Ένας μικρός κι ασήμαντος δρόμος ήταν η
οδός Πύθωνος, στην καρδιά της πολύβουης και πολύχρωμης πόλης. Βιαστικά κι
αδιάφορα τον προσπερνούσαν οι διαβάτες, δεν είχε δα και κάτι σπουδαίο για να
τους κρατήσει.
Κι ύστερα ήρθαν οι δίσεκτοι χρόνοι. Με τη
βία χώρισαν τα σπλάχνα αυτής της πόλης σε δυο κομμάτια. Οι άνθρωποι τώρα
μετρούσαν τις πληγές της κι αντί για χαρές βλέπαν το δάκρυ και το αίμα να κυλά και τον πόνο να
ρίχνεται σαν πέπλο ομίχλης πάνω στις σκέψεις των ανθρώπων.
Σ΄ αυτούς τους δύσκολους καιρούς η τύχη
θέλησε γι’ αυτό το σκοτεινό και στενό δρομάκι
έναν ρόλο άχαρο και δύσκολο. Έγινε το σύνορο που κανείς δεν έπρεπε να πατήσει,
ένα σημείο μηδέν, που ύψωνε αόρατο τοίχος για τους ανθρώπους που ζούσαν στις
δυο μεριές της τεμαχισμένης πλέον πόλης. Και νεκρή τ΄ ονόμασαν ζώνη, λες κι οι
άνθρωποι μπορούν να ξεχάσουν ότι το μίσος, η διχόνοια κι ο πόλεμος μόνο
ερείπια, αποκαΐδια και θάνατο σκορπούν στο πέρασμά τους.
Όμως οι μνήμες, τ΄ όνειρο και η ελπίδα
παρέμειναν ζωντανά στις καρδιές κάποιων ανθρώπων ρομαντικών, ονειροπόλων,
κάποιων που κρατούν άσβεστη τη φλόγα για μια όμορφη, πολύχρωμη, χαρούμενη κι
ειρηνική ζωή.
Κι έτσι βρέθηκαν η Ανδρούλα, η Μαριώ, η Μόρφω,
ο Πανίκος, ο Δώρος, ο Γιάννος, η Arzu, η Ayşe, η Bahar, ο Ahmet ο Emin, ο Halil
κι ένωσαν τα χέρια και τις καρδιές τους. Με τα πινέλα και τα χρώματά τους έδωσαν ζωή στ΄ όνειρο φωτίζοντας το σκοτεινό
κι άχαρο δρομάκι.
Κι εγώ αυτή την εικόνα θέλησα να κρατήσω
στη μνήμη, να μου υπενθυμίζει πως η ζωή είναι δύσκολη θέλει κόπο και μόχθο
καθημερινό για να τη ζούμε, είναι όμως συνάμα και γεμάτη πολύχρωμα μπαλόνια,
μουσικές, χαμόγελα κι ανθρώπους που ζουν αδελφωμένοι κάτω απ΄ τον ίδιο ουρανό.
Λευκωσία 1η του Μάρτη 2020
Ελένη Γλαρέντζου