Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Ένα φωτογραφικό οδοιπορικό στα φρεάτια του Αδριάνειου Υδραγωγείου στο Ηράκλειο Αττικής και στη Μεταμόρφωση*


* Από το Ημερολόγιο 2019 του Άλλου Τόπου Επικοινωνίας & Πολιτισμού με θέμα:

¨Ηράκλειο Αττικής: Υδάτινες διαδρομές από τον Αδριανό μέχρι σήμερα".

Φρεάτιο Αδριάνειου με αριθ. 150, δίπλα από το γήπεδο της Κύμης και την Αττική Οδό, Ηράκλειο.

Φρεάτιο Αδριάνειου με αριθ. 157, Μάρκου Μπότσαρη 4, Ηράκλειο.

Φρεάτιο Αδριάνειου με αριθ. 159, απέναντι από Εθνομαρτύρων 8, Ηράκλειο.

Φρεάτιο Αδριάνειου με αριθ. 160, απέναντι από Εθνομαρτύρων 22-24, Ηράκλειο.

Φρεάτιο Αδριάνειου με αριθ. 161, Εθνομαρτύρων και Πεύκων, Ηράκλειο.

Φρεάτιο Αδριάνειου με αριθ. 162, Εθνομαρτύρων 36, Ηράκλειο.

Φρεάτιο Αδριάνειου με αριθ. 165, Β. Ηπείρου 53 (πάροδος Ρήγα Φεραίου 53), Ηράκλειο.

Φρεάτιο Αδριάνειου Αχιλλέως και Σεφέρη, Μεταμόρφωση.

Φρεάτιο Αδριάνειου σε άχτιστο οικόπεδο Αχιλλέως 29, Μεταμόρφωση.

Φρεάτιο Αδριάνειου Γερανίου 11 αδιέξοδο, Μεταμόρφωση.

Φρεάτιο Αδριάνειου οδός Γεωργίου Παπανδρέου 100, Μεταμόρφωση.

Φρεάτιο Αδριάνειου οδός Παπαδιαμάντη απέναντι από το 34, Μεταμόρφωση.




Το υπόγειο Αδριάνειο υδραγωγείο της Αθήνας και η διαχρονική αξία του


Παναγιώτης Δευτεραίος,
Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ, Υποψήφιος Διδάκτορας,
στα Αρχαία Υπόγεια Υδραυλικά Έργα
Δρ. Ευστάθιος Χιώτης,
Μηχανικός Μεταλλείων, Μεταλλουργός,
τ. Διευθυντής &Σύμβουλος ΙΓΜΕ
Δρ. Νικόλαος Μαμάσης,
Αναπληρωτής Καθηγητής Τεχνικής Υδρολογίας του ΕΜΠ


Το Ηράκλειο βρίσκεται στη διασταύρωση δύο αρχαίων υδραγωγείων, γεγονός που οφείλεται στα πλούσια πηγαία νερά της περιοχής. Σε χάρτη των Curtius και Kaupert (φύλλο “Κηφισιά” της σειράς “Karten von Attika”) από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το Ηράκλειο αναγράφεται με το τοπωνύμιο της τουρκοκρατίας “Αράκλι” και η διαδρομή του υπόγειου Αδριάνειου υδραγωγείου που κατευθύνεται από τις Κουκουβάουνες (Μεταμόρφωση) προς τον οικισμό του Μπραχαμίου και το Χαλάνδρι, είναι εμφανής από τους κώνους του υλικού εξόρυξης των φρεάτων που περιβάλλουν το στόμιό τους, ενώ με κυκλίσκους εμφανίζονται τα φρέατά του. Το δεύτερο υδραγωγείο που διερχόταν κοντά από το Ηράκλειο ήταν επιφανειακό, συγκέντρωνε πηγαία νερά της περιοχής κατά τους υστερορωμαϊκούς χρόνους, από τον 5ο αι. μ.Χ., και μέσω της γνωστής υδατογέφυρας του Περισσού κατευθυνόταν προς την Όμορφη Εκκλησιά στο Γαλάτσι. Εκεί συναντούσε αγωγό που μετέφερε νερά από το Κεφαλάρι Κηφισίας επάνω από την υδατογέφυρα της οδού Καποδιστρίου. Από την Όμορφη Εκκλησιά, το σύνολο του νερού έρρεε σε κτιστό αγωγό προς την Αθήνα, όπως περιγράφεται στην εργασία των Ε. Χιώτη και Λ. Χιώτη, “Παραγωγικές δραστηριότητες στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας κατά τους υστερορρωμαϊκούς χρόνους”. Αλλά τα υδραυλικά έργα στη περιοχή του Ηρακλείου από την αρχαιότητα μέχρι του νεότερους χρόνους έχουν περιγραφεί με πληρότητα από τον Α. Θεοδωρόπουλο (1997), οπότε θα εστιάσουμε συγκεκριμένα μόνο στο Αδριάνειο υδραγωγείο.
Το Αδριάνειο, έργο των Ρωμαίων αυτοκρατόρων Αδριανού και Αντωνίνου, ολοκληρώθηκε το 140 μ.Χ. σε βάθη που έφταναν και τα 42 m από την επιφάνεια, για να υδροδοτήσει την τότε ρωμαϊκή πόλη της Αθήνας. Η κεντρική υπόγεια σήραγγα του υδραγωγείου που κατασκευάστηκε με τη μέθοδο όρυξης εκ διαδοχικών φρεάτων (κατά μέσο όρο ανά 40 m), ξεκινούσε από μια κεκλιμένη στοά στην περιοχή του σημερινού Ολυμπιακού Χωριού (Αχαρναί) και κατέληγε μετά από περίπου 20 km στη δεξαμενή της ομώνυμης πλατείας στο Κολωνάκι, διασχίζοντας τις περιοχές Αχαρναί, Κηφισιά, Μεταμόρφωση, Ν. Ηράκλειο, Μαρούσι, Χαλάνδρι, Ν. Ψυχικό, Αμπελοκήπους. Με βάση το μήκος αυτό, προκύπτουν ενδεικτικά 500 φρέατα. Όμως, επειδή οι αποστάσεις μεταξύ τους σε πολλά σημεία του υδραγωγείου υπερβαίνουν κατά πολύ τα 40 m, ενώ η ελάχιστη απόσταση που συναντάται στο μεγαλύτερο μήκος του άξονα είναι 35-37 m, μοιάζει αρκετά πιθανό τα φρέατα να ήταν λιγότερα. Το 1925 αριθμήθηκαν 367, από τα οποία σήμερα εντοπίζουμε περίπου 200, αλλά είναι σαφές ότι πολλά από τα αρχαία φρέατα καταργήθηκαν, κάτι που επιβεβαιώνεται και στο εσωτερικό της σήραγγας. Η κατασκευή του υδραγωγείου ήταν μεν δύσκολη, αλλά σχεδιάστηκε από ικανότατους μηχανικούς και εκτελέστηκε σωστά αποδίδοντας μια σήραγγα στιβαρή που άντεξε στον χρόνο, με τυπικό πλάτος το σύνηθες των 50 εκατοστών και μέγιστο ύψος δύο μέτρων. Λειτούργησε κυρίως μαστεύοντας νερό διερχόμενη μέσα από τα υδροφόρα στρώματα και κατά δευτερεύοντα ρόλο από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα και τα νερά των πηγών στους πρόποδες της Πάρνηθας. Η λειτουργία της υδρομάστευσης, επιτεύχθηκε με την τμηματική κατασκευή της σήραγγας κάτω από τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα.  
Η χάραξη εκμεταλλεύθηκε στο μέγιστο τη μορφολογία του εδάφους, ώστε να καλύψει υπογείως μόλις 110 m επιφανειακής υψομετρικής διαφοράς μεταφέροντας νερό μόνο με φυσική ροή  (με τη βαρύτητα). Το υδραγωγείο διερχόμενο κάτω από τον Κηφισό, σε μικρό βάθος από τον πυθμένα της κοίτης και χωρίς να βγαίνει στην επιφάνεια, ελισσόταν για να διατηρήσει την κλίση του, όπως διαπιστώνεται στο σημείο όπου διασχίζει την κοίτη του στη θέση Χελιδονού. Κατά μήκος αυτού συναντώνται ποικίλες διατομές με διαφορετικά σχήματα οροφής (κυρίως υποστηριζόμενες τοξωτές ή τριγωνικές, αλλά και ανεπένδυτες, ή πλακοσκεπείς ορθογωνικές), διαφορετικά πλάτη αλλά και ύψη. Η ποικίλη αυτή εικόνα ενδεχομένως να συνδέεται με τη γεωλογία και την υδρογεωλογία της εκάστοτε περιοχής, δηλαδή (α) με το είδος και την ποιότητα των γεωλογικών στρωμάτων μέσα στα οποία ορύχθηκε η σήραγγα και τις αντίστοιχες ανάγκες στήριξης ή επένδυσης των εσωτερικών επιφανειών της, και (β) με την διαφορετική αναγκαιότητα περατότητας σε νερό, ανάλογα με το εδαφικό στρώμα, το οποίο διαπερνούσε κάθε φορά. Στα τελευταία δε καταληκτικά τμήματα όπου το υδραγωγείο ήταν ένα ρηχό κανάλι μικρής κλίσης, σχεδόν επιφανειακό, το οποίο κατασκευάστηκε πάνω από τη στάθμη του φρεάτιου ορίζοντα με ανοικτό όρυγμα που έπειτα καλύφθηκε, οι επιφάνειες επενδύονταν με υδραυλικά κονιάματα για την αποφυγή των διαρροών. Το τμήμα αυτό από τους Αμπελόκηπους μέχρι το Κολωνάκι, ήταν συνεπώς και το πιο ευάλωτο, και προκύπτει ότι καταστράφηκε σχετικά νωρίς.
Διαβάστε περισσότερα

Η λειτουργία του υδραγωγείου λοιπόν δεν ήταν συνεχής ανά τους αιώνες. Το Αδριάνειο στην εποχή του λειτούργησε για μερικούς αιώνες και στη συνέχεια λησμονήθηκε, πιθανώς μετά από καταπτώσεις και αποφράξεις και σε άλλα σημεία της σήραγγας. Μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό το υδροδοτικό πρόβλημα της Αθήνας ήταν οξύτατο και με δεδομένη τη σταδιακή πληθυσμιακή αύξησή της η αντιμετώπισή του ήταν επείγουσα. Με πρωτοβουλία της εκάστοτε δημοτικής αρχής της πόλης γίνονταν σημαντικά έργα κατά καιρούς, όπως επισκευές και καθαρισμοί του υδραγωγείου, το οποίο τέθηκε και πάλι σε λειτουργία το 1847. Επανήλθε στην επικαιρότητα, όταν σε προσπάθειες καθαρισμού υποτιθέμενης “πηγής” στον Άγιο Δημήτριο Αμπελοκήπων, διαπιστώθηκε ότι το νερό έφθανε εκεί μέσα από σήραγγα η οποία παρακάτω είχε καταρρεύσει και φραχθεί. Το νερό που ανέβλυζε εκεί, δίνοντας την εντύπωση πηγής, χρησιμοποιείτο από τους Τούρκους για το πότισμα των κήπων τους. Στα επόμενα χρόνια και πιο συγκεκριμένα κατά το 1871 (επί δημαρχίας Π. Κυριακού), δημοτικά συνεργεία με επικεφαλής τον μηχανικό Ιωάννη Γενησαρλή καθάρισαν και επισκεύασαν τμήμα του υδραγωγείου στους Αμπελοκήπους, και επίσης ανακάλυψαν την αρχαία δεξαμενή του Αδριανού, κάτω από αντίστοιχη “πηγή” που είχε δημιουργηθεί στην πλατεία “Δεξαμενής” στο Κολωνάκι, επίσης από αναβλύζοντα ύδατα. Η ρωμαϊκή δεξαμενή ανακατασκευάστηκε και τέθηκε σε λειτουργία, και μαζί με μια νέα λιθόκτιστη διθάλαμη δεξαμενή που κατασκευάστηκε από τον Δήμο στην ίδια τοποθεσία το 1880 για μεγαλύτερη αποθηκευτική ικανότητα αλλά και σαν διυλιστήριο, είχαν χωρητικότητα γύρω στα 2200 κυβικά μέτρα νερού, λειτουργώντας μαζί για την ύδρευσης της Αθήνας.
Εν τω μεταξύ, στα μέσα της δεκαετίας του 1870 πραγματοποιήθηκαν τα έργα για να συνδεθεί η δεξαμενή με τη σήραγγα του Αδριανείου που έφερνε το νερό μέχρι τον Άγιο Δημήτριο Αμπελοκήπων. Το ρηχό καταληκτικό τμήμα του υδραγωγείου που είχε καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό, ανακατασκευάστηκε και επιδιορθώθηκε όπου αυτό ήταν δυνατόν, ενώ σε όποια σημεία οι ζημιές ήταν ανεπανόρθωτες, κατασκευάστηκαν παρακάμψεις, με τη διάνοιξη νέων στοών. Ήταν το “κτιστό” υδραγωγείο του Π. Κυριακού. Το προβληματικό αυτό –λόγω διαρροών– έργο αντικαταστάθηκε ολοκληρωτικά πενήντα χρόνια αργότερα από την ULEN, αμερικάνικη εταιρεία που ανέλαβε τη κατασκευή του φράγματος του Μαραθώνα, αποσκοπώντας στην επισκευή του υδραγωγείου ώστε να καταστεί ικανό να τροφοδοτήσει ικανοποιητικά την Αθήνα μέχρι την ολοκλήρωση του ταμιευτήρα. Από το 1924 ως το 1925 πραγματοποιήθηκε η πρώτη τοπογραφική αποτύπωση ολόκληρου του Αδριάνειου υδραγωγείου, καθαρισμός και επισκευές όπου ήταν απαραίτητο, ενώ ανακατασκευάστηκε η σήραγγα της οδού Λουΐζης Ριανκούρ (Αμπελόκηποι). Για την αποφυγή και του κινδύνου μολύνσεως του νερού τοποθετήθηκαν το 1926 μεταλλικοί αγωγοί, σε κάποια τμήματα ενδεχομένως και μέσα στο υπάρχον όρυγμα του υδραγωγείου, που αποκόπηκε και γκρεμίστηκε στα σημεία διασταύρωσης με το νέο τεχνικό έργο. Η νέα αυτή χάραξη μήκους περίπου 2 km διέρχεται από τη γωνία Πανόρμου και Αλεξάνδρας, και συνεχίζεται κάτω από τις οδούς Π. Κυριακού, Γέλωνος, Δεινοκράτους, Ξενοκράτους, Ξανθίππου, φτάνοντας μέχρι τις δεξαμενές.
Μέσω αυτών των αγωγών, σήμερα φτάνουν ακόμη στο Κολωνάκι μεγάλες ποσότητες νερού που καταλήγει σε υπόγεια σήραγγα κάτω από το πεζοδρόμιο της οδού Γλύκωνος. Από εκεί, το νερό απορρίπτεται προσωρινά στους υπονόμους, μέχρι να αξιοποιηθεί από τον Δήμο Αθηναίων για πότισμα ή πλύσιμο δρόμων. Είναι προφανές ότι κατά τους αιώνες παροπλισμού του Αδριανείου υδραγωγείου, η λατομημένη στον βράχο λεκάνη της δεξαμενής εξακολουθούσε να γεμίζει νερά, τα οποία έβγαιναν στην επιφάνεια, γεγονός που στάθηκε αφορμή για την αποκάλυψή της. Μέσα στη δεξαμενή, η πρόσβαση στο τούνελ του υδραγωγείου ήταν αποκλεισμένη με τοίχο, από τότε που η ULEN το αντικατέστησε από μεταλλικούς αγωγούς (τμήμα Αμπελόκηποι-Κολωνάκι). Κατά τη διάρκεια εργασιών της ομάδας μας σε συνεργασία με την ΕΥΔΑΠ, τον Ιούλιο του 2018 ο τοίχος αφαιρέθηκε, αποκαλύπτοντας την υπόγεια στοά την οποία διασχίσαμε σε μήκος μόλις 50 m, καθώς η συνέχειά της διακόπτεται στο τελευταίο σημείο διασταύρωσης με τους μεταλλικούς αγωγούς. Σήμερα, στο εσωτερικό της Αδριάνειου δεξαμενής που από τα μέσα του 20ού αιώνα δεν βρίσκεται σε λειτουργία, κάποιους μήνες υπάρχει λίγο νερό, μιας και γεμίζει κατά τη γιορτή των Θεοφανείων κάθε χρόνο, για την τέλεση του αγιασμού των υδάτων στο κέντρο της Αθήνας. 
Τα κριτήρια της επιλογής της θέσης της ρωμαϊκής δεξαμενής (σε υψόμετρο 135 m περίπου) δεν είναι γνωστά, αλλά ούτε και ο τρόπος κατασκευής της. Το μόνο βέβαιο είναι ότι διατηρείται στη θέση αυτή από την αρχαιότητα, χωμένη κατά το ήμισυ στη νοτιοδυτική πλαγιά του λόφου του Λυκαβηττού. Η δεξαμενή στην αρχική της μορφή είχε διαστάσεις 9.30 m πλάτος επί 26.10 m μήκος και χωρητικότητα 450 περίπου κυβικά μέτρα. Ο Ι. Γενησαρλής αναφέρει ότι, κατά την ανακάλυψή της, ο ρωμαϊκός θόλος είχε καταρρεύσει, οπότε η τότε δημοτική αρχή την καθάρισε και την κάλυψε με νέο θόλο ενισχύοντας τα υποστυλώματα, διατηρώντας όμως ανέπαφη τη θέση της αρχαίας πρόσοψης, όπως και τη μνημειώδη είσοδο (πρόπυλο) που βρισκόταν σε μικρή απόσταση μπροστά από αυτήν.
Το πρόπυλο αυτό της Ρωμαϊκής δεξαμενής, ελάχιστα ίχνη του οποίου υπάρχουν μέχρι σήμερα (δύο τοποθετημένα βάθρα), διατηρούταν εν μέρει όρθιο μέχρι το 1778. Το αποτελούσαν τέσσερεις ιωνικοί κίονες χωρίς ραβδώσεις, στους οποίους πάνω από το μεσαίο μετακιόνιο σχηματιζόταν τοξωτή καμάρα. Εκατέρωθεν της καμάρας υπήρχε η παρακάτω επιγραφή (αντί του χαρακτήρα U αναγράφεται V). Σε παρένθεση είναι οι λέξεις από το δεξί τμήμα που έχει καταστραφεί, το κείμενο του οποίου διασώθηκε από τον Δ. Γέροντα:
IMP CAESAR T AELIVS (HADRIANVS ANTONINVS)
AVG PIVS COS III TRIBPOT II PP ACVAEDVCTVM IN NOVIS
(ATHENIS COEPTVM A DIVO HADRIANO PATRE SVO)
CONSVMMAVIT (DEDICAVITQVE)
Η παραπάνω επιγραφή έχει περίπου την παρακάτω ερμηνεία (μετάφραση Α. Κορδέλλα, στην οποία παραλείπονται λέξεις): «Αυτοκράτωρ Καίσαρ Αίλιος Αδριανός Αντωνίνος Αύγουστος, ευσεβής ύπατος, υδραγωγείον εν νέαις Αθήναις αρξάμενον υπό του θείου πατρός, επέρανεν και αφιέρωσεν».

Το πρόπυλο καταγράφηκε όρθιο σε ακέραια μορφή μέχρι και λίγο πριν το 1450, ενώ κατά τις διάφορες επισκέψεις περιηγητών από την περίοδο της Τουρκοκρατίας μέσα στον 17ο και 18ο αι. βρέθηκε μόνο το αριστερό τμήμα του όρθιο και το δεξί πεσμένο στο έδαφος. Σε σχέδια εκείνης της περιόδου εμφανίζεται το διασωθέν αυτό τμήμα του, δηλαδή οι δύο κίονες που συγκρατούν την επιστύλια δοκό με το αριστερό τμήμα της επιγραφής, που μετά την ολοκληρωτική κατεδάφιση του προπύλου, χρησιμοποιήθηκε ως υπέρθυρο στην ανατολική από τις επτά πύλες του τείχους που κατασκεύασε το 1778 ο Χατζή Αλή Χασεκή (Τούρκος διοικητής της Αθήνας από το 1775 έως το 1795), στο οποίο ενσωματώθηκαν και οι δύο κίονες. Σε υδατογραφία του Ε. Dodwell (1821) που εικονίζει τη συγκεκριμένη πύλη που οδηγούσε προς τα Μεσόγεια, βλέπουμε και την κρήνη της Μπουμπουνίστρας στο εσωτερικό των τειχών ακριβώς όπισθεν της πύλης, ενώ η θέση όπου διασώζεται σήμερα μέσα στον Εθνικό Κήπο το παραπάνω αριστερό τμήμα της επιγραφής, οπωσδήποτε δεν απέχει πολύ από το σημείο του τείχους όπου και η πύλη αλλά και η κρήνη. Από όλα τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν ότι το 1870, κατά την ανακάλυψη της δεξαμενής, δεν υπήρχε κανένα τμήμα του ρωμαϊκού προπύλου στη θέση του, πλην ίσως των δύο βάθρων των αριστερών κιόνων που βλέπουμε σήμερα.
Η διαχρονική αξία των αρχαίων υδραυλικών έργων αντικατοπτρίζεται στο Αδριάνειο υδραγωγείο. Η τεχνολογία και τα υλικά εκείνης της εποχής επέτρεψαν να επαναλειτουργήσει ως κύρια πηγή ύδρευσης της Αθήνας μέχρι και 1800 χρόνια μετά την κατασκευή του. Επαναλειτούργησε καθώς επανερχόταν σταδιακά στο φως, και ύστερα από επισκευές και προσθήκες ενισχυτικών σηράγγων των αρχών του 20ού αιώνα σε μια αγωνιώδη προσπάθεια για την επάρκεια της υδροδότησης της πόλης, κράτησε τον κύριο ρόλο μέχρι το 1931 οπότε και ολοκληρώθηκε η κατασκευή του φράγματος Μαραθώνα. Έπειτα συνέβαλλε βοηθητικά μέχρι τη δεκαετία του 1970, ενώ στις πηγές είχε ήδη προστεθεί και η Υλίκη (1959), αλλά στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε λόγω μόλυνσης των υδάτων από αστικά λύματα.
Ήδη από την αρχαιότητα, ενισχύθηκε και από αρκετούς παράπλευρους τροφοδοτικούς κλάδους που συνδέθηκαν με την κύρια σήραγγα σε διάφορες τοποθεσίες, κυρίως πάνω σε άξονες ρεμάτων που συναντούσε στην πορεία του το υδραγωγείο, τα οποία από τη Μεταμόρφωση μέχρι το Ψυχικό ακολουθούσαν παράλληλη πορεία με κάποιες από τις κοίτες των παραπόταμων του Ποδονίφτη τις οποίες έτεμνε. Εκτός από τη ρεματιά Χαλανδρίου, τέτοια υδραγωγεία (αρχαία ή νεότερα) υπήρχαν στο ρέμα Αμαρουσίου (οικισμός Μπραχαμίου, σημερινή περιοχή ΟΑΚΑ) και στο γειτονικό του Ψαλιδίου που καταλήγει επίσης στον Ποδονίφτη, ενώ ένα ακόμη υπήρχε και στο ρέμα της Λυκόβρυσης, που ανήκει στον παραπόταμο Γιαμπουρλά της Ν. Φιλαδέλφειας. Το βοηθητικό υδραγωγείο Χαλανδρίου ξεκινώντας από την περιοχή της Μονής Πεντέλης και ακολουθώντας τη διεύθυνση της ρεματιάς Χαλανδρίου, συνδεόταν μέσω μικρής κυκλικής δεξαμενής στην οδό Ελ Αλαμέιν, όπου είναι ορατά σήμερα τα χαρακτηριστικά μεγάλα κελύφη των φρεατίων.
Σήμερα η σήραγγα διατηρείται σχεδόν σε όλο το μήκος της αλλά δεν είναι πλήρως προσβάσιμη, λόγω μικρών διαστάσεων σε κάποια σημεία, διάφορων τεχνικών έργων (σωληνώσεις), και επειδή είναι κατά τμήματα πλημμυρισμένη. Αυτό συμβαίνει όχι λόγω σημερινής κατάπτωσης της οροφής ή των αρχαίων τοιχωμάτων, αλλά επειδή πολλά από τα πηγάδια επίσκεψης που διέθετε σε τακτές αποστάσεις, μπαζώθηκαν κατά την κατασκευή σύγχρονων έργων υποδομής. Σημερινό δίδαγμα αποτελεί το γεγονός ότι τα αρχαία υδρομαστευτικά έργα οφείλουν τον αειφορικό χαρακτήρα τους στη λειτουργία κατά την οποία συγκεντρώνουν υπόγεια ύδατα κατά μήκος της σήραγγας. Με τον ίδιο τρόπο λειτούργησε η σήραγγα του Αδριάνειου καθώς διερχόταν από τα υδροφόρα στρώματα, και λειτουργεί ακόμα, χωρίς συντήρηση, υδρομαστεύοντας κατά μήκος των τοιχωμάτων και της οροφής της, αυξάνοντας έτσι την παροχή κατά μήκος με νερά διαφορετικής σύστασης και ποιότητας. Στο επίπεδο μελέτης των υδραγωγείων αυτών, ο κυριότερος παράγοντας που εξετάζεται είναι η προέλευση των υδάτων και η διαδρομή τους μέσω των πετρωμάτων μέχρι να καταλήξουν εντός του υδραγωγείου. Οι διάφοροι υδρολιθολογικοί σχηματισμοί με ικανοποιητική αποθηκευτικότητα και αγωγιμότητα κατά μήκος της χάραξης, διαπιστώνεται ότι εντοπίστηκαν από τους κατασκευαστές μηχανικούς εκείνης της εποχής, που μελέτησαν την υδρογεωλογία των περιοχών ενδιαφέροντος και εξασφάλισαν τη διέλευση του υδραγωγείου από το εσωτερικό τους.
Τα υπόγεια έργα οριζόντιας υδρομάστευσης χαρακτηρίζονται από τη διαχρονικότητα και την αειφορία τους, καθώς συνεχίζουν να λειτουργούν μετά από εκατοντάδες χρόνια, σε σύγκριση με επιφανειακούς μεταφορικούς υδραγωγούς ίδιας ηλικίας που καταστράφηκαν και  σύντομα περιήλθαν σε αχρηστία. Ο αειφόρος σχεδιασμός τους συνέβαλε στην για πολλούς αιώνες λειτουργία τους, μετά από μικρές μόνο επισκευές. Αυτό αποδεικνύει ότι παραδείγματα τέτοιων έργων που λειτουργούν μέχρι σήμερα, θα μπορούσαν να δοθούν ως μαθήματα και για αντίστοιχα σύγχρονα έργα, διερευνώντας την εφαρμογή τεχνολογιών που έχουν μεν εγκαταλειφθεί, αλλά αποδεικνύονται μακροβιότατες σε σύγκριση με τις σημερινές.

Στην περίπτωση του Αδριάνειου υδραγωγείου, ο Δήμος Μεταμόρφωσης, αρδεύει ήδη από το 1996 με δικό του νερό όλες τις εκτάσεις αστικού πρασίνου της περιοχής του. Το έργο πραγματοποιήθηκε με κοινοτική χρηματοδότηση ενσωματώνοντας παλαιές τοπικές εγκαταστάσεις ύδρευσης (αντλιοστάσιο & δεξαμενή) που υπήρχαν κατά μήκος του Αδριάνειου, και κατασκευάστηκε εκτεταμένο δίκτυο με σύγχρονο σύστημα ελέγχου που παρακολουθεί και ρυθμίζει την άρδευση των εκτάσεων με ασύρματη επικοινωνία, ελαχιστοποιώντας  τις απώλειες νερού. Σήμερα λειτουργεί για επιπλέον ασφάλεια, μονάδα υπεριώδους ακτινοβολίας (UV) για την απολύμανση του νερού, καλύπτοντας όλες τις αρδευτικές ανάγκες της περιοχής με ετήσια παροχή περί τα 60000 m3. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί επίσης και στους άλλους Δήμους από τους οποίους διέρχεται το υδραγωγείο, στο ΟΑΚΑ, στο Ολυμπιακό Χωριό κ.α.