της αναλογεί ως προς την φωτογραφική του εξέλιξη. Κοινώς, ο στραβός ορίζοντας, η ανεστίαστη ή κουνημένη εικόνα, η λάθος φωτομέτρηση και η μπίχλα στον αισθητήρα, δεν πρόκειται ποτέ να τον απασχολήσουν στον πρέποντα βαθμό. Συνήθως τα παρατάει μετά από κάποια χρόνια και αρέσκεται στο να αναπολεί και αυτό το ωραίο χόμπι που κάποτε είχε. Αν παρόλα αυτά καταφέρει να βγάλει χρήματα από τη Φωτογραφία, θα τον συναντήσετε πάρα πολύ συχνά στον χώρο της Φωτογραφίας μόδας, φαινόμενο πολύ έντονο στο παρελθόν αλλά και ακόμα τώρα.
20. Ο «παίζω ξύλο στα fora»: Οπαδισμός στο έπακρον. Η Φωτογραφία είναι απλά άλλη μια πρόφαση για διαδικτυακό ξέσπασμα και ψευτοτσαμπουκάδες μεταξύ αγνώστων με αστεία ψευδώνυμα. Θα μπορούσε να είναι η σύγκριση της ταχύτητας της αυτόματης εστίασης, τα επίπεδα «θορύβου» ή «ποιος έριξε το πέναλτι και μου ‘κλεισε το σπίτι». Το DXO να είναι καλά και πάντα θα υπάρχει διάθεση για ξεκατίνιασμα. Μπορεί βέβαια να είναι και «fanboy» οι βασικοί ύποπτοι, αλλά όχι και απαραίτητα. Η διαφωνία υφίσταται μόνο και μόνο για τη χαρά της ίδιας της διαφωνίας. Δεν αποτελεί φυσικά μονάχα ελληνικό προνόμιο, μιας και στο εξωτερικό γίνεται επίσης ο κακός χαμός και ίσως και χειρότερος. Βασικό γνώρισμα αυτής της ράτσας, το βαθούλωμα στην καρέκλα, ο ιδρωμένος κώλος και η πλήρης απουσία αξιοπρεπούς φωτογραφικού υλικού στο αρχείο. Μιλούν αντί να μασούν ή καλύτερα, πληκτρολογούν αντί να φωτογραφίζουν.
21. Ο «pixel peeper»: Θα τολμήσω να πω ότι η συγκεκριμένη ράτσα γνωρίζει πολύ μεγαλύτερη εξάπλωση σε άλλες χώρες και όχι εδώ. Ο Έλληνας φωτογράφος, παρά την ξεροκεφαλιά και την προχειράδα του, παραμένει πάνω από όλα τεμπέλης και ξερόλας, οπότε ποιος αλήθεια ο λόγος να ξημεροβραδιάζεται συγκρίνοντας αρχεία και παρατηρώντας συμπεριφορές αισθητήρων σε υψηλά ISO; Θα το πράξει, ναι, αλλά για λίγη σχετικά ώρα και μετά θα βολευτεί μια χαρά στον αριθμό 7 ή στο 20. Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες φορές που η γενικότερη επιπολαιότητα μας ως ράτσα, μας εξοικονομεί πολύτιμο χρόνο από κάτι που τελικά είναι όντως περιττό από ένα σημείο και έπειτα. Το πολύ «pixel peeping» δεν οδηγεί πουθενά και κυρίως δεν ωθεί κανέναν από εμάς να βγούμε έξω και να πραγματοποιήσουμε λήψεις. Διατηρήστε το, αν θέλετε, ως εγκυκλοπαιδική γνώση και ενημέρωση, και μετά ξεχάστε το και κάντε ό,τι καλύτερο μπορείτε με την ωραιότατη μηχανή που διαθέτετε.
22. Ο «μου φταίει πάντα ο εξοπλισμός μου»: Μέχρι ένα βαθμό, αυτή η ράτσα αλληλοεπιδρά έντονα με την προηγούμενη, ψάχνοντας κυρίως πού να ρίξει το φταίξιμο για άλλη μια αποτυχημένη λήψη. Η μηχανή και ο φακός μας δεν διαθέτουν ομιλία και δυστυχώς για κάποιους, κάνουν ακριβώς αυτό που εμείς θα τα βάλουμε να κάνουν. Αυτό βέβαια δεν τους εμποδίζει από το να τα βρίζουν σε κάθε ευκαιρία. Έτσι, κρύβουμε τις αδυναμίες μας πίσω από δήθεν μέτρια τεχνικά χαρακτηριστικά, αργές εστιάσεις, υψηλούς «θορύβους», λίγα καρέ το δευτερόλεπτο, ψηφιακά σκόπευτρα με μέτρια ευκρίνεια και πάρα πολλά άλλα. Αλήθεια, την εποχή του φιλμ θα σπεύδαμε με τέτοια ευκολία να κατηγορήσουμε τον εξοπλισμό μας ή μήπως είμασταν λίγο πιο ειλικρινείς με τις δικές μας δυνατότητες; Απλώς ρωτάω...
23. Ο «ευαισθητοποιημένος» φωτογράφος: Για να το πάρει απόφαση να βγει να φωτογραφίσει, πρέπει το θέμα του να βρίσκεται σε οποιουδήποτε είδους καταυλισμό αλλιώς δεν είναι αρκετά «ευαισθητοποιημένο» για τον ίδιον. Ουσιαστικά δεν παίζει ρόλο τί θα είναι αυτό, φτάνει να έχει φράχτη, βρωμιά, παιδιά και ηλικιωμένους. Υπήρξε μια περίοδος όπου ο κάθε φέρελπις φωτογράφος αυτής της ράτσας, πραγματοποιούσε και μια έκθεση φωτογραφίας με υλικό παρμένο σε καταυλισμούς τσιγγάνων ή γύφτων (ναι κύριοι, χρησιμοποιούμε διαφορετικές λέξεις για διαφορετικά πράγματα). Στην ανάγκη, χρησιμοποιούσαν πάντα κάποιες συγκεκριμένες ψυχιατρικές κλινικές σαν καβάτζα και δεξαμενή άντλησης δακρύβρεχτων θεμάτων. Μη φανταστείτε όμως ότι έκαναν ή κάνουν κάτι αντίστοιχο με συναδέλφους τους στο εξωτερικό. Εδώ είναι Ελλάδα. Πραγματοποιούν ορισμένα σύντομα «μπες βγες» στα θέματα τους και, βουαλά, έτοιμο το «ευαισθητοποιημένο» υλικό. Κορόιδα είμαστε, να πρέπει και να το ζήσουμε κιόλας; Να διαθέσουμε πραγματικές ποσότητες χρόνου ώστε να γνωρίσουμε αυτούς τους ανθρώπους; Όχι βέβαια. Στήνουμε μερικά γλυκούλικα παιδάκια (περνούν από casting τα βρώμικα και τα ξυπόλητα κυρίως) πίσω από συρματοπλέγματα, κάνουμε τη δουλειά μας, τραβάμε και μια απολύμανση πίσω στο σπίτι και μετά όλα είναι έτοιμα για τα social media και τον συγχρωτισμό με κάποιες άλλες ράτσες εδώ μέσα. Υστερόγραφο: Ο «ευαισθητοποιημένος» φωτογράφος συνήθως ακολουθεί και συγκεκριμένο ενδυματολογικό κώδικα, προς το «αγωνιστικότερον» ώστε να συνάδει και με την «αριστερή» του ιδεολογία. Συχνά πυκνά, παριστάνει και τον επίδοξο ποιητή, πάντα άνευ εκδότη...
24. Ο «wannabe φωτορεπόρτερ»: Φαντάζεται βραβεύσεις και μεγαλεία, τη ζωή του να γίνεται ταινία, γυναίκες να τον βρίσκουν περιπετειώδη και γοητευτικό καθώς θα διηγείται ιστορίες για το πώς παραλίγο να τον αγγίξουν σάλια καμηλοπάρδαλης σε κάποιο ζωολογικό κήπο. Έχει πολύ ενδιαφέρον πάντως γιατί αποτελεί «υβρίδιο» από συνδυασμό άλλων ρατσών. Από τον ερωτύλο φωτογράφο έχει δανειστεί την κοτσίδα και από τον προηγούμενο, τον αριστερίζοντα ενδυματολογικό κώδικα. Δεν είναι πολύ της τεχνικής, δεν έχει πεισθεί από τις mirrorless (τί έχουν ακούσει τα αυτάκια μου αλλά ας μη μιλήσω), θα βάλει και λίγο street ως «καρύκευμα» και φυσικά είναι fanboy. Το μόνο που δεν είναι; Πραγματικά πρόθυμος και διατεθειμένος να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία διήγησης μιας ιστορίας μέσα από εικόνες, με οποιοδήποτε κόστος. Ελάχιστοι από αυτή τη ράτσα γίνονται τελικά υπολογίσιμοι φωτορεπόρτερ και ακόμα λιγότεροι δεν έχουν μπει ποτέ στη διαδικασία να «στήσουν» εικόνες.
25. Ο «μόνο prime»: Όχι ο Optimus, οι υπόλοιποι, οι φωτογραφικοί. Μήπως να τον χρησιμοποιήσω ως υποκατηγορία σε κάποια άλλη ράτσα; Αρκεί το γεγονός ότι δήθεν επιζητά τη μέγιστη δυνατή οπτική ποιότητα, ώστε να μπορεί στο τέλος να φωτογραφίζει κάθε Κυριακή το παζάρι στην πλατεία Αβησσυνίας ή τους τσολιάδες στο Σύνταγμα; Κόπτεται πραγματικά τόσο πολύ για το αν ο ζουμ φακός του έχει απειροελάχιστα περισσότερη χρωματική εκτροπή από τον «σταθερό»; Μήπως αγνοεί ακόμα το γεγονός ότι υπάρχουν πλέον πολύ «φωτεινοί» ζουμ φακοί εξαιρετικής ποιότητας; Μήπως το κάνει επειδή θέλει να περπατάει περισσότερο; Μήπως φοβάται ότι θα κατηγορηθεί το έργο του για εμφανές και ανεπεξέργαστο βινιετάρισμα; Μήπως τελικά απλά γουστάρει να πηγαίνει συνέχεια τον αισθητήρα του για καθαρισμό επειδή διαρκώς κάθεται και αλλάζει φακούς, χάνοντας χρόνο και θέματα; Ας μου απαντήσει κάποιος. Εξαιρούνται βεβαίως οι «σταθεροί» φακοί που συμπληρώνουν το φυσιολογικό «οπλοστάσιο» του φωτογράφου και τίθενται σε χρήση και εφαρμογή συστηματικά για συγκεκριμένο σκοπό και κατηγορία λήψεων. Τότε ναι, και έναν, και δυο και τρεις «σταθερούς» ας έχουμε στην τσάντα μας.
26. Ο «ανεπίδεκτος μαθήσεως»: Συμπαθητική όσο και ευαίσθητη στον χειρισμό της ράτσα. Πάντα θα υπάρχει κάποιος στην ομάδα που, βρε παιδί μου πώς να το κάνουμε, δεν το ‘χει. Μα καθόλου όμως. Καμία αντίληψη του κάδρου, καμία αίσθηση φωτισμού, καμία δυνατότητα εύρεσης και ανάδειξης θεμάτων. Πολλές φορές και εντελώς εν αγνοία του όλα αυτά. Τί κάνουμε; Τον αποθαρρύνουμε; Όχι βέβαια! Γνωρίζουμε ότι οι δυνατότητες του θα μπορέσουν, έστω και με πολύ κόπο, να φτάσουν μέχρι ένα συγκεκριμένο, χαμηλό, σημείο. Δείχνει όμως να το απολαμβάνει τόσο πολύ όταν βγαίνει και φωτογραφίζει. Αυτό από μόνο του είναι ένα τεράστιο κέρδος και ένα εξαιρετικό αγαθό που μπορεί να προσφέρει η ενασχόληση με τη Φωτογραφία. Εντάξει, αν η κατάσταση είναι τραγική, κάποια στιγμή του το λες, με τρόπο...
27. Ο «το bokeh σε μάρανε»: Πρόκειται για μια από τις τελευταίες προσθήκες στη λίστα και σίγουρα μια ράτσα που σχεδόν δεν υπήρχε παλιότερα. Ψωνίζουν από εδώ, ψωνίζουν από εκεί, ψάχνουν vintage φακούς, κουμπώνουν αντάπτορες, ξερογλείφονται βλέποντας ωραία και «κρεμώδη» bokeh στο διαδίκτυο, αγοράζουν καινούριους φακούς βάσει του υποτιθέμενου bokeh που θα τους προσφέρουν και που θα τους δώσει το συντριπτικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών που, φευ, προτιμούν να ασχολούνται με το ίδιο το θέμα και όχι με το είδος φλουταρίσματος του φόντου. Την ώρα της πραγματικής λήψης βέβαια, όλα αυτά πηγαίνουν περίπατο και επιστρέφουμε στη γνωστή και γνώριμη απογοήτευση της θέασης του τελικού αποτελέσματος στην οθόνη του υπολογιστή. Όσο χρόνο χαραμίζουν ψάχνοντας το ιδανικό bokeh, και ας μην ξέρουν τί να το κάνουν, άλλο τόσο χρόνο θα φάνε προσπαθώντας να πουλήσουν τους vintage φακούς που αγόρασαν πρόσφατα. Συμπαθητική και σπάνια ράτσα, σημείο των καιρών...
28. Ο «φωτογραφίζω γκρεμίδια»: Αυτή η ράτσα ενσωματώνεται σε κάθε ερασιτέχνη φωτογράφο στο ξεκίνημα του, λες και κάποια αόρατη δύναμη τον υποχρεώνει να κάνει απαραιτήτως λήψεις σε ό,τι ρημαγμένο κτίριο βρεθεί μπροστά του. Εν μέρει το κατανοώ αλλά προσπαθώ να το «αφαιρέσω» από τους μαθητές μου, αμέσως μόλις εμφανίσει τα πρώτα σημάδια επανάληψης και κορεσμού. Πολλοί επίσης δεν αντιλαμβάνονται πως το γεγονός ότι ένα ντουβάρι δεν χρειάζεται να το κυνηγάς από πίσω για να το φωτογραφίσεις, ως εκ τούτου είναι εύκολο ως θέμα, κάτι που αποτελεί σημαντική φωτογραφική πλάνη. Τα ερειπωμένα σπίτια μπορούν να αποτελέσουν ευρύ πεδίο πειραματισμού με τη σταθερότητα στη σύνθεση και τη μελέτη του «σκληρού» και δύσκολου φωτός. Όλα όμως έχουν κάποια αρχή και κάποιο τέλος, γι΄ αυτό συνιστώ μια καλή δόση από «γκρεμίδια» στο ξεκίνημα της καριέρας μας και μετά, σιγά σιγά, να εμπλουτίζουμε το portfolio μας με διαφορετικά πράγματα. Παίζουν βέβαια ρόλο και οι «κακές παρέες» με ορισμένες άλλες ράτσες εδώ μέσα (βλέπε νούμερα 3, 4, 5, 9, 12, 14 και 16).
29. Ο «φωτογραφίζω πορτοπαράθυρα»: Το επόμενο βήμα στην εξέλιξη της προηγούμενης ράτσας. Μιας και οι παλιές συνήθειες πεθαίνουν δύσκολα αλλά πρέπει και να ευχαριστήσουμε και το δάσκαλο καθώς κάνουμε συχνά εξορμήσεις εκτός βάσης, προσπαθούμε να το συμβιβάσουμε το πράγμα. Και ολίγη από ντουβάρια, και ένα βήμα παραπέρα στην εύρεση θεμάτων. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των λήψεων, εκτός από τη δεδομένη βαρεμάρα που αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα προκαλέσει στον θεατή, χαρακτηρίζεται και από έντονες παραμορφώσεις μιας και ο μέσος Έλληνας φωτογράφος δεν έχει ακόμα κατανοήσει πλήρως ότι μπορεί να κάνει αρχιτεκτονική Φωτογραφία χρησιμοποιώντας τηλεφακούς και συμπιεσμένη προοπτική, και αντί αυτού απλά περιδιαβαίνει τα σοκάκια και απαθανατίζει ό,τι βρίσκει, από το ύψος του ματιού, συνήθως κοιτώντας και λίγο προς τα πάνω. Πυραμίδες και τραπέζια ολούθε.
30. Ο «χαραμίζομαι στην Ελλάδα»: Αυτό πραγματικά δεν ξέρω γιατί βρίσκεται εδώ. Κανείς μα κανείς δεν εμποδίζει κανέναν από το να επιδιώξει φωτογραφική καριέρα στο εξωτερικό, ειδικά τώρα που όλος ο πλανήτης είναι μια διαδικτυακά συνδεδεμένη σφαίρα. Κανείς, εκτός βέβαια από το πραγματικό ταλέντο αυτής της ράτσας. Αν διαθέτει βέβαια κάτι άλλο εκτός από γκρίνια...
31. Ο «δεν δέχομαι κριτική»: Και γιατί να δεχθεί άλλωστε; Δεν έδωσε κυρίες και κύριοι τόσα λεφτά για εξοπλισμό, δεν έχει μαλλιάσει η γλώσσα του να μιλάει για τον Salgado, δεν ξημεροβραδιάζεται στο Facebook ώστε να έρχεται ο κάθε ένας και να του λέει ότι η λήψη του διαθέτει ψεγάδι. Α, όλα κι όλα. Αυτή η ράτσα θεωρεί ότι η ενασχόληση με τις τέχνες είναι μια μονόδρομη μορφή επικοινωνίας που σταματά τη στιγμή της ανάρτησης της φωτογραφίας. Δεν είμαστε εδώ για να το συζητήσουμε και για να γίνουμε καλύτεροι. Είμαστε ήδη καλύτεροι και για αυτό και δεν δεχόμαστε κριτική. Πώς θα κάνουμε το επόμενο βήμα και να γίνουμε «καλλιτέχνες» ή «δάσκαλοι»; Πώς θα περάσουμε «αναίμακτα» στη θέση αυτού που διδάσκει ή έστω πώς θα δικαιολογήσουμε τον καταιγισμό από καρδούλες στο Instagram; Τί είναι ο photo editor στα μεγάλα περιοδικά του εξωτερικού; Δεν τον γνωρίζω τον κύριο...
32. Ο «ψωνίζω ασύστολα»: Ναι, έχουμε ακόμα και από αυτό, εν μέσω ύφεσης, ανεργίας και πείνας. Η χαρά του καταστηματάρχη, μέχρι βέβαια να διαπιστώσει ότι ο πελάτης του πιο εύκολα αλλάζει μηχανές και φακούς παρά βρακί. Για αυτή τη ράτσα, ο φωτογραφικός εξοπλισμός δεν είναι το τεχνολογικό μέσο προς την επίτευξη μιας καλής λήψης και μιας περαιτέρω επικοινωνίας με τον θεατή των εικόνων σου. Είναι κάτι άλλο, πιο βαθύ και πιο «πρόστυχο». Είναι το μεταλλικό φινίρισμα, οι καμπύλες, η γυαλάδα του καινούριου, ο «οργασμός» του unboxing, η υπεροχή του να έχεις αγοράσει ό,τι πιο καινούριο, ό,τι πιο σύγχρονο, ό,τι πιο καλό. Δυστυχώς, όπως και άλλες ηδονές σε αυτό τον κόσμο, η ευχαρίστηση της νέας αγοράς κρατάει σχετικά λίγο για αυτή τη ράτσα που αδυνατεί συστηματικά να ρίξει περισσότερο βάρος στην φωτογραφική της εξέλιξη με ό,τι διαθέτει. Βαθιά μέσα τους πρέπει να έχουν κοινό πρόγονο με τον «μου φταίει πάντα ο εξοπλισμός μου» γι΄ αυτό και διαρκώς αναζητούν την τέλεια μηχανή και τον τέλειο φακό, μένοντας σε έναν καταναλωτικό φαύλο κύκλο. Πιο πολύ «πελάτες» παρά «φωτογράφοι». Περί ορέξεως βέβαια, ούτε λόγος...
33. Ο «ήρθα κυρίως για το γυμνό»: Στενός συγγενής του κυριούλη που φέρει τον φακό «ως προέκταση του πέους του» κ.λπ. Είναι όμως σαφώς πιο συνεσταλμένος και πολύ πιθανά βρίσκεται και σε έναν από καιρό προβληματικό γάμο που έδωσε ό,τι είχε να δώσει. Παρά το γεγονός ότι γυαλίζει διαρκώς το μάτι του, συνήθως είναι ήρεμη ράτσα και αρκείται στο να πληρώνει αδρά κάθε φορά που εντοπίζει κάποιο workshop γυμνού. Στην ανάγκη, θα βολευτεί και με φωτογράφηση εσωρούχων ή μαγιό. Είναι όπως και να έχει μικρό το αντίτιμο για να μπορέσεις να στρέψεις, έστω και για λίγα λεπτά της ώρας, το φακό σου σε ένα δίμετρο και καλλίγραμμο μοντέλο. Πρόκειται για αγελαίο είδος και προσπαθεί με αυτό τον τρόπο να κρύψει περίτεχνα την προαναφερθείσα γυαλάδα στο μάτι. Δεν μπορεί ποτέ να δείξει συγκέντρωση σε αυτό που κάνει και για αυτό οι λήψεις του πάντα θα είναι γεμάτες λάθη και προβλήματα. Όχι ότι θα κάτσει να σκάσει κιόλας. Από τη στιγμή που εμπλουτίζεται το αρχείο, όλα βαίνουν καλώς (φτάνει να μην τον πάρουν χαμπάρι οι υπόλοιποι στο σπίτι). Ιδανικό θύμα – κράχτης για όποιον διοργανώνει παρόμοια σεμινάρια.
34. Ο «HDR» φωτογράφος: Ράτσα των τελευταίων ετών και αυτή, άρρηκτα συνδεδεμένη με τις τεχνολογικές φωτογραφικές εξελίξεις. Παρά το γεγονός ότι σε λίγο καιρό μπορεί κιόλας να αρχίσει να φεύγει από τη «μόδα», ο Έλληνας φωτογράφος που έχει πέσει με τα μούτρα στο HDR, συνήθως δεν αντιλαμβάνεται καν ότι δεν θα έπρεπε να το πράττει για το εφέ του πράγματος αλλά για να αξιοποιήσει πραγματικά και ουσιαστικά το διευρυμένο δυναμικό εύρος που η τεχνική αυτή μπορεί να του χαρίσει. Κοινώς, δεν κάνουμε HDR για να παρουσιάσουμε τον πιο ψεύτικο ουρανό που μπορεί να παραχθεί αλλά για να καταφέρουμε να αποτυπώσουμε αυτό το κάτι παραπάνω που ο αισθητήρας μας εκ φύσεως δεν δύναται να αποτυπώσει σε ένα και μόνο καρέ. Η σωστή χρήση του bracketing και κάποιου προγράμματος δημιουργίας HDR στη συνέχεια, μπορεί να οδηγήσει σε εντυπωσιακές και αληθοφανείς εικόνες και όχι σε αυτά τα εκτρώματα που προκαλούν καταιγισμό «likes» από τους αδαείς που βλέπουν ξεχειλωμένες εικόνες Αποκάλυψης στις οθόνες τους. Έλληνα μπορείς(;), να βγεις από το kitsch.
35. Ο «balcony photographer»: Η γέννηση του ορισμού αυτού ανήκει σε έναν φίλο μου, συνάδελφο φωτογράφο από το Κουβέιτ ο οποίος, λίγο καιρό πριν (2018), χαριτολογώντας, απέδωσε αυτή την ονομασία σε εκείνους τους φωτογράφους που όπως μαρτυρά και ο τίτλος, φωτογραφίζουν από το μπαλκόνι (τους;). Μπορεί να είναι κάποιος τουρίστας που, εμφανώς κουρασμένος από το ταξίδι, επιλέγει να αξιοποιήσει την εξαιρετική θέα του δωματίου του ξενοδοχείου του για να φωτογραφίσει, ας πούμε τον Παρθενώνα. Για κάποιο λόγο, αυτή η λογική του «πού να τρέχουμε τώρα, καλά το βλέπουμε και από εδώ» θεώρησα ότι θα μπορούσε να βρει το χώρο της ως μια αυθύπαρκτη φωτογραφική ράτσα, παραδομένη στην ευκολία, στην απόλυτη απουσία έμφυτης περιέργειας για να γνωρίσει κάποιο μνημείο, κάποιο πολιτισμό ή κάποιο δρώμενο. Με λίγα λόγια, Κουβετιανής προέλευσης η ονομασία, αλλά βαθιά ελληνική η φιλοσοφία. Δεν μπορεί, όλο και κάποιο παράδειγμα φωτογράφου θα έχουμε που επέλεξε το ρεμβασμό από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου του, αντί της πεζοπορίας. Και ας μην βιαστούμε να τον κατηγορήσουμε για αυτό. Υπάρχουν πολύ χειρότερα φωτογραφικά «παραπτώματα» και αν μη τί άλλο αυτό το άρθρο δεν τα τσιγκουνεύτηκε καθόλου. Ευχαριστώ για τον χρόνο και την υπομονή σας. 6501 λέξεις είναι αυτές...
φωτογραφίες πηγή: https://agrinioreport.com/21-%CE%B6%CF%8E%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B8%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CE%BD%CE%B1-%CE%B3%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CF%86%CF%89%CF%84%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CE%BF%CE%B9/
*vangelisdelegos.com, info@vangelisdelegos.com
Ο Βαγγέλης Δελέγκος είναι επαγγελματίας φωτογράφος, δάσκαλος Φωτογραφίας, συγγραφέας και αρθρογράφος.