Φυγόκεντρος, κεντρομόλος και
μεταγγιζόμενος χρόνος
«Χρόνος
που βγαίνει μέσα από το σώμα και
χρόνος
που σωριάζεται πάνω στο σώμα»
Β.
Παπαγεωργίου «Αϋπνία»
Άλλη
θερμοκρασία εντός και άλλη εκτός. Πυρετός στην παγωνιά, ξυλιασμένα πόδια και
κρύος ιδρώτας στον καύσωνα. Την ίδια στιγμή να ψηνόμαστε και να παγώνουμε, οι
αναδυόμενοι αχνοί της ψύξης και του βρασμού αναμεμειγμένοι. Λες και ζούμε δύο
ζωές παράλληλες.
Έτσι δε
συμβαίνει και με του χρόνου το παράδοξο διπλό παιχνίδι; Με κάθε εκπνοή μας
αδειάζει ο ασκός του, ξεφουσκώνει λίγο λίγο και αδιόρατα, σώνεται σιγά σιγά το
οξυγόνο μας δυσχεραίνοντας αναπνοή, κίνηση και σκέψη. Λαχάνιασμα που
εξελίσσεται σε βαριά ανάσα και καταλήγει σε αγκομαχητό και ρόχθο. Και ό,τι
λιγοστεύει μέσα μας μυστικά και αθόρυβα σαν επαίσχυντη ατομική χρεοκοπία
σωματοποιείται και εκατό πληγές αιμάσσουσες και ανίατες προδίδουν του χρόνου το
άδειασμα από το άθλιο και κακοποιημένο κουκούλι μας: σκληροδερμία, κύρτωση και
συρρικνώσεις, ρυτίδες, φακίδες, συστάδες από κρεατοελιές ταχείας αναπτύξεως,
θλιβεροί σάκοι και κύκλοι σε θολά μάτια, δακρύρροια ασταμάτητη, ευρυαγγείες σε
κάθε σημείο του σώματος και των άκρων, ραγάδες και αποκρουστικοί κιρσοί, αφύσικη
διαστολή μύτης και κρέμασμα αφτιών με ανεξέλεγκτη ορμή τοπικής τριχοφυΐας,
αντίθετα με το υπόλοιπο μαδημένο σώμα και κεφάλι, απώλεια δοντιών, δυσκαμψίες,
μουδιάσματα, κράμπες, πίεση, ζάχαρο, ουρία, χοληστερίνη, κολπικές μαρμαρυγές…
Ο χρόνος, ο
άυλος και αεικίνητος, ο φευγαλέος ακάματος δρομέας, με την αδιάκοπη εκροή του
μετατρέπεται από κοχλαστό περιεχόμενο σε αποτρόπαιο, μισητό και συμπαγές, φευ
ορατό τοις πάσι, περιέχον. Έχει και συνέχεια: αδόκητες εκκρίσεις, αναδυόμενες
οσμές φαρμακαποθήκης, ακράτεια ούρων και λόγων, παραμιλητά και ακριτομυθίες,
τρέμουλο και αστάθεια φωνής και βηματισμού προστίθενται στα πάσχοντα σώματα
καθώς οδεύουν ασθμαίνοντας προς την οριστική κατάσταση της πλήρους ακινησίας,
αφωνίας, άπνοιας και αχρονίας, όταν θα κείτονται ξεχειλωμένα σαν ξεφούσκωτα
μπαλόνια καταγής, μετά της μακράς συναρπαστικής ζωής το ξεφάντωμα. Θλίψη και
απόγνωση.
Ωστόσο, δεν
αποχωρούν όλοι δύσθυμοι ή συντετριμμένοι, μας παρηγορεί έναν αιώνα πίσω ο
Νίτσε. Όσοι έχουν φυγαδεύσει τα πιο ωραία κομμάτια του εαυτού τους σε έργα
Πνεύματος και Τέχνης, όσοι άδειασαν τη λάβα του χρόνου τους δημιουργικά και με
έμπνευση μπορεί και να χαμογελάσουν με μια κακεντρεχή χαρά την εσχάτη των
στιγμών τους. Σαν τον νοικοκύρη – η παρομοίωση δική του – που βλέπει τον κλέφτη
να ψάχνει τα συρτάρια του για χρυσάφι, χωρίς διόλου αυτό να τον ταράζει επειδή
έχει προνοήσει προ πολλού και τα έχει φυλάξει σε καλοκρυμμένο και απαραβίαστο
θησαυροφυλάκιο.
Προηγμένης
κοσμοθεωρίας και ανώτερου ψυχισμού ο ήρωας σε ταινία τού Κουροσάβα που διευκολύνει
τον κλέφτη οδηγώντας τον ο ίδιος στην κρύπτη με τις οικονομίες του. Δεν
προστατεύει την περιουσία του ο γαλαντόμος· φιλάνθρωπα την παραχωρεί ίσως γιατί
από την αρχή η συγκέντρωσή της μία πρόθεση είχε: την απλόχερη ανιδιοτελή δωρεά.
Ίσως τα τιμαλφή του να είναι λίγα, το φυλαγμένο κεφάλαιο ευτελές, επειδή δεν
αποταμιεύτηκε για να αβγατίσει με πανωτόκια. Ίσως στο σεντούκι να απέμειναν
λίγα χαρτονομίσματα, επειδή κλέφτες είχαν ξαναπεράσει από αυτό το σπίτι,
ενδεχομένως μάλιστα ο νοικοκύρης να τους μάζευε από τον δρόμο για να μπορεί να
ασκεί συχνά πυκνά το φιλανθρωπικό του έργο και να νιώθει την ακριβοπληρωμένη
ικανοποίηση του δωρητή.
Κάπως έτσι
συμβαίνει συχνά και με τον χρόνο. Εκτός από εκείνον που βγαίνει από μέσα μας
και χάνεται, εκτός από τον άλλο που συσσωρεύεται στο κορμί μας ως κρούστα ή
λέπια γήρατος, υπάρχει κι ένας τρίτος χρόνος που, ενώ διαρρέει, δεν
εξανεμίζεται. Αντίθετα, απορροφάται από τους άλλους, συντρόφους, φίλους,
παιδιά, ακόμη και από αγνώστους που καίγονται να μοιραστούν τα σώψυχά τους, που
αποζητούν απελπισμένα νάρθηκες για τα τσακισμένα φτερά τους. Αυτός ο χρόνος δεν
επικάθεται στα σώματα, εισδύει από τα αφτιά ως παρηγορητικός, συμβουλευτικός,
παρακινητικός λόγος, από τα μάτια ως χαμόγελο καλοσυνάτης διαθεσιμότητας, από
τα κέντρα της αφής ως χάδι ή άγγιγμα δηλωτικό μιας οιονεί αγγελικής παρουσίας.
Αδειάζει το μπαλόνι του δότη, αλλά ξαναγεμίζει του παραλήπτη με σωσίβιο αέρα,
με του άλλου τη λιωμένη ζωή. Είναι ένας χρόνος που αμέσως ανθίζει, ίσως και
αργότερα, στην ψυχολογία, το ήθος, τη συμπεριφορά, τις επιλογές του
ευεργετημένου χρονοφάγου. Ένα εξαίσιο και εσωτερικά ωραίο τριαντάφυλλο έχει
δημιουργηθεί που το άρωμά του κάνει τη διαφορά, όπως το μοναδικό ρόδο στην
ιστορία του Μικρού Πρίγκιπα το οποίο χρωστούσε την ξεχωριστή ευωδιά του στη
μακροχρόνια και συστηματική φροντίδα του φιλότιμου καλλιεργητή του.
Πάντως ο
κάθε πρόθυμος δωρητής χρόνου, ο κάθε υπεύθυνος χρονοδότης γονιός, καλός φίλος,
ο κάθε ακάματος εθελοντής δεν είναι οπωσδήποτε αντίγραφο του κινηματογραφικού
ήρωα που έπλασε ο μεγάλος Κουροσάβα. Καθώς δίπλα μας ζουν δωρητές που δε
διαλαλούν την υπεροχή του ρόδου τους, κι ας είναι αποκλειστικά δημιούργημά
τους, δεν επιδεικνύουν τα ελεήμονα αισθήματά τους ούτε επαίρονται για την
αφοσίωσή τους σ’ έναν άλλον άνθρωπο, σ’ έναν σοβαρό σκοπό, σε μια απαιτητική
αποστολή.
Έχω γνωρίσει
χρονοδότες οι οποίοι εξαφανίζονται μετά τη χρονοδοσία και εκείνο που τελικά
αφήνουν πίσω τους είναι μόνο ο άυλος δημιουργημένος για τους άλλους θησαυρός.
Το αθόρυβο αειφόρο ηφαίστειο των εκτινασσόμενων αρωμάτων, το απότοκο μιας
διακεκριμένης ταπεινότητας και μιας άδολης αγάπης για τον πλησίον, μιας αγάπης
που δεν εμφιλοχώρησε ποτέ στην ποσοτική λογική του χρονομετρητή.
Από το ανέκδοτο βιβλίο του Αναστάση Μαδαμόπουλου «Του χρόνου, του έρωτα και της γραφής»