Ο κύριος Λάζαρος
Στο διπλανό μπαλκόνι, ο κύριος που δεν θυμάμαι τ’
όνομά του, έπιασε σήμερα το λακριντί μ’ ένα κοτσύφι. Μπορεί να είναι και
σπουργίτι, δεν είμαι σίγουρη, πάντως είναι ένα μικρόσωμο φαιό πτηνό, που μας
επισκέπτεται καθημερινά για να τσιμπολογήσει τα ψίχουλα που του αφήνει στο
γείσο ο κύριος που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του. Μένοντας αναγκαστικά σπίτι και
έχοντας, πλέον, άφθονο χρόνο για σκότωμα, σκέφτηκα πως θα ήταν αρκετά
διασκεδαστικό να κρυφακούσω το παραλήρημα του γείτονα. «Γύρευε τι ζημιά
έπαθε ο Χριστιανός που μιλάει με τα πουλιά», σκεφτόμουν με σαρδόνια
διάθεση, καθώς τέντωνα τ’ αυτιά μου για να μην χάσω λέξη απ’ το μονόλογό του.
«Άιντε καλό μου, τσίμπα τα σποράκια των λουλουδιών και
σύρε ως το παιδί μου στη δίπλα γειτονιά, να τα φυτέψεις στα γλαστράκια του». Αν δεν
λογάριαζα το κενό που έχασκε μπροστά μου, θα έγερνα ευχαρίστως πάνω στην
κουπαστή, για να δω τις αντιδράσεις του πτηνού. Η αλήθεια είναι ότι, μετά από
κάθε φράση του κυρίου -που εξακολουθώ να μην θυμάμαι τ’ όνομά του-, ακουγόταν
ένα λεπτεπίλεπτο τιτίβισμα. Ακολουθούσε ξανά η αντρική φωνή, τρυφερή και
γλυκόηχη· κι αμέσως μετά, το κορφολόγημα του πτηνού στον πλατύφυλλο βασιλικό.
Ανθρώπινοι φθόγγοι και γουργουρητά ευχαρίστησης, εναλλάσσονταν για κάμποση ώρα.
«Αρχίζουν οι παρενέργειες της κλεισούρας», σκέφτηκα μειδιώντας στον
εαυτό μου. Ακούω φωνές. Και τιτιβίσματα. Και ποιος ξέρει τι άλλο…
Αίφνης ακούστηκε ο κρυστάλλινος ήχος ενός ποτηριού που
τσουγγρίζει ένα άλλο. Πράγμα πολύ περίεργο, αφού ο μεσήλικας άντρας ήταν
μόνος. Κυριευμένη από μια αχαλίνωτη περιέργεια και αφού έριξα μια
κατασκοπευτική ματιά τριγύρω για να βεβαιωθώ πως δεν με έβλεπε κάποιος
γείτονας, έσκυψα στην κουπαστή και κρυφοκοίταξα στο διπλανό μπαλκόνι. Του
κυρίου που ξεχνούσα τ’ όνομά του. Ήταν σκυμμένος πάνω σ' ένα μαρμάρινο τραπέζι,
εμφανώς απορροφημένος απ’ αυτό που έβλεπε, με το κεφάλι στηριγμένο στις παλάμες
του. «Καλή Ανάσταση μπαμπά. Στην υγειά μας!» Η φωνή προερχόταν απ’ τα
γλιστερά σπλάχνα ενός υπολογιστή. Έμεινε ακίνητος για κάμποσα
δευτερόλεπτα αντικρίζοντας την οθόνη. Ένα ποτήρι κρασί κι ένα ψηφιακό
τσούγκρισμα με το παιδί του. Λίγα μέτρα μακριά απ’ το σπίτι του κι όμως τόσο
απόμακρα, μια ανάσα πριν την Ανάσταση του Χριστού που φέτος μοιάζει σαν μια
ατέρμονη αναρρίχηση στο Γολγοθά. Με το ένα του χέρι ακούμπησε ευλαβικά την
οθόνη, σαν να άγγιζε ιερό εικόνισμα. Με το άλλο, σκούπισε τα μάτια του.
Το μικρόσωμο πτηνό, που μου διαφεύγει το όνομά του,
τσιμπολογούσε τα τελευταία ψίχουλα στην άκρη του τραπεζιού. Σε κάθε τσιμπιά,
ανασήκωνε το κεφαλάκι του και παρατηρούσε τον αμίλητο άντρα. Την άκρως
σουρεαλιστική σκηνή, συμπλήρωσε το ωστικό κύμα μιας τηλεόρασης. Ο νίπτων
σχολαστικά τας χείρας του αστέρας του θεάματος, δολοπλοκούσε πίσω απ’ τις
τραβηγμένες κουρτίνες κάποιου διαμερίσματος. «Και κυρίως εσείς, γιαγιάδες
και παππούδες, ακούστε με προσεχτικά, όχι ασπασμούς, όχι
κοινωνικότητες δεξιά αριστερά…»
Τραβήχτηκα πίσω, πλημμυρισμένη με ενοχές για την
αδιακρισία μου. Και για την κλοπή πνευματικών στιγμών στην οποία ανερυθρίαστα
επιδόθηκα. Πάνω απ’ την ερημωμένη πόλη, αντηχεί διαρκώς το μονόσυρτο τηλεοπτικό
μοιρολόι: «Στο πρώτο σύμπτωμα βήχα ή πυρετού, μένουμε σπίτι και
παίρνουμε τηλέφωνο αμέσως τον γιατρό μας…» Κι ήταν η σπαραχτική
απαγγελία του γείτονα -που ξαφνικά θυμήθηκα τ’ όνομά του- που έφερε το Άγιο
Φως, αυτό που στήνει σκάλες ως τον ουρανό και γιατρεύει την πληγή που χαίνει.
«Έχουν αρχίσει να με κυκλώνουν επικίνδυνα οι ώρες.
Ακούω τα φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ανήσυχα χορικά.
Πρέπει να ζήσω τις αντίστροφες δυνάμεις.
Ω καρδιά μου - τρομαχτικότερη σελήνη!» (*)
Ο μικρόσωμος ακροατής των στίχων, τίναξε τα φτεράκια του και πέταξε ως το γείσο του μπαλκονιού. Κοίταξε φευγαλέα πίσω του κι ύστερα χάθηκε βιαστικός στα φλογισμένα μονοπάτια του ουρανού. Είχε να μεταφυτέψει τα φιντανάκια του κυρίου Λαζάρου.
(* Νίκος Καρούζος-Η χρησιμότητα της απειλής)
[ Maρία Κανελλάκη ]