Δυο γλάστρες με κυκλάμινα
Την έβλεπα καθημερινά
στο μπαλκόνι του απέναντι σπιτιού. Ένα μπαλκόνι αδιάφορο, μουντό με τα παντζούρια
μόνιμα κλειστά. Μοναδική ένδειξη ζωής μια παλιά, γυμνή πολυθρόνα φερ φορζε και η δική της φιγούρα.
Κοντή, παχουλή, με ρόδινα μάγουλα, κακοβαμμένα ξανθά μαλλιά, μια γυναίκα
ταλαιπωρημένη απροσδιόριστης ηλικίας, απ’ αυτές που σου δίνουν την εντύπωση ότι
δεν υπήρξαν ποτέ νέες κι όμορφες.
Στην αρχή δεν της έδωσα ιδιαίτερη
σημασία, ήξερα ότι σ’ αυτό το σπίτι έμενε μια πολύ ηλικιωμένη κυρία, οπότε
σκέφτηκα πως είναι μια απ΄ αυτές τις χιλιάδες γυναίκες, που ήρθαν από τις χώρες
του υπαρκτού σοσιαλισμού να ζήσουν τ’ όνειρο
του υπαρκτού καπιταλισμού καθαρίζοντας τα σπίτια μας, προσέχοντας τα
παιδιά μας, γηροκομώντας τους γονείς και τους παππούδες μας.
Μετά από κάποιες μέρες άρχισα να την
παρατηρώ πιο προσεχτικά. Αυτό που μου
κέντρισε το ενδιαφέρον, ήταν που εμφανιζόταν συγκεκριμένες ώρες τις ημέρας για
ορισμένο χρόνο και κάθε φορά ακολουθούσε την ίδια ιεροτελεστία. Θέλησα να την
σκέφτομαι μ’ ένα όνομα, έτσι την βάφτισα «Ιρίνα».
9πμ - 9.15πμ: καθισμένη στην
σκουριασμένη πολυθρόνα με ένα φλιτζάνι καφέ, δυο κουλουράκια κι ένα τσιγάρο στο
χέρι. Ένα τέταρτο, ποτέ λιγότερο ή περισσότερο.
12μμ – 12.30μμ: φορώντας πάντα το ίδιο
πανωφόρι, ένα μπλε ξεθωριασμένο με γούνα στην κουκούλα να σέρνει τα βήματά της
και το καρότσι για τα ψώνια. Μισή ώρα η έξοδός της, ποτέ λιγότερο ή
περισσότερο.
5.15μμ – 5.30μμ: πάλι στο μπαλκόνι με το
κινητό στο χέρι κι ένα τσιγάρο. Να μιλάει στο τηλέφωνο, να γελάει, να κλαίει, να
φωνάζει, να θυμώνει. Ένα τέταρτο, ποτέ λιγότερο ή περισσότερο.
9.30μμ – 9.40: μια καύτρα στο μπαλκόνι που
υποδήλωνε την παρουσία της, ίσως να ήταν το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας. Δέκα
λεπτά, ποτέ λιγότερο ή περισσότερο.
Αρκετές φορές προσπάθησα να επικοινωνήσω
μαζί της έστω από μακριά μ’ ένα νεύμα, μ’ ένα χαμόγελο. Εκείνη δεν
ανταποκρίθηκε ποτέ. Το βλέμμα της στραμμένο στο κενό, σα χαμένο. Δεν αντιλαμβανόταν
την παρουσία μου, με έβλεπε αλλά αδιαφορούσε, ντρεπόταν, δεν μπορώ να ξέρω.
Με τον καιρό έχασα το ενδιαφέρον μου,
συνήθισα την επαναλαμβανόμενη αυτή ιεροτελεστία της, δεν κοίταζα πια στο
απέναντι μπαλκόνι.
Ώσπου μια μέρα, καθώς κοίταξα αδιάφορα,
αφηρημένα το βλέμμα μου τράβηξε κάτι κόκκινο και λευκό. Δυο γλάστρες με
κυκλάμινα ήταν, ολάνθιστες λες και με τον όγκο τους καταλάμβαναν ολόκληρο τον
χώρο.
Από εκείνη τη στιγμή το ενδιαφέρον μου
για την «Ιρίνα» αναζωπυρώθηκε. Άρχισα πάλι να την παρατηρώ. Τίποτα όμως δεν
ήταν όπως πριν.
Δεν υπήρχε πια πρόγραμμα, δεν υπήρχε
ωράριο καθορισμένο. Κάθε τόσο βρισκόταν στο μπαλκόνι. Κοίταζε για ώρα τα
κυκλάμινα, τα χάιδευε τρυφερά και κάποιες στιγμές, θαρρώ πως τους χαμογελούσε
και τους μιλούσε.
Ο καιρός περνούσε, τα κυκλάμινα θέριευαν
κι όλο άνθιζαν και το πρόσωπο της Ιρίνας γινόταν πιο φωτεινό και νεανικό.
Ένα απόγευμα παρατήρησα ασυνήθιστη
κίνηση στο απέναντι σπίτι. Κόσμος, αυτοκίνητα, παράθυρα ανοιχτά, δωμάτια
φωτισμένα. Η υπερήλικη κυρία είχε φύγει απ΄ τη ζωή, μπορεί κανείς να μην την
επισκεπτόταν όσο ζούσε, μόνη της συντροφιά ήταν η δική μου η Ιρίνα, στο τελευταίο
ταξίδι της όμως πολλοί ήταν αυτοί που θέλησαν να την αποχαιρετήσουν.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε γκρίζα και βροχερή.
Κοίταζα αδιάφορα τον δρόμο πίνοντας τον πρωινό καφέ μου, ώσπου την είδα. Μια
φιγούρα μοναχική, κουκουλωμένη με το γνωστό χιλιοφορεμένο μπουφάν της να
απομακρύνεται στο βάθος του δρόμου. Στον ώμο της κρεμασμένη μια μεγάλη πλαστική
τσάντα απ΄ το ΙΚΕΑ με όλα τα υπάρχοντά της μέσα και στα χέρια της οι δυο
γλάστρες με τα κόκκινα και τα λευκά κυκλάμινα.
Πίσω από το τζάμι της χαμογέλασα αχνά
και με ένα νεύμα την αποχαιρέτησα. Δεν ξέρω αν με πρόσεξε, δεν μπόρεσα να δω, το
τζάμι θόλωναν οι στάλες της βροχής ή μήπως ήταν τα δάκρυά μου;
Μάρτης του 2020
Ελένη Γλαρέντζου