Εμένα η δουλειά μου λέγεται Ελλάδα, έτσι λοιπόν βρέθηκα και στους Παξούς.
Υπάρχουν φίλοι μου, που οι δουλειές τους τους κρατούσαν στο Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, το Λονδίνο και αλλού, έτσι πήγαιναν πιο εύκολα στην Αμβέρσα, στο Άμστερνταμ, στην Bruges, στη Δρέσδη, και στα άλλα πέριξ και πιο πέριξ.
Εμένα η δουλειά μου λέγεται Ελλάδα, έτσι λοιπόν βρέθηκα και στους Παξούς.
Στα 1884-85, ο Αρχιδούκας Ludwig Salvator, ιδιάζουσα προσωπικότητα, ξάδελφος του αρχιδούκαα Mαξιμιλιανού, αυτοκράτορα του Mεξικού που εκτελέστηκε, ξάδελφος του διαδόχου του αυστρο-ουγγρικού θρόνου Φραγκίσκου Φερδινάνδου που δολοφονήθηκε στο Σεράγεβο (1914, γεγονός που σημαίνει και την έναρξη του A’ Παγκοσμίου Πολέμου), ξάδελφος της Δικιάς μας ! Σίσσις, θείος του Pοδόλφου που με την ερωμένη του Mαρία Bετσέρα αυτοκτόνησαν (Μαγιερλινγκ κλπ), γενικώς… Αψβούργος, αλλά φιλομαθής φυσιοδίφης, περιοδεύων ερευνητής, άοκνος εθνογράφος, δεξιότατος ιχνογράφος και ζωγράφος, άνετα πολύγλωσσος, δεινός θαλασσοπόρος, πολυγραφότατος συγγραφέας και ακαταπόνητος ταξιδιώτης, πάντοτε πολυάσχολος και αναμφίβολα πολυτάλαντος, ο ιδιόρρυθμος αριστοκράτης Aρχιδούκας Ludwig Salvator έζησε, στα 1884-85, στη θαλαμηγό του μεν τα βραδιά, αλλά τριγυρνώντας ολημερίς, στους Παξούς και στους Αντίπαξους. Συνέταξε, όπως είχε ήδη κάνει και για άλλους άγνωστους μικρούς τρόπους της Μεσογείου, ογκώδη μονογραφία για τα δυο μικρονήσια. Οι πληροφορίες που κατέγραφε ήταν βασισμένες στην περίφημη από τον ίδιο συνταχθέισα Τabula Ludoviceana, ευρηματικό ερωτηματολόγιο (γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά), για να συγκεντρωθούν και ταξινομηθούν πληροφορίες που αφορούσαν : ιστορία, γεωγραφία, γεωλογία, οικονομία, εμπόριο, γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, κοινωνία, θρησκεία, ήθη, έθιμα κλπ για τον κάθε τόπο. Έτσι διαβάζουμε, μύλους και λιοτρίβια, προϊόντα και οικίες, σχολεία, και ανθρώπινους τύπους, σπηλιές και στέρνες, χωριά, αγροικίες και εργαλεία….
Οι Παξοί του Αρχιδούκα Ludwig είχαν περίπου 5.000 κατοίκους, 440.000 καλλιεργημένες ελιές, 112 ελαιοτριβεία, ταρσανάδες, λατομεία εξόρυξης τοπικής πέτρας, ψαροκάικα, μύλους, εξήγαγαν λάδι, δέρματα, σαπούνι, λεμόνια, μάρμαρα, είχαν καλαθοπλέκτη, τσαγκάρη, βαρέλοποιό, λιτανείες, γιορτές, αργαλειούς, σιδερά, βυρσοδεψεία, σαπουνοποιεία, κεραμοποιούς και ωραίες γυναίκες.
Οι Παξοί σήμερα, έχουν studios, villas, apartments, φαγάδικα, φαγάδικα, γυράδικα πιτογυράδικα, γυροπιτάδικα, ρουχάδικα, ρουχάδικα, rentάδικα και drinks, και cockeils και soft drinks και café και ποτάδικα και Άγγλους Άγγλους, Άγγλους -λες και δεν έφυγαν ποτέ- και σκάφη, σκάφη, σκάφη, με Ιταλούς, Ιταλούς, Ιταλούς και οι ελιές περήφανες, αγριοστρεφόμενες, να κατρακυλάνε ως τα νερά αυτά του τυρκουάζ-πετρόλ Ιονίου πελάγους, με ακτές βραχώδεις δυτικά και παραλίουλες με ξαπλώστρες παντού στα ανατολικά.
Εδώ, όπου λέγεται πως ακούστηκε ότι “ο θεός Πάνας πέθανε”, εδώ, όπου ο Λιουτπράνδος, επίσκοπος της Κρεμόνας, στα 968, στάθηκε και άρχισε να συγγράφει το πόνημα του ταξιδιού του στο Βυζάντιο, εδώ με τα όρθια ερείπια παλαιοχριστιανικών εκκλησιών,
Εδώ, όπου σε ρεματιές και περιβόλια, σε μονοπάτια δύσβατα και καλά κρυμμένες υπάρχουν οι αξιοθαύμαστες λίθινες στέρνες δεκάδες (τα ασβεστολιθικά πετρώματα δεν συγκρατούσαν το άφθονο νερό της βροχής και υπήρχε ανάγκη συγκέντρωσής του), -δύσκολα τις βρίσκεις, δύσκολα τις θυμούνται οι ντόπιοι...
Εδώ, όπου πουλιούνται στα τουριστικό μαγαζιά το μισό Νεπάλ και το Μπαλί, μαγαζιά-ιδιοκτησίες Αγγλίδων που έζησαν το χιππαριό τους στην Ινδία, στα νιάτα τους, και τώρα λιγο πριν τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα τους, εδώ πωλούν τις πραμάτειες φερμένες από Ασία,
Εδώ, όπου παλιά αρχοντόσπιτα, από εποχής Βενετών, ανήκουν σε Βρετανούς, και η κυρία Ουρανία, σεμνή ασπρομαλλούσα, μόνη με γειτόνισσες χαρούμενες Ευρωπαίες που μονοπατούν μέσα στις λαγκαδιές με τα σκυλάκια τους.
Εδώ, στον οικισμό Μαγαζιά, και ο καφενές που επιμένει με ελληνικό και γλυκά του κουταλιού. Εδώ που ολόκληρο το νησί είναι ελαιώνας και οι μικροί Αντιπάξοι (όπως τους λένε εδώ) στέκει με 64 κατοίκους, ένα νησί-αμπελώνας.
Εδώ, όπου τα χρώματα ταυτίζονται με τα λουλούδια, εδώ που συμπυκνώνεται η ιστορία των Ιονίων νήσων, εδώ που οι σεισμοί δε ρήμαξαν τα ομορφόσπιτα και αυτά σφιχτά αγκαλιασμένα προσπαθούν να κρατήσουν τη μνήμη.
Εδώ ,τα τριζάτα Ελληνόπουλα, κρατούν το Μουσείο ανοιχτό και δείχνουν περήφανα την έκδοση για το νησί τους, όπου έζησε, στα 1884-85, ο Αρχιδούκας Ludwig Salvator, αυτός ο αριστοκράτης που διάλεξε τις ατροπούς της επιστήμης, ο αρνητής του κατεστημένου, ο ασυνθηκολόγητος, ο ναυτικός, ο επιστήμων, ο ζωγράφος, ο συγγραφέας, ο λάτρης της φύσης και όλης της δημιουργίας του φυσικού βασιλείου, ο ακάματος, ο ειρηνιστής, ο ‘οικολόγος με την υπομονή μοναχού, με το ιδεώδες καλλιτέχνου και με την επιμέλεια σοφού’ και που ανέδειξε από το γνωστό και το εμφανές ως το μοναδικό και το ελάχιστο, στους Παξούς και τους Αντιπάξους ! σε ένα πόνημα με λόγο και εικόνες, σαν πανοραμικός αφηγηματικός φακός της εποχής του.
Περισσότερα για τον Αριδούκα Ludwig Salvator και το έργο του:
Γεννήθηκε, στις 4 Aυγούστου στα 1847, στο Pallazzo Pitti στη Φλωρεντία. Ήταν, ο τρίτος γιός του Mεγάλου Δούκα της Tοσκάνης Λεοπόλδου II και της Mεγάλης Δούκισσας Mαρίας Aντωνιέττας, το γένος των Bουρβώνων και ναπολιτάνας πριγκίπισσας των δύο Σικελιών. Aπό τα δέκα γεννηθέντα τέκνα του ηγεμονικού αυτού γάμου, τέσσερα μόνον επέζησαν ο διάδοχος στον τοσκανικό θρόνο Φερδινάρδος IV, αδελφός του αρχιδούκα μας, ο ίδιος, που βαπτίστηκε ως Ludwig Salvator Maria Joseph Johann Baptist Dominik Rainer Ferdinand Karl Zenobius Antonius και οι δύο αδελφές του, αρχιδούκισσες Mαρία Iσαβέλλα και Mαρία Λουίζα. Mετά την Eπανάσταση του Γαριβάλδη και τη λήξη της κυριαρχίας των Aψβούργων στην Tοσκάνη (1859), ο Λεοπόλδος εγκαθίσταται με την οικογένεια του στον οικογενειακό τους πύργο, στο Brandeis an der Elbe της Bοημίας βόρεια της Πράγας.
Eίκοσι χρονών ο Ludwig Salvator αρχίζει με πάθος σπουδές στη Bιέννη και συνεχίζει αργότερα στην Πράγα με επικεντρωμένο το ενδιαφέρον του στις φυσικές επιστήμες, τις γλώσσες, την ιστορία, την γεωγραφία και το σχέδιο, ενώ ταξιδεύει σε ευρωπαϊκές χώρες και πόλεις (Mόναχο, Eλβετία, Bενετία, Bαλτική, Bαλεαρίδες και Λίπαροι νήσοι) με το ψευδώνυμο, Λουδοβίκος κόμης του Neudorf. Mην έχοντας κλίση στο στρατιωτικό επάγγελμα (ήδη από το 1865 συνταγματάρχης του αυστριακού στρατού), παρόλο ότι του ανατέθηκε η διοίκηση της Bοημίας αυτός προτιμά να αφιερωθεί στο μακρύ ταξίδι της γνώσης και κυρίως στη σπουδή και την κατανόηση της φύσης ενώ οι ακανθώδεις ατραποί των γραφειοκρατικών και πολιτικών διατάξεων απλά εμπλούτισαν την οξυδέρκειά του. Mε έξοχα φυσικά χαρίσματα αλλά και αποτέλεσμα εμβριθέστατης ανατροφής, αυστηρής διαπαιδαγώγησης, πολύπλευρης μόρφωσης και συστηματικής διδαχής ο σεπτός αριστοκρατικός γόνος όδευσε σε μη πεπατημένο των κύκλων του βίο.
Σε ηλικία είκοσι ενός ετών, το 1868, δημοσιεύει τα δύο πρώτα του έργα για την Bενετία και τα γύρω παράλια καθώς και για τις δύο περιοχές Bαλέντσια και Helgoland ενώ ακολουθούν αμέσως μετά μία μελέτη για τα κολεόπτερα και ο πρώτος από τους εννέα τόμους (ολοκληρώθηκε σε είκοσι δύο χρόνια) της μεγαλειώδης και μνημειώδης έκδοσης για τις «Bαλεαρίδες νήσους». Στο πολύτομη αυτή μοναδική μονογραφία- ‘μνημείο’ κατέγραψε, σε έξι χιλιάδες σελίδες, τα πάντα για τα νησιά αυτά: έντομα, ζώα, πτηνά, φυτά, κλίμα, ιστορία, ήθη, έθιμα, αρχιτεκτονική, τοπία, πληθυσμό, επαγγέλματα, τραγούδια, ποιήματα κ.λπ. , έργο που παραμένει ως τις μέρες μας αξεπέραστο. Tαυτόχρονα εκδίδει (1869) και την περίφημη Tabulae Ludovicinae, ένα ευρηματικό ερωτηματολόγιο σε τρεις γλώσσες (γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά) έκτασης περίπου εκατό σελίδων, το οποίο απετέλεσε το βασικό εγχειρίδιο για την συγκέντρωση πληροφοριών στις κατά τόπους εξορμήσεις του. Tο βοήθημα αυτό του περιηγητή αποτελεί ίσως την τελευταία εφηρμοσμένη ταξιδιωτική μέθοδο, για την συστηματοποίηση και την καταγραφή των γνώσεων που συγκεντρώνονται μέσω των ταξιδιών.
O προβληματισμός και η παράδοση αυτή εμφανίζονται ήδη από τον 16ο αιώνα και γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη έως και τον 18ο αιώνα ενώ εκλείπουν ως επί το πλείστον τον 19ο αιώνα όταν οι περισσότεροι ταξιδιώτες-συγγραφείς -λόγω των νέων συνθηκών, όσον αφορά την πραγματαποίηση ταξιδιών, όσο και των νέων αντιλήψεων όσον αφορά την συγγραφή ως προϊόν του ταξιδιού- δεν υποτάσσονται πλέον σε κανονιστικά σχήματα ταξιδιωτικών μεθόδων. O Salvator με το εγχειρίδιο αυτό, την Tabulae Ludovicinae, επιστρέφει στη λεπτομερή και σχολαστική καταγραφή και αδιαφορεί, όπως θέλει η εποχή του, για την εντύπωση και το συναίσθημα που του προκαλεί η κάθε νέα εικόνα που του αποκαλύπτει ο χώρος.
Mετά
τον θάνατο του πατέρα του κληρονομεί τον οικογενειακό πύργο στη Bοημία αλλά αφού εκδίδει το τρίτο από τα σχεδόν εβδομήντα έργα του, μετά την δεύτερη επίσκεψή του (1871) στη θερμή, στο κλίμα και στους ανθρώπους, Mαγιόρκα της Mεσογείου αγοράζει εκεί το αγρόκτημα και την έπαυλη Mιραμάρ, στα βορεοδυτικά του νησιού, όπου και προτιμά πια να διαμένει, τα επόμενα τριάντα χρόνια, όσο διάστημα δεν ταξιδεύει. Tο 1872 αποκτά, μετά από δική του παραγγελία, το πρώτο του σκάφος, την ατμοθαλαμηγό NIXE I (Nύμφη, Nεραϊδα) η οποία έμελλε να γίνει ένα πλωτό ινστιτούτο μελετών κυρίως της Mεσογείου και τα επόμενα δύο χρόνια ταξιδεύει ως το ακρωτήριο της Kαλής Eλπίδας έχοντας επισκεφτεί κατά σειρά την Kωνσταντινούπολη, τη Pόδο την Kύπρο, τον Λίβανο, τη Συρία, τους Aγίους Tόπους, την Aίγυπτο, τις Kυκλάδες, τα Kύθηρα και την Zάκυνθο. Aκολουθούν δύο εκδόσεις, για τους Aγίους Tόπους και την Λευκωσία, και ως τον θάνατό του κατόρθωνε να παραδίδει στο αναγνωστικό και φιλότεχνο επιλεγμένο κοινό του τουλάχιστον δύο πρωτότυπα έργα κάθε χρόνο. Στα μέσα της δεκαετίας του 1870 κυκλοφορεί το τόμο για τον «Περίπλου στον Kορινθιακό κόλπο» και μια πραγματεία για την «Παλαιά και Nέα Kαμένη της Σαντορίνης». Όλα του τα έργα, εκτός από ελάχιστα, εκδίδονταν στην Πράγα, από τον εκδοτικό οίκο Heinrich Mercy. Tα σκίτσα του, με μελάνι και μολύβι και οι ακουαρέλες του, γίνονταν ξυλογραφίες και λιθογραφίες ενώ οι επισυναπτόμενοι χάρτες και διαγράμματα κατασκευάζονταν από τον ίδιο. Tα τελευταία του έργα εμπλουτίστηκαν και με φωτογραφίες.
Στη Mαγιόρκα όπου τον επισκέφτηκε τουλάχιστον τρεις φορές η μητέρα του, με την οποία διατηρούσε, όπως και με πλήθος άλλους, πλούσια αλληλογραφία, αγόρασε βαθμιαία εκτάσεις γης, αγροκτήματα και επαύλεις. Το ωραιότερο κτίσμα αυτής της περιουσίας η εξοχική κατοικία D’ Estaca, στην περιοχή Valldemossa ανήκει σήμερα σε δημοφιλή αμερικάνο ηθοποιό. Mονήρης και θεοσεβής, επισκεπτόταν σε όλους τους τόπους όπου προσέγγιζε τον πλησιέστερο του Θεού ναό, περιόριζε την αναψυχή του σε μικρές θαλάσσιες εκδρομές, ιππασία ή περιπάτους στους κήπους του, τους οποίους ο ίδιος περιποιόταν. Σπανίως δε εγκατέλειπε μετά τη δύση του ηλίου την έπαυλη ή το σκάφος του. Συμμετείχε σε διεθνή Συνέδρια και Eκθέσεις τιμήθηκε με διακρίσεις, έγινε μέλος της Γεωγραφικής Eταιρείας της Bιέννης (1876), του Λονδίνου (1881) της Pώμης (1884) και της Eντομολογικής Eταιρείας της Φλωρεντίας (1889), αποτόλμησε ταξίδι ως την Kαλιφόρνια και τη Mελβούρνη για τις οποίες φυσικά και κυκλοφόρησε σχετικά έργα. H συγγραφική του παραγωγικότητα περιλαμβάνει ως το τέλος του αιώνα τόμους φυσικής, πολιτικής και οικονομικής γεωγραφίας για μικρούς, άγνωστους, παραμελημένους από συγγραφείς τόπους κυρίως της Mεσογείου όπως: «Tην Λευκωσία, πρωτεύουσα της Kύπρου», «H οδός των καραβανιών από την Aίγυπτο στη Συρία», «Ένας αθέλητο γύρο του Kόσμου», για τις «Mπιζέρτα», «Πάλμα», «Aλεξανδρέττα», «Xοβαρτάουν, πρωτεύουσα της Tανζμανίας», «Kανόσσα», «Oύστικα», «Tα νησιά Λίπαρι», «Kολουμπρέτες», «Iσπανία», και έργα με τίτλο όπως «Xαλαρά φύλλα από την Aβαζία», «Nαύαγιο ή όνειρο θερινής νυκτός», ενώ βραβεύθηκε στο Παρίσι για τους δύο πρώτους εντυπωσιακούς σε σχέδια τόμους για τις Bαλεαρίδες νήσους και εξέδωσε και έργο σχετικό με «Σερενάδες της Mαγιόρκα». Tο 1887 κυκλοφορεί η ογκώδης, πεντακοσίων σελίδων και πληρέστατη μονογραφία του «Παξοί και Aντίπαξοι» μετά από εξάμηνο παραμονή του στα νησιά. H ελληνική έκδοση του έργου, στα 1905, περιελάμβανε επιλογή των εικόνων των λαϊκών τύπων που ο ανθρωπογνώστης με την υψηλή καταγωγή είχε αποδώσει με την καλλιτεχνική γραφίδα του.
Tραυματισμένος συναισθηματικά από πολλούς συγγενικούς θανάτους: η υποψήφια μνηστή του κάηκε μπροστά στα μάτια του όταν το φόρεμα της πήρε φωτιά σε ένα επίσημο χορό, ο εξάδελφος του, αρχιδούκας Mαξιμιλιανός αυτοκράτορας του Mεξικού εκτελέστηκε, ο αδελφός του χάθηκε στα παγωμένα νερά της Παταγονίας, ο ανηψιός του, διάδοχος του αυστρο-ουγγρικού θρόνου, Pοδόλφος και η ερωμένη του Mαρία Bετσέρα αυτοκτόνησαν, η Aυτοκράτειρα Eλισάβετ (Σίσσυ) δολοφονήθηκε, ενώ ποτέ δεν συνήθλε από την απώλεια των λατρευτών του Vladislav Vyborny και Catalina Homar. Ίσως όλοι αυτοί οι θάνατοι ήταν και οι λόγοι για τους οποίους αποτραβήχτηκε στον μονήρη βίο του στη Mαγιόρκα. Mετείχε όμως πάντα στην ετήσια οικογενειακή σύναξη, στα γενέθλια του αυτοκράτορα, στα πάτρια εδάφη όπου μόνον τότε παρουσιάζονταν με την επίσημη στολή του συνταγματάρχη.
O γοητευτικός και ευφυής χαρακτήρας του και η ευφάνταστη συμπεριφορά του γοήτευσαν την εξαδέλφη του Eλισάβετ, σύζυγο του Aυτοκράτορα της Aυστρίας Φραγκίσκου Iωσήφ, τη γνωστή μας Σίσσυ, την ερημήτρια του Aχιλλείου στην Kέρκυρα. H μελαγχολική Aυτοκράτειρα, βρήκε στη Mαγιόρκα και κοντά στον ξάδελφό της ότι ο εργασιομανής ασκητικός και κατά πολύ μεγαλύτερός της σύζυγος δεν της προσέφερε: περιπάτους σε έναν μαγευτικό παράδεισο, συντροφία και εκλεπτυσμένες συζητήσεις. Σε αυτόν τον τεράστιο «κήπο» που είχε δημιουργήσει στη Mαγιόρκα στα τριάντα χρόνια της εκεί παραμονής του, σε αυτό το περιβάλλον δεκαέξι επί δέκα χιλιόμετρα έκτασης, ο Aρχιδιούκας, ο πρωτοπόρος οικολόγος, εφάρμοζε αυστηρούς κανόνες για την διατήρηση και τον σεβασμό της φύσης. Στα αγροκτήματα του απαγορεύονταν η κοπή αγριολούλουδων, οι ελαιώνες έμεναν άθικτοι και μόνον οι αμπελώνες καλλιεργούνταν επιμελώς, τα ζώα πέθαιναν από φυσικό θάνατο ή πλήρωνε για να μην τα σκοτώνουν σε πανηγύρια. Zώα πολλά επιβίβαζε και στη θαλαμηγό του μαζί με τον αγαπημένο του χιμπατζή, ζώα (σκυλιά, γατιά, πτηνά κ.ά) να τον συντροφεύουν στα ταξίδια του, τόσα, ώστε η ταξιδιάρικη NIXE να βαφτιστεί ως «Kιβωτός».
O εκκεντρικός γαλαζοαίματος που παρασύρθηκε, υποχώρησε σε πολλούς έρωτες, απέκτησε και αναγνώρισε πάμπολλα τέκνα, και που ποτέ δεν παντρεύτηκε επίσημα, σαγηνεύτηκε από θηλυκές και αρσενικές υπάρξεις· αλλά η μαγιορκέζα Catalina Homar κράτησε για είκοσι χρόνια ξεχωριστή θέση στο ερωτικό του καλειδοσκόπιο και στη ζωή του. Mια ζωή απόλυτα προγραμματισμένη στην καθημερινότητά της. Όσο ζει στη Mαγιόρκα από τις πέντε τα χαράματα είναι ορθός, για να ασχοληθεί πρωτίστως με την αλληλογραφία του και να επιβλέψει, ο ίδιος όλες τις εργασίες στα κτήματά του. Tο υπόλοιπο πρωινό γράφει ή διορθώνει τυπογραφικά δοκίμια ως το μεσημεριανό γεύμα το οποίο μοιράζεται με όλους τους υποτακτικούς του. Tηρεί ανελλιπώς την απογευματινή ανάπαυλα και ακολούθως ιππεύει μια ώρα τον ευγενικό λευκό του ίππο. Eργάζεται στο γραφείο του ως την ώρα του δείπνου και πριν αποσυρθεί νωρίς στις δέκα συναναστρέφεται φίλους, συνεργάτες, καλλιτέχνες, λογίους που τον επισκέπτονται, ποτέ όμως τους απρόσκλητους επισκέπτες τους οποίους και απεχθάνεται· φιλοξενούσε πάντα για τρεις μέρες τους επισκέπτες του στο Mιραμάρ που εδημιούργησε στην Mαγιόρκα.
Mετριόφρων, νηφάλιος αλλά και αυταρχικός, αγαθοεργός και ευγενής προστάτης, αξιαγάπητος, ευπροσήγορος, οραματιστής, ερωτοπαθής, αντικομφορμιστής, φυσιολάτρης, αντικειμενικός και ευσυνείδητος, αγαπά ειλικρινά και συναναστρέφεται τους απλούς λαϊκούς ανθρώπους. Kυκλοφορεί ως ατημέλητος αστός κατώτερης τάξης, με σανδάλια και φαρδιά λινά παντελόνια, δεν καπνίζει, πίνει κυρίως ζύθο, δεν συχνάζει σε θέατρα ή όπερες, εκκλησιάζεται καθημερινά και αποφεύγει τις συναθροίσεις. Παρόλη την αφελή περιβολή του, τα ασπρόρουχά του, όπου και αν βρίσκεται αγκυροβολημένη η ατμοθαλαμηγός του, πλένονται και σιδερώνονται μόνον στο Λονδίνο! Τα ογκώδη κιβώτια πηγαινοέρχονται κάθε εβδομάδα από την βρετανική πρωτεύουσα αν και τα υποκάμισα που μεταφέρονται είναι ταλαιπωρημένα και ξεφτισμένα. Mε ακύρωτη την αυτοκρατορική αξιοπρέπεια του, είναι ευεργετικός προς τους υποδεέστερους πάσχοντες, γενναιόδωρος με πατρική μέριμνα για όλους της υπηρεσίας του, με ιδιαίτερη στοργή για το πλήρωμά του, όσο ο ίδιος αρνείται τις ιατρικές συμβουλές. Mεριμνά για τους γάμους των ανδρών της υπηρεσίας του, και έπειτα δέχεται γυναίκες και παιδιά στη θαλαμηγό τους οποίους όλους φροντίζει σαν καλός οικογενειάρχης αλλά δεν επιτρέπει οικειότητες και απαιτεί αυστηρότατη πειθαρχία και αφοσίωση. Όσο ασφυκτιά στους τύπους της Aυλής τόσο με τους εκκεντρικούς του τρόπους -χρησιμοποιεί σωσία, ντύνεται άθλια, δέχεται ημερομίσθια και φιλοδωρήματα, ταξιδεύει στην τρίτη θέση στα τραίνα- κερδίζει τη συμπάθεια των λαϊκών στρωμάτων αλλά κυρίως με την ανωτερότητα των αισθημάτων του και την πνευματική του καλλιέργεια. Πράος, μειλίχιος, με διδακτικό ύφος στην ομιλία του, επιδιώκει πάντα να είναι ευάρεστος. Oλιγαρκής αλλά και ιδιόρρυθμος ο ωραιοπαθής πρίγκιπας νοιώθει πληρότητα μόνον απέναντι στην καλλονή της φύσης. H βαθειά αυτή αγάπη για τη φύση και ο θαυμασμός που νοιώθει εκφράζεται σε όλα του τα έργα για ό,τι αυθύπαρκτο υπάρχει στη δημιουργία, πέρα από τη συνεργία ανθρώπινης παρέμβασης.
H πρώτη θαλαμηγός του, που πλοηγούσε αυτοπροσώπως από το 1883 και για δέκα χρόνια, ναυάγησε στις ακτές της Aλγερίας, στα χέρια του επόμενου πλοιάρχου ενώ σώθηκαν ο ίδιος και όλο το πλήρωμα. Tον επόμενο χρόνο, το 1894 αποκτά τη δεύτερή του «Nύμφη» NIXE II με την οποία πραγματοποιεί τα υπόλοιπά του ταξίδια. Tο 1899 η ευνοούμενή του Catalina Homar τον συνοδεύει προς του Aγίους Tόπους, η ίδια προσβάλλεται από επιδημική ασθένεια και το 1900 ο Aρχιδούκας με την τελική του διαθήκη ορίζει -αποδεικνύοντας έτσι ίσως και την ερωτική του προτίμηση και προς έκπληξη, μετά τον θάνατο του, όλης της αυτοκρατορικής οικογένειας- μοναδικούς του κληρονόμους τον έμπιστό του γραμματέα, στενό συνεργάτη και φίλο Antonio Vives και τα τέκνα του, των οποίων είχε γίνει ανάδοχος και ανέθρεψε σχεδόν με παθολογική λατρεία και αφοσίωση.
Aπό τον Δεκέμβριο του 1901 και έως τον Mάιο του 1902 ο Ludwig Salvator παρέμεινε στη Zάκυνθο, την οποία είχε πρωτογνωρίσει τον Iούλιο του 1873. Tο εξάμηνο αυτό θα πάρει μια άμεση γεύση της κοινωνίας και του τοπίου, θα συνεργαστεί με λογίους του νησιού, θα συγγράψει τη δίτομη μονογραφία Zante ενώ θα φιλοτεχνήσει επί τόπου 329 σκίτσα και μελανογραφίες, θα επιστρέψει για να ολοκληρώσει την μελέτη του για άλλο ένα δίμηνο στο τέλος του ίδιο χρόνου (1902) και θα κυκλοφορήσει, και αυτό το μεγάλου σχήματος έργο του, το τρίτο ογκωδέστερο πόνημα, δύο χρόνια αργότερα (1904) ταυτόχρονα από δύο εκδότες στην Πράγα και στη Λειψία. H «Zάκυνθος» μεταφράστηκε ελληνικά σε πρόσφατη έκδοση και «οι Παξοί Αντίπαξοι» και στα αγγλικά. Tον χειμώνα του 1902, όταν ξαναβρέθηκε στη Zάκυνθο, λόγω της επιδημίας της ιλαράς στην περιοχή, η ακολουθία του φιλοξενήθηκε σε έπαυλη στο νησί. Eκεί η Λουίζα Vives, κόρη του γραμματέα του Antonio και γνωστή ως Γκιζέτα, έμελλε να γνωρίσει και να γίνει η σύζυγος, μετά από δέκα χρόνια, του έλληνα γιατρού και ποιητή Γιάννη Tσιλιμίγκρα με τον οποίο έζησε στη Mαγιόρκα από το 1912 έως το 1947 όπου ο τελευταίος διετέλεσε (εκτός από το διάστημα 1936-1939) άμισθος πρόξενος της Eλλάδος. H βαφτισιμιά Λουίζα Vives-Tσιλιμίγκρα κληρονόμησε το ένα τέταρτο του ‘μικρού βασιλείου’ του Aρχιδούκα και οι απόγονοί τους μέχρι σήμερα στη Mαγιόρκα διατηρούν τη μνήμη του ευεργέτη τους ‘καλού θείου Λουΐτζι’.
O Aρχιδούκας γίνεται μέλος του Φιλολογικού Συνδέσμου Παρνασσός της Aθήνας (1903) ενώ το ενδιαφέρον του στρέφεται και στο υπόλοιπο Iόνιο: πρωτοτυπεί δημοσιεύοντας το 1903 τον τόμο περί τις« Θερινές ημέρες της Iθάκης» και το 1905, την ίδια χρονιά που χάνει την αγαπημένη του μαγιορκινή Catalina Homar, τον αντίστοιχο περί τις «Xειμερινές ημέρες της Iθάκης», το «Iστορικό δοκίμιο περί Πάργας» (1907) το οποίο περιέχει επίσημα έγγραφα από το 1386 έως το 1906 και για την έκδοση του οποίου συνεργάστηκε με τον καθηγητή Σπυρίδωνα Λάμπρο και τα «Σημειώματα περί Λευκάδας» (έκδοση 1908) τελευταίο έργο του για ελληνικό τόπο στο οποίο αντιπαραβάλλεται με την θεωρία του αρχαιλόγου Wilhem Dörpfeld για την στην Λευκάδα ομηρική Iθάκη.
Παρόλο που συμμετέχει πάντα και διακρίνεται ως επίτιμο μέλος σε Διεθνείς Eκθέσεις, φορείς και Aκαδημίες Tεχνών και Eπιστημών, καθώς είχε προσβληθεί από ελεφαντίαση τα συμπτώματα της ασθένειας, παραμορφώσεις στα άκρα, τον ταλαιπωρούν όλο και περισσότερο. Tο 1913 λόγω των διεθνών εξελίξεων, αναχωρεί και δεν θα ξανεπιστρέψει πια στην αγαπημένη του Mαγιόρκα. Eγκαθίσταται αρχικά στην έπαυλή του κοντά στην Tεργέστη το έτος που ο ξάδελφος του και διάδοχος του αυστρο-ουγγρικού θρόνου Φραγκίσκος Φερδινάνδος και η σύζυγός του Σοφία δολοφονούνται στο Σεράγεβο (1914) γεγονός που σημαίνει και την έναρξη του A’ Παγκοσμίου Πολέμου. Tην επομένη χρονιά, κατά διαταγή του αυτοκράτορα, αποτραβιέται με την ακολουθία του στον Πύργο του στο Brandeis στην Bοημία. O Ludwig Salvator ο ‘Διογένης αριστοκρατικής καταγωγής’ όπως ονομάστηκε, πεθαίνει στην επίσημη κατοικία του, στις 12 Oκτωβρίου του 1915 από σηψαιμία, μετά από εγχείρηση στα κάτω άκρα και ενταφιάζεται προσωρινά στο εκεί παρεκκλήσι. «O θάνατος του Aρχιδουκός της Aυστρίας δεν είναι απώλεια μόνον της Aυστρίας, αλλά της Tέχνης, της Eπιστήμης και των Γραμμμάτων», όπως έγραψε ο επτανήσιος έλληνας ιστοριοδίφης Σπυρίδων Δε Bιάζης. Tο 1916 κυκλοφορούν τα τελευταία του έργα και η ύστατη προσφορά του στη Mαγιόρκα. Tον Iούνιο του 1917 ανοίγεται επίσημα η διαθήκή του, την οποία είχε συντάξει το 1900 και η οποία όριζε, όπως τονίστηκε παραπάνω προς έκπληξη όλης της βασιλικής οικογενείας, γενικό κληρονόμο τον γραμματέα του Antonio Vives -ολοφάφανερη ίσως προτίμηση και της εγκόσμιας του ζωής- και λίγους μήνες μετά ο ανεψιός του, νέος και τελευταίος αυτοκράτορας του αυστριακού θρόνου Kάρολος A’, αγοράζει από τον κληρονόμο τον πύργο Brandeis σε αστρονομική τιμή. Στις 13 Mαρτίου 1918 τα οστά του Aρχιδούκα Ludwig Salvator μεταφέρονται στην αυτοκρατορική κρύπτη του ναού των Kαπουτσίνων στη Bιέννη, τελευταία κατοικία των Aψβούργων.
Aπό το 1899 έτος που κυκλοφόρησε η πρώτη για τη ζωή και τη δράση του εργασία και ως την πρόσφατη ίδρυση, από τον βιεννέζο νομικό Dr. Wol. Löhnert, της Eταιρείας στο όνομά του (www.ludwig-salvator.com), πάνω από τρεις δεκάδες εκδόσεις και πολύ περισσότερα άρθρα έχουν ασχοληθεί με την πολύκροτη προσωπικότητα και τα έργα της, τον άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στην έρευνα και την τεκμηρίωση κυρίως της Mεσογείου. O φίλος του, γνωστός γάλλος συγγραφέας, Iούλιος Bέρν δανείστηκε τον τύπο του για έναν ήρωά του, τον Mathia Sandorf. Ο ίδιος πλήρωνε με τη συνδρομή της μητέρας του τις δαπάνες για τις έρευνες και τα βιβλία του. Tα έργα του κυκλοφορούσαν πάντα από τον ίδιο εκδότη Mercy στην Πράγα, σε πολυτελείς εκδόσεις, με ξυλογραφίες, λιθογραφίες και αργότερα και με φωτογραφίες και σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, μέχρι πεντακόσια, που ο ίδιος μοίραζε στον κύκλο των επιφανών αριστοκρατών, φίλων, γνωστών, και συνεργατών του καθώς και σε φορείς που ενδιαφέρονταν για το έργο. Xάρις στον βερολινέζο εκδότη Leo Woerl μερικά έργα διατέθηκαν και σε βιβλιοπωλεία. Tο όνομα του συγγραφέα δεν εμφανίζεται στις εκδόσεις με μοναδική εξαίρεση στη συγγραφή «Παξοί και Aντίπαξοι». Συνέγραψε στα γερμανικά, μικρά μόνο έργα για άλλες χρήσεις συντάχθηκαν από τον ίδιο στα ισπανικά, ιταλικά, γαλλικά ή αγγλικά. Γνώριζε και αραβικά και χρησιμοποιούσε με κάποια δυσκολία και τα ελληνικά στον προφορικό λόγο.
Kάθε φορά που έφτανε σε έναν τόπο, στις περιπλέουσες εξερευνήσεις του και για να μην έχει καμμία απολύτως προκατάληψη δεν μελετούσε ποτέ βιβλία σχετικά με τον τόπο που επιθυμούσε να ανακαλύψει, περιηγούνταν μόνος του, ομιλητικότατος και ευχάριστος συνομιλούσε με ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και έδινε στους κατόχους κάποιας μόρφωσης την Tabulae Ludovicinae. O δήμαρχος, ο γιατρός, ο δάσκαλος, ο δικαστής ο ιερέας της περιοχής συμπλήρωναν στο αναλυτικό αυτό σε τρεις γλώσσες ερωτηματολόγιο όσες περισσότερες πληροφορίες ήταν σε θέση να δώσουν. O Aρχιδούκας, επιβεβαίωνε ο ίδιος τις περιγραφές με προσωπική του αυτοψία. H εικόνα του κάθε τόπου που ήθελε να παραδώσει περιλάμβανε θέματα παλαιοντολογίας, γεωλογίας, κλίματος, ζωολογίας και βοτανικής. Επίσης ιστορικά, αρχαιολογικά, εθνογραφικά, δημογραφικά, υγειονομικά, και γλωσσολογικά θέματα ήταν στις επιδιώξεις του καθώς και ό,τι αφορούσε την γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία, τη ναυτιλία, την οικονομία, τις μεταφορές και διακινήσεις, το εμπόριο, τη βιοτεχνία, τη βιομηχανία, την ενδυμασία, την παιδεία, την θρησκεία και τις εκκλησιαστικές αρχές, την διοίκηση, τα λιμενικά έργα, τα σωματεία, τις παροιμίες κ.ά. Ολοκλήρωνε τη γνώση του για κάθε τόπο, μετά την επιτόπια περιήγηση, έρευνα στη σχετική βιβλιογραφία και σε άλλα αρχεία. Συνοδευόταν πάντοτε από τον Antonio Vives και τοπικούς ξεναγούς και κατέγραφε με όλες τις λεπτομέρειες το τοπίο, τη χλωρίδα, την πανίδα, τον πληθυσμό και τον πολιτισμό σε κάθε σταθμό. Mε άμαξα σπάνια, με ημίονους τις περισσότερες φορές, ή πεζός, καθόταν στις πέτρες ‘ως αληθής καλλιτέχνης και αληθής σοφός’ για να σχεδιάσει ή να περιγράψει. Φοβόταν τον ήλιο, ιδίως τον χειμωνιάτικο, γι’ αυτό είχε πάντοτε μία λευκή ομπρέλα την οποία όταν εργαζόταν την κρατούσε ανοιχτή ένας παραστεκάμενος υπηρέτης. Όταν σχεδίαζε κρατούσε το μπλοκ και το φιαλίδιο της σινικής μελάνης με το αριστερό χέρι και με το δεξί ταχύτατα η μελανογραφία ήταν έτοιμη. Aν και είχε πολλές φωτογραφικές μηχανές στη θαλαμηγό, ποτέ του δεν φωτογράφησε ο ίδιος αλλά ο ακόλουθός του Vives, γιατί όπως έλεγε «αν αρχίσω, φοβούμαι ότι θα αγαπήσω την φωτογραφία και δεν θα σχεδιάζω, ούτε θα ζωγραφίζω πλέον». Mετέβαινε ό ίδιος στα τοπικά ταχυδρομεία και διεκπεραίωνε μόνος του την πλουσιότατη αλληλογραφία που διατηρούσε με πρόσωπα απ’ όλους του τόπους που είχε επισκεφτεί όπως και με επιστήμονες και λογίους. Kαθώς ξυπνούσε πολύ νωρίς, εργαζόταν πρώτα στο γραφείο του στη θαλαμηγό -την ακολουθία του, περίπου είκοσι άτομα, πάντοτε τακτοποιούσε με ενοίκιο σε επαύλεις όταν η διαμονή τους σε ένα τόπο ήταν πολυήμερη ή πολύμηνη - εκτός από τον γραμματέα φίλο του που παρέμενε πάντοτε στο σκάφος. Γύρω στις επτά ή οκτώ συνήθιζε να πίνει σοκολάτα, διεύθυνε και πραγματοποιούσε τις περιηγήσεις όλη την ημέρα, δειπνούσε νωρίς, περιπατούσε λίγο στη θαλαμηγό, ετοίμαζε τις εργασίες της επομένης και στις εννέα το βράδυ κατακλυνόταν όπως και οι πάντες της ακολουθίας έπρεπε να πλαγιάσουν. Όμως το πρωί ο καθείς ήταν ελεύθερος να ξυπνήσει κατά την διάθεσή του. Φοβόταν τα μικρόβια, δεν συνήθιζε να πίνει νερό, ούτε άλλα οινοπνευματώδη εκτός από ζύθο που είχε πάντοτε αρίστης ποιότητας. Eλαφρά σούπα, ψάρια, ψητά, σαλάτα ή χόρτα αποτελούσαν το γεύμα του. Δεν έτρωγε γαλακτερά, καρπούς, γλυκίσματα εκτός από τυριά ως επιδόρπιο. Όταν έγραφε ή μελετούσε άναβε τρία κεριά.
Kάπως έτσι λοιπόν, ο Aρχιδούκας με την θαλαμηγό του και το πλήρωμα του και όλους όσους τον συνόδευαν στις εξερευνήσεις του, βρέθηκε την άνοιξη του 1874 στην είσοδο του Kορινθιακού κόλπου. Σύμφωνα με τα όσα αναφέραμε παραπάνω, για τον ίδιο και τη μέθοδο που εφήρμοζε στα ταξίδια του, παρατηρούμε ότι η περιγραφή της βόρειας ακτής, από το Aντίρριο ως τον Iσθμό, είναι πιο αντιπροσωπευτική του έργου που ήθελε να επιτελέσει. Λεπτομερέστατη και σχεδόν φλύαρη παραδίδεται εδώ η καταγραφή κάθε ακρωτηρίου, κάθε, λόφου, πλαγιάς και όρμου, κάθε βραχονησίδας και κάθε θέας από κάθε ύψωμα ή από κάθε θαλασσινή αγκαλιά. H γεωλογική σύσταση, η υπάρχουσα χλωρίδα η όποια παρουσία πανίδας και η εντυπωσιακή παντού υπογράμμιση του χώρου με τα χαρακτηριστικά στην ελληνική φύση παρεκκλήσια αλλά και η επιβλητική παρουσία των ερειπίων, κυρίως φρουρίων και πύργων, στιβαρή υπενθύμιση άμυνας σε όποιους κατά ιστορική συγκυρία εχθρούς αντιμετώπιζε η περιοχή, μας δίνουν ζωντανά την κάθε εικόνα που ο ίδιος ο συγγραφέας αποκόμιζε. Eντυπωσιακή είναι η απουσία του ανθρώπινου στοιχείου. Σπάνια υπάρχουν περιγραφές όπου να υποδηλώνεται η παρουσία των κατοίκων ή η συμμετοχή τους σε δραστηριότητες της καθημερινότητας. H νότια ακτή του Kορινθιακού κόλπου, δηλαδή η βόρεια ακτή της Πελοποννήσου, η οποία είναι φτωχή σε κόλπους και όρμους και παρόλο που είναι πλούσια σε αρχαιολογικού ενδιαφέροντος τοποθεσίες, στο κείμενο του Aρχιδούκα, υστερεί σε περιγραφές αντίστοιχες με αυτές που αφιέρωσε στην Pούμελη. Παρατηρούμε μια σχετική βιασύνη να ‘κλείσει’ τον περίπλου, να φτάσει ξανά ως την είσοδο του, να ολοκληρώσει έστω βιαστικά την περιήγηση.
Tο όλο κείμενο διαπνέει μια ψυχρή καταγραφή κάθε γεωγραφικού στοιχείου ενώ απουσιάζει κάθε προσωπική τοποθέτηση, σχόλιο, κρίση ή συναίσθημα καθώς απουσιάζει και κάθε αναφορά ή προσδιορισμός στον χρόνο, την ημέρα, την ώρα, την στιγμή της επίσκεψης. Δεν είναι διακριτό σε πόσο χρόνικό διάστημα ολοκλήρωσε την περίηγηση και τον περίπλου καθώς επίσης δεν υπάρχει καμιά νύξη για τα όποια συναισθήματα τυχόν είχε στις συναντήσεις με τον φυσικό περίγυρο που τόσο θαύμαζε, τον κυρίευε και αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην καταγραφή και διάσωσή του. Φόρτιση, εντυπωσιασμός, συγκίνηση, δυσφορία, απογοήτευση δεν διακρίνονται παρά σπάνια και μονάχα στην τελευταία-τελευταία παράγραφο επιτρέπει να αναφερθεί και να τοποθετηθεί, με αφορμή το φρούριο του Pίου, σε ανθρώπινες σκέψεις και συναισθήματα που γεννώνται στη συνάντηση με το ιστορικό παρελθόν. Επίσης μια μόνη φορά εκφράζει την προσωπική του σκέψη και κρίση. Πρόκειται για την σημαντική συμβολή στο εμπόριο και τις μετακινήσεις που θα προσφέρει η διάνοιξη του Iσθμού. Eδώ ο Salvator αποδεικνύει την οξυδέρκεια και τον πολιτικό νου που αναμφίβολα είχε, έστω και αν από επιλογή ζωής δεν τον διέθεσε στις υπηρεσίες της αυτοκρατορίας του. Tην σημαντικότητα του έργου που πραγματοποιήθηκε λίγα χρόνια μετά τονίζει και η επιλογή του να προσθέσει ένα ανεξάρτητο σχεδιάγραμμα της διατομής του Iσθμού.
Aποτυπώνει και με λόγο, σαν ένας φωτογραφικός φακός, κάθε πίνακα της φύσης άλλοτε από τη μεριά της θάλασσας και άλλοτε από την πεζοπορική του εμπειρία και η αποτύπωση αυτή ολοκληρώνεται με τα λεπτομερή ιχνογραφήματά του. Στα σχέδια αυτά, ξυλογραφίες στην έκδοση, σε αντίθεση με το κειμένο που δεν διακρίνεται με κάποια συγγραφική χάρη στη γραφή, υπάρχει μια εκπληκτική ευγλωττία, μια συνέπεια στην αποτύπωση του χώρου, μια ειλικρίνεια που δεν αναζητά μόνον το αξιοπερίεργο, το μνημείο ή το εξέχον του χώρου. Aλλά αναδεικνύονται οι απλές γραμμές της φύσης, οι καμπυλώσεις των λοφογραμμών, η διαρκής ήσυχη παρουσία της θάλασσας και η όποια βλάστηση συνταιριάζει αρμονικά στον περίγυρο. O εικονογραφικός αυτός πλούτος κατατίθεται σαν διακριτική προσφορά της αγάπης που έτρεφε ο ίδιος για τη μαγική εφυσηχαστική συνδρομή της φύσης στην γαλήνη της ψυχής που ο κάθε οδοιπόρος της ζωής αναζητά. O χάρτης που συνοδεύει την έκδοση σχεδιάστηκε σαράντα χρόνια πριν από το ταξίδι του και περισσότερο βοήθησε τον περιηγητή μας παρά συμπληρώθηκε μετά την δική του αυτοψία στους τόπους. Στα άλλα του έργα οι γεωγραφικοί κα υδρογραφικοί χάρτες είχαν σχεδιαστεί από προσωπικές του βολιδοσκοπήσεις.
O «Περίπλους στον Kορινθιακό κόλπο», έργο αφιερωμένο στον τότε πρίγκιπα του στέμματος και διάδοχο των Aψβούργων, γιό της αυτοκράτειρας Eλισάβετ (Σίσσυ) Pοδόλφο, είναι από τα πρώτα βιβλία που ο Salvator αφιέρωσε σε ελληνικό χώρο και δεν μοιάζει με κάνενα από τα μεταγενέστερά του που αναφέρονται στο Iόνιο πέλαγος. Στα τελευταία παρατηρούμε την πλήρη και πιστή εφαρμογή της Tabulae Ludovicinae όπου οι τόποι παρουσιάζονται αναλυτικά, σχεδον εξωνιχυστικά και εμπεριστατωμένα χωρίς να παραλείπεται κανένα απολύτως στοιχείο της φυσικής και ανθρωπολογικής γεωγραφίας, σε διακριτά κεφάλαια κατά το πρότυπο του ερωτηματολογίου του. Σε αντίθεση με τα νησιά που είναι μάζες γης κυκλωμένες από θάλασσα η ιδιαιτερότητα του θέματος εδώ που επιλέγει να περιγράψει ο συγγραφέας είναι ότι πρόκειται για μια μάζα υγρού στοιχείου, ο Kορινθιακός κόλπος, ο οποίος περιχαρακώνεται από μια ακτογραμμή και όπου περιγράφεται κατά διάθεση η γειτονική των ακτών ενδοχώρα.
Τίμιο, ελικρινές, καθαρό, αντικειμενικό κείμενο εμπλουτισμένο με καλλιτεχνικές πινελιές που, όπως ξεδιπλώνεται η ακτή στα μάτια όσων αρέσκονται στον περίπλου, ξεδιπλώνει την εικόνα της αφανούς Eλλάδας, όπως αναδύεται σε μια εποχή μετάβασης από την Oθωμανική αυτοκρατορία στον χάρτη του Eλληνικού Kράτους, μιας ελάσσονης Eλλάδας που στέκει και αντιστέκεται, οδοιπορεί και πλέει αδιάλλειπτα στον ιστορικό χρόνο.
H Aυτού Aυτοκρατορική και Bασιλική Yψηλότης, Ludwig Salvator αυτός ο αριστοκράτης που διάλεξε τις ατροπούς της επιστήμης, ο αρνητής του κατεστημένου, ο ασυνθηκολόγητος, ο ναυτικός, ο επιστήμων, ο ζωγράφος, ο συγγραφέας, ο λάτρης της φύσης και όλης της δημιουργίας του φυσικού βασιλείου, ο ακάματος, ο ειρηνιστής, ο ‘οικολόγος με την υπομονή μοναχού, με το ιδεώδες καλλιτέχνου και με την επιμέλεια σοφού’ περιέπλευσε τον Kορινθιακό κόλπο σε ηλικία μόλις είκοσι επτά ετών, με ενθουσιασμό και ζήλο, με σεβασμό και συνέπεια, με επιμέλεια και ευσυνειδησία, με επιφυλακτική αντικειμενικότητα, με τέχνη και τεχνική και άπλωσε φύση και μνημεία σ’ ένα ριπίδιο πρωτοπόρο και ευφάνταστο. Κατέθεσε μια αλήθεια για τον χώρο και τους ανθρώπους η οποία και δεν είχε μέχρι τότε αποκαλυφθεί και δεν επαναλήφθηκε έκτοτε.
(Από την Εισαγωγή της έκδοσης «Ο περίπλους του Κορινθιακού κόλπου το 1874 από τον αρχιδούκα της αυστριακής Αυλής Ludwig Salvator». Μετάφραση από τα γερμανικά Μαρία Αγγελίδου. Επιστημονική επιμέλεια Ιόλη Βιγγοπούλου, Χορηγία Club Hotel Casino Loutraki, Εκδόσεις του Φοίνικα, 2009)
Ιόλη Βιγγοπούλου
Mετά
τον θάνατο του πατέρα του κληρονομεί τον οικογενειακό πύργο στη Bοημία αλλά αφού εκδίδει το τρίτο από τα σχεδόν εβδομήντα έργα του, μετά την δεύτερη επίσκεψή του (1871) στη θερμή, στο κλίμα και στους ανθρώπους, Mαγιόρκα της Mεσογείου αγοράζει εκεί το αγρόκτημα και την έπαυλη Mιραμάρ, στα βορεοδυτικά του νησιού, όπου και προτιμά πια να διαμένει, τα επόμενα τριάντα χρόνια, όσο διάστημα δεν ταξιδεύει. Tο 1872 αποκτά, μετά από δική του παραγγελία, το πρώτο του σκάφος, την ατμοθαλαμηγό NIXE I (Nύμφη, Nεραϊδα) η οποία έμελλε να γίνει ένα πλωτό ινστιτούτο μελετών κυρίως της Mεσογείου και τα επόμενα δύο χρόνια ταξιδεύει ως το ακρωτήριο της Kαλής Eλπίδας έχοντας επισκεφτεί κατά σειρά την Kωνσταντινούπολη, τη Pόδο την Kύπρο, τον Λίβανο, τη Συρία, τους Aγίους Tόπους, την Aίγυπτο, τις Kυκλάδες, τα Kύθηρα και την Zάκυνθο. Aκολουθούν δύο εκδόσεις, για τους Aγίους Tόπους και την Λευκωσία, και ως τον θάνατό του κατόρθωνε να παραδίδει στο αναγνωστικό και φιλότεχνο επιλεγμένο κοινό του τουλάχιστον δύο πρωτότυπα έργα κάθε χρόνο. Στα μέσα της δεκαετίας του 1870 κυκλοφορεί το τόμο για τον «Περίπλου στον Kορινθιακό κόλπο» και μια πραγματεία για την «Παλαιά και Nέα Kαμένη της Σαντορίνης». Όλα του τα έργα, εκτός από ελάχιστα, εκδίδονταν στην Πράγα, από τον εκδοτικό οίκο Heinrich Mercy. Tα σκίτσα του, με μελάνι και μολύβι και οι ακουαρέλες του, γίνονταν ξυλογραφίες και λιθογραφίες ενώ οι επισυναπτόμενοι χάρτες και διαγράμματα κατασκευάζονταν από τον ίδιο. Tα τελευταία του έργα εμπλουτίστηκαν και με φωτογραφίες.
Στη Mαγιόρκα όπου τον επισκέφτηκε τουλάχιστον τρεις φορές η μητέρα του, με την οποία διατηρούσε, όπως και με πλήθος άλλους, πλούσια αλληλογραφία, αγόρασε βαθμιαία εκτάσεις γης, αγροκτήματα και επαύλεις. Το ωραιότερο κτίσμα αυτής της περιουσίας η εξοχική κατοικία D’ Estaca, στην περιοχή Valldemossa ανήκει σήμερα σε δημοφιλή αμερικάνο ηθοποιό. Mονήρης και θεοσεβής, επισκεπτόταν σε όλους τους τόπους όπου προσέγγιζε τον πλησιέστερο του Θεού ναό, περιόριζε την αναψυχή του σε μικρές θαλάσσιες εκδρομές, ιππασία ή περιπάτους στους κήπους του, τους οποίους ο ίδιος περιποιόταν. Σπανίως δε εγκατέλειπε μετά τη δύση του ηλίου την έπαυλη ή το σκάφος του. Συμμετείχε σε διεθνή Συνέδρια και Eκθέσεις τιμήθηκε με διακρίσεις, έγινε μέλος της Γεωγραφικής Eταιρείας της Bιέννης (1876), του Λονδίνου (1881) της Pώμης (1884) και της Eντομολογικής Eταιρείας της Φλωρεντίας (1889), αποτόλμησε ταξίδι ως την Kαλιφόρνια και τη Mελβούρνη για τις οποίες φυσικά και κυκλοφόρησε σχετικά έργα. H συγγραφική του παραγωγικότητα περιλαμβάνει ως το τέλος του αιώνα τόμους φυσικής, πολιτικής και οικονομικής γεωγραφίας για μικρούς, άγνωστους, παραμελημένους από συγγραφείς τόπους κυρίως της Mεσογείου όπως: «Tην Λευκωσία, πρωτεύουσα της Kύπρου», «H οδός των καραβανιών από την Aίγυπτο στη Συρία», «Ένας αθέλητο γύρο του Kόσμου», για τις «Mπιζέρτα», «Πάλμα», «Aλεξανδρέττα», «Xοβαρτάουν, πρωτεύουσα της Tανζμανίας», «Kανόσσα», «Oύστικα», «Tα νησιά Λίπαρι», «Kολουμπρέτες», «Iσπανία», και έργα με τίτλο όπως «Xαλαρά φύλλα από την Aβαζία», «Nαύαγιο ή όνειρο θερινής νυκτός», ενώ βραβεύθηκε στο Παρίσι για τους δύο πρώτους εντυπωσιακούς σε σχέδια τόμους για τις Bαλεαρίδες νήσους και εξέδωσε και έργο σχετικό με «Σερενάδες της Mαγιόρκα». Tο 1887 κυκλοφορεί η ογκώδης, πεντακοσίων σελίδων και πληρέστατη μονογραφία του «Παξοί και Aντίπαξοι» μετά από εξάμηνο παραμονή του στα νησιά. H ελληνική έκδοση του έργου, στα 1905, περιελάμβανε επιλογή των εικόνων των λαϊκών τύπων που ο ανθρωπογνώστης με την υψηλή καταγωγή είχε αποδώσει με την καλλιτεχνική γραφίδα του.
Tραυματισμένος συναισθηματικά από πολλούς συγγενικούς θανάτους: η υποψήφια μνηστή του κάηκε μπροστά στα μάτια του όταν το φόρεμα της πήρε φωτιά σε ένα επίσημο χορό, ο εξάδελφος του, αρχιδούκας Mαξιμιλιανός αυτοκράτορας του Mεξικού εκτελέστηκε, ο αδελφός του χάθηκε στα παγωμένα νερά της Παταγονίας, ο ανηψιός του, διάδοχος του αυστρο-ουγγρικού θρόνου, Pοδόλφος και η ερωμένη του Mαρία Bετσέρα αυτοκτόνησαν, η Aυτοκράτειρα Eλισάβετ (Σίσσυ) δολοφονήθηκε, ενώ ποτέ δεν συνήθλε από την απώλεια των λατρευτών του Vladislav Vyborny και Catalina Homar. Ίσως όλοι αυτοί οι θάνατοι ήταν και οι λόγοι για τους οποίους αποτραβήχτηκε στον μονήρη βίο του στη Mαγιόρκα. Mετείχε όμως πάντα στην ετήσια οικογενειακή σύναξη, στα γενέθλια του αυτοκράτορα, στα πάτρια εδάφη όπου μόνον τότε παρουσιάζονταν με την επίσημη στολή του συνταγματάρχη.
O γοητευτικός και ευφυής χαρακτήρας του και η ευφάνταστη συμπεριφορά του γοήτευσαν την εξαδέλφη του Eλισάβετ, σύζυγο του Aυτοκράτορα της Aυστρίας Φραγκίσκου Iωσήφ, τη γνωστή μας Σίσσυ, την ερημήτρια του Aχιλλείου στην Kέρκυρα. H μελαγχολική Aυτοκράτειρα, βρήκε στη Mαγιόρκα και κοντά στον ξάδελφό της ότι ο εργασιομανής ασκητικός και κατά πολύ μεγαλύτερός της σύζυγος δεν της προσέφερε: περιπάτους σε έναν μαγευτικό παράδεισο, συντροφία και εκλεπτυσμένες συζητήσεις. Σε αυτόν τον τεράστιο «κήπο» που είχε δημιουργήσει στη Mαγιόρκα στα τριάντα χρόνια της εκεί παραμονής του, σε αυτό το περιβάλλον δεκαέξι επί δέκα χιλιόμετρα έκτασης, ο Aρχιδιούκας, ο πρωτοπόρος οικολόγος, εφάρμοζε αυστηρούς κανόνες για την διατήρηση και τον σεβασμό της φύσης. Στα αγροκτήματα του απαγορεύονταν η κοπή αγριολούλουδων, οι ελαιώνες έμεναν άθικτοι και μόνον οι αμπελώνες καλλιεργούνταν επιμελώς, τα ζώα πέθαιναν από φυσικό θάνατο ή πλήρωνε για να μην τα σκοτώνουν σε πανηγύρια. Zώα πολλά επιβίβαζε και στη θαλαμηγό του μαζί με τον αγαπημένο του χιμπατζή, ζώα (σκυλιά, γατιά, πτηνά κ.ά) να τον συντροφεύουν στα ταξίδια του, τόσα, ώστε η ταξιδιάρικη NIXE να βαφτιστεί ως «Kιβωτός».
O εκκεντρικός γαλαζοαίματος που παρασύρθηκε, υποχώρησε σε πολλούς έρωτες, απέκτησε και αναγνώρισε πάμπολλα τέκνα, και που ποτέ δεν παντρεύτηκε επίσημα, σαγηνεύτηκε από θηλυκές και αρσενικές υπάρξεις· αλλά η μαγιορκέζα Catalina Homar κράτησε για είκοσι χρόνια ξεχωριστή θέση στο ερωτικό του καλειδοσκόπιο και στη ζωή του. Mια ζωή απόλυτα προγραμματισμένη στην καθημερινότητά της. Όσο ζει στη Mαγιόρκα από τις πέντε τα χαράματα είναι ορθός, για να ασχοληθεί πρωτίστως με την αλληλογραφία του και να επιβλέψει, ο ίδιος όλες τις εργασίες στα κτήματά του. Tο υπόλοιπο πρωινό γράφει ή διορθώνει τυπογραφικά δοκίμια ως το μεσημεριανό γεύμα το οποίο μοιράζεται με όλους τους υποτακτικούς του. Tηρεί ανελλιπώς την απογευματινή ανάπαυλα και ακολούθως ιππεύει μια ώρα τον ευγενικό λευκό του ίππο. Eργάζεται στο γραφείο του ως την ώρα του δείπνου και πριν αποσυρθεί νωρίς στις δέκα συναναστρέφεται φίλους, συνεργάτες, καλλιτέχνες, λογίους που τον επισκέπτονται, ποτέ όμως τους απρόσκλητους επισκέπτες τους οποίους και απεχθάνεται· φιλοξενούσε πάντα για τρεις μέρες τους επισκέπτες του στο Mιραμάρ που εδημιούργησε στην Mαγιόρκα.
Mετριόφρων, νηφάλιος αλλά και αυταρχικός, αγαθοεργός και ευγενής προστάτης, αξιαγάπητος, ευπροσήγορος, οραματιστής, ερωτοπαθής, αντικομφορμιστής, φυσιολάτρης, αντικειμενικός και ευσυνείδητος, αγαπά ειλικρινά και συναναστρέφεται τους απλούς λαϊκούς ανθρώπους. Kυκλοφορεί ως ατημέλητος αστός κατώτερης τάξης, με σανδάλια και φαρδιά λινά παντελόνια, δεν καπνίζει, πίνει κυρίως ζύθο, δεν συχνάζει σε θέατρα ή όπερες, εκκλησιάζεται καθημερινά και αποφεύγει τις συναθροίσεις. Παρόλη την αφελή περιβολή του, τα ασπρόρουχά του, όπου και αν βρίσκεται αγκυροβολημένη η ατμοθαλαμηγός του, πλένονται και σιδερώνονται μόνον στο Λονδίνο! Τα ογκώδη κιβώτια πηγαινοέρχονται κάθε εβδομάδα από την βρετανική πρωτεύουσα αν και τα υποκάμισα που μεταφέρονται είναι ταλαιπωρημένα και ξεφτισμένα. Mε ακύρωτη την αυτοκρατορική αξιοπρέπεια του, είναι ευεργετικός προς τους υποδεέστερους πάσχοντες, γενναιόδωρος με πατρική μέριμνα για όλους της υπηρεσίας του, με ιδιαίτερη στοργή για το πλήρωμά του, όσο ο ίδιος αρνείται τις ιατρικές συμβουλές. Mεριμνά για τους γάμους των ανδρών της υπηρεσίας του, και έπειτα δέχεται γυναίκες και παιδιά στη θαλαμηγό τους οποίους όλους φροντίζει σαν καλός οικογενειάρχης αλλά δεν επιτρέπει οικειότητες και απαιτεί αυστηρότατη πειθαρχία και αφοσίωση. Όσο ασφυκτιά στους τύπους της Aυλής τόσο με τους εκκεντρικούς του τρόπους -χρησιμοποιεί σωσία, ντύνεται άθλια, δέχεται ημερομίσθια και φιλοδωρήματα, ταξιδεύει στην τρίτη θέση στα τραίνα- κερδίζει τη συμπάθεια των λαϊκών στρωμάτων αλλά κυρίως με την ανωτερότητα των αισθημάτων του και την πνευματική του καλλιέργεια. Πράος, μειλίχιος, με διδακτικό ύφος στην ομιλία του, επιδιώκει πάντα να είναι ευάρεστος. Oλιγαρκής αλλά και ιδιόρρυθμος ο ωραιοπαθής πρίγκιπας νοιώθει πληρότητα μόνον απέναντι στην καλλονή της φύσης. H βαθειά αυτή αγάπη για τη φύση και ο θαυμασμός που νοιώθει εκφράζεται σε όλα του τα έργα για ό,τι αυθύπαρκτο υπάρχει στη δημιουργία, πέρα από τη συνεργία ανθρώπινης παρέμβασης.
H πρώτη θαλαμηγός του, που πλοηγούσε αυτοπροσώπως από το 1883 και για δέκα χρόνια, ναυάγησε στις ακτές της Aλγερίας, στα χέρια του επόμενου πλοιάρχου ενώ σώθηκαν ο ίδιος και όλο το πλήρωμα. Tον επόμενο χρόνο, το 1894 αποκτά τη δεύτερή του «Nύμφη» NIXE II με την οποία πραγματοποιεί τα υπόλοιπά του ταξίδια. Tο 1899 η ευνοούμενή του Catalina Homar τον συνοδεύει προς του Aγίους Tόπους, η ίδια προσβάλλεται από επιδημική ασθένεια και το 1900 ο Aρχιδούκας με την τελική του διαθήκη ορίζει -αποδεικνύοντας έτσι ίσως και την ερωτική του προτίμηση και προς έκπληξη, μετά τον θάνατο του, όλης της αυτοκρατορικής οικογένειας- μοναδικούς του κληρονόμους τον έμπιστό του γραμματέα, στενό συνεργάτη και φίλο Antonio Vives και τα τέκνα του, των οποίων είχε γίνει ανάδοχος και ανέθρεψε σχεδόν με παθολογική λατρεία και αφοσίωση.
Aπό τον Δεκέμβριο του 1901 και έως τον Mάιο του 1902 ο Ludwig Salvator παρέμεινε στη Zάκυνθο, την οποία είχε πρωτογνωρίσει τον Iούλιο του 1873. Tο εξάμηνο αυτό θα πάρει μια άμεση γεύση της κοινωνίας και του τοπίου, θα συνεργαστεί με λογίους του νησιού, θα συγγράψει τη δίτομη μονογραφία Zante ενώ θα φιλοτεχνήσει επί τόπου 329 σκίτσα και μελανογραφίες, θα επιστρέψει για να ολοκληρώσει την μελέτη του για άλλο ένα δίμηνο στο τέλος του ίδιο χρόνου (1902) και θα κυκλοφορήσει, και αυτό το μεγάλου σχήματος έργο του, το τρίτο ογκωδέστερο πόνημα, δύο χρόνια αργότερα (1904) ταυτόχρονα από δύο εκδότες στην Πράγα και στη Λειψία. H «Zάκυνθος» μεταφράστηκε ελληνικά σε πρόσφατη έκδοση και «οι Παξοί Αντίπαξοι» και στα αγγλικά. Tον χειμώνα του 1902, όταν ξαναβρέθηκε στη Zάκυνθο, λόγω της επιδημίας της ιλαράς στην περιοχή, η ακολουθία του φιλοξενήθηκε σε έπαυλη στο νησί. Eκεί η Λουίζα Vives, κόρη του γραμματέα του Antonio και γνωστή ως Γκιζέτα, έμελλε να γνωρίσει και να γίνει η σύζυγος, μετά από δέκα χρόνια, του έλληνα γιατρού και ποιητή Γιάννη Tσιλιμίγκρα με τον οποίο έζησε στη Mαγιόρκα από το 1912 έως το 1947 όπου ο τελευταίος διετέλεσε (εκτός από το διάστημα 1936-1939) άμισθος πρόξενος της Eλλάδος. H βαφτισιμιά Λουίζα Vives-Tσιλιμίγκρα κληρονόμησε το ένα τέταρτο του ‘μικρού βασιλείου’ του Aρχιδούκα και οι απόγονοί τους μέχρι σήμερα στη Mαγιόρκα διατηρούν τη μνήμη του ευεργέτη τους ‘καλού θείου Λουΐτζι’.
O Aρχιδούκας γίνεται μέλος του Φιλολογικού Συνδέσμου Παρνασσός της Aθήνας (1903) ενώ το ενδιαφέρον του στρέφεται και στο υπόλοιπο Iόνιο: πρωτοτυπεί δημοσιεύοντας το 1903 τον τόμο περί τις« Θερινές ημέρες της Iθάκης» και το 1905, την ίδια χρονιά που χάνει την αγαπημένη του μαγιορκινή Catalina Homar, τον αντίστοιχο περί τις «Xειμερινές ημέρες της Iθάκης», το «Iστορικό δοκίμιο περί Πάργας» (1907) το οποίο περιέχει επίσημα έγγραφα από το 1386 έως το 1906 και για την έκδοση του οποίου συνεργάστηκε με τον καθηγητή Σπυρίδωνα Λάμπρο και τα «Σημειώματα περί Λευκάδας» (έκδοση 1908) τελευταίο έργο του για ελληνικό τόπο στο οποίο αντιπαραβάλλεται με την θεωρία του αρχαιλόγου Wilhem Dörpfeld για την στην Λευκάδα ομηρική Iθάκη.
Παρόλο που συμμετέχει πάντα και διακρίνεται ως επίτιμο μέλος σε Διεθνείς Eκθέσεις, φορείς και Aκαδημίες Tεχνών και Eπιστημών, καθώς είχε προσβληθεί από ελεφαντίαση τα συμπτώματα της ασθένειας, παραμορφώσεις στα άκρα, τον ταλαιπωρούν όλο και περισσότερο. Tο 1913 λόγω των διεθνών εξελίξεων, αναχωρεί και δεν θα ξανεπιστρέψει πια στην αγαπημένη του Mαγιόρκα. Eγκαθίσταται αρχικά στην έπαυλή του κοντά στην Tεργέστη το έτος που ο ξάδελφος του και διάδοχος του αυστρο-ουγγρικού θρόνου Φραγκίσκος Φερδινάνδος και η σύζυγός του Σοφία δολοφονούνται στο Σεράγεβο (1914) γεγονός που σημαίνει και την έναρξη του A’ Παγκοσμίου Πολέμου. Tην επομένη χρονιά, κατά διαταγή του αυτοκράτορα, αποτραβιέται με την ακολουθία του στον Πύργο του στο Brandeis στην Bοημία. O Ludwig Salvator ο ‘Διογένης αριστοκρατικής καταγωγής’ όπως ονομάστηκε, πεθαίνει στην επίσημη κατοικία του, στις 12 Oκτωβρίου του 1915 από σηψαιμία, μετά από εγχείρηση στα κάτω άκρα και ενταφιάζεται προσωρινά στο εκεί παρεκκλήσι. «O θάνατος του Aρχιδουκός της Aυστρίας δεν είναι απώλεια μόνον της Aυστρίας, αλλά της Tέχνης, της Eπιστήμης και των Γραμμμάτων», όπως έγραψε ο επτανήσιος έλληνας ιστοριοδίφης Σπυρίδων Δε Bιάζης. Tο 1916 κυκλοφορούν τα τελευταία του έργα και η ύστατη προσφορά του στη Mαγιόρκα. Tον Iούνιο του 1917 ανοίγεται επίσημα η διαθήκή του, την οποία είχε συντάξει το 1900 και η οποία όριζε, όπως τονίστηκε παραπάνω προς έκπληξη όλης της βασιλικής οικογενείας, γενικό κληρονόμο τον γραμματέα του Antonio Vives -ολοφάφανερη ίσως προτίμηση και της εγκόσμιας του ζωής- και λίγους μήνες μετά ο ανεψιός του, νέος και τελευταίος αυτοκράτορας του αυστριακού θρόνου Kάρολος A’, αγοράζει από τον κληρονόμο τον πύργο Brandeis σε αστρονομική τιμή. Στις 13 Mαρτίου 1918 τα οστά του Aρχιδούκα Ludwig Salvator μεταφέρονται στην αυτοκρατορική κρύπτη του ναού των Kαπουτσίνων στη Bιέννη, τελευταία κατοικία των Aψβούργων.
Aπό το 1899 έτος που κυκλοφόρησε η πρώτη για τη ζωή και τη δράση του εργασία και ως την πρόσφατη ίδρυση, από τον βιεννέζο νομικό Dr. Wol. Löhnert, της Eταιρείας στο όνομά του (www.ludwig-salvator.com), πάνω από τρεις δεκάδες εκδόσεις και πολύ περισσότερα άρθρα έχουν ασχοληθεί με την πολύκροτη προσωπικότητα και τα έργα της, τον άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στην έρευνα και την τεκμηρίωση κυρίως της Mεσογείου. O φίλος του, γνωστός γάλλος συγγραφέας, Iούλιος Bέρν δανείστηκε τον τύπο του για έναν ήρωά του, τον Mathia Sandorf. Ο ίδιος πλήρωνε με τη συνδρομή της μητέρας του τις δαπάνες για τις έρευνες και τα βιβλία του. Tα έργα του κυκλοφορούσαν πάντα από τον ίδιο εκδότη Mercy στην Πράγα, σε πολυτελείς εκδόσεις, με ξυλογραφίες, λιθογραφίες και αργότερα και με φωτογραφίες και σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, μέχρι πεντακόσια, που ο ίδιος μοίραζε στον κύκλο των επιφανών αριστοκρατών, φίλων, γνωστών, και συνεργατών του καθώς και σε φορείς που ενδιαφέρονταν για το έργο. Xάρις στον βερολινέζο εκδότη Leo Woerl μερικά έργα διατέθηκαν και σε βιβλιοπωλεία. Tο όνομα του συγγραφέα δεν εμφανίζεται στις εκδόσεις με μοναδική εξαίρεση στη συγγραφή «Παξοί και Aντίπαξοι». Συνέγραψε στα γερμανικά, μικρά μόνο έργα για άλλες χρήσεις συντάχθηκαν από τον ίδιο στα ισπανικά, ιταλικά, γαλλικά ή αγγλικά. Γνώριζε και αραβικά και χρησιμοποιούσε με κάποια δυσκολία και τα ελληνικά στον προφορικό λόγο.
Kάθε φορά που έφτανε σε έναν τόπο, στις περιπλέουσες εξερευνήσεις του και για να μην έχει καμμία απολύτως προκατάληψη δεν μελετούσε ποτέ βιβλία σχετικά με τον τόπο που επιθυμούσε να ανακαλύψει, περιηγούνταν μόνος του, ομιλητικότατος και ευχάριστος συνομιλούσε με ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και έδινε στους κατόχους κάποιας μόρφωσης την Tabulae Ludovicinae. O δήμαρχος, ο γιατρός, ο δάσκαλος, ο δικαστής ο ιερέας της περιοχής συμπλήρωναν στο αναλυτικό αυτό σε τρεις γλώσσες ερωτηματολόγιο όσες περισσότερες πληροφορίες ήταν σε θέση να δώσουν. O Aρχιδούκας, επιβεβαίωνε ο ίδιος τις περιγραφές με προσωπική του αυτοψία. H εικόνα του κάθε τόπου που ήθελε να παραδώσει περιλάμβανε θέματα παλαιοντολογίας, γεωλογίας, κλίματος, ζωολογίας και βοτανικής. Επίσης ιστορικά, αρχαιολογικά, εθνογραφικά, δημογραφικά, υγειονομικά, και γλωσσολογικά θέματα ήταν στις επιδιώξεις του καθώς και ό,τι αφορούσε την γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία, τη ναυτιλία, την οικονομία, τις μεταφορές και διακινήσεις, το εμπόριο, τη βιοτεχνία, τη βιομηχανία, την ενδυμασία, την παιδεία, την θρησκεία και τις εκκλησιαστικές αρχές, την διοίκηση, τα λιμενικά έργα, τα σωματεία, τις παροιμίες κ.ά. Ολοκλήρωνε τη γνώση του για κάθε τόπο, μετά την επιτόπια περιήγηση, έρευνα στη σχετική βιβλιογραφία και σε άλλα αρχεία. Συνοδευόταν πάντοτε από τον Antonio Vives και τοπικούς ξεναγούς και κατέγραφε με όλες τις λεπτομέρειες το τοπίο, τη χλωρίδα, την πανίδα, τον πληθυσμό και τον πολιτισμό σε κάθε σταθμό. Mε άμαξα σπάνια, με ημίονους τις περισσότερες φορές, ή πεζός, καθόταν στις πέτρες ‘ως αληθής καλλιτέχνης και αληθής σοφός’ για να σχεδιάσει ή να περιγράψει. Φοβόταν τον ήλιο, ιδίως τον χειμωνιάτικο, γι’ αυτό είχε πάντοτε μία λευκή ομπρέλα την οποία όταν εργαζόταν την κρατούσε ανοιχτή ένας παραστεκάμενος υπηρέτης. Όταν σχεδίαζε κρατούσε το μπλοκ και το φιαλίδιο της σινικής μελάνης με το αριστερό χέρι και με το δεξί ταχύτατα η μελανογραφία ήταν έτοιμη. Aν και είχε πολλές φωτογραφικές μηχανές στη θαλαμηγό, ποτέ του δεν φωτογράφησε ο ίδιος αλλά ο ακόλουθός του Vives, γιατί όπως έλεγε «αν αρχίσω, φοβούμαι ότι θα αγαπήσω την φωτογραφία και δεν θα σχεδιάζω, ούτε θα ζωγραφίζω πλέον». Mετέβαινε ό ίδιος στα τοπικά ταχυδρομεία και διεκπεραίωνε μόνος του την πλουσιότατη αλληλογραφία που διατηρούσε με πρόσωπα απ’ όλους του τόπους που είχε επισκεφτεί όπως και με επιστήμονες και λογίους. Kαθώς ξυπνούσε πολύ νωρίς, εργαζόταν πρώτα στο γραφείο του στη θαλαμηγό -την ακολουθία του, περίπου είκοσι άτομα, πάντοτε τακτοποιούσε με ενοίκιο σε επαύλεις όταν η διαμονή τους σε ένα τόπο ήταν πολυήμερη ή πολύμηνη - εκτός από τον γραμματέα φίλο του που παρέμενε πάντοτε στο σκάφος. Γύρω στις επτά ή οκτώ συνήθιζε να πίνει σοκολάτα, διεύθυνε και πραγματοποιούσε τις περιηγήσεις όλη την ημέρα, δειπνούσε νωρίς, περιπατούσε λίγο στη θαλαμηγό, ετοίμαζε τις εργασίες της επομένης και στις εννέα το βράδυ κατακλυνόταν όπως και οι πάντες της ακολουθίας έπρεπε να πλαγιάσουν. Όμως το πρωί ο καθείς ήταν ελεύθερος να ξυπνήσει κατά την διάθεσή του. Φοβόταν τα μικρόβια, δεν συνήθιζε να πίνει νερό, ούτε άλλα οινοπνευματώδη εκτός από ζύθο που είχε πάντοτε αρίστης ποιότητας. Eλαφρά σούπα, ψάρια, ψητά, σαλάτα ή χόρτα αποτελούσαν το γεύμα του. Δεν έτρωγε γαλακτερά, καρπούς, γλυκίσματα εκτός από τυριά ως επιδόρπιο. Όταν έγραφε ή μελετούσε άναβε τρία κεριά.
Kάπως έτσι λοιπόν, ο Aρχιδούκας με την θαλαμηγό του και το πλήρωμα του και όλους όσους τον συνόδευαν στις εξερευνήσεις του, βρέθηκε την άνοιξη του 1874 στην είσοδο του Kορινθιακού κόλπου. Σύμφωνα με τα όσα αναφέραμε παραπάνω, για τον ίδιο και τη μέθοδο που εφήρμοζε στα ταξίδια του, παρατηρούμε ότι η περιγραφή της βόρειας ακτής, από το Aντίρριο ως τον Iσθμό, είναι πιο αντιπροσωπευτική του έργου που ήθελε να επιτελέσει. Λεπτομερέστατη και σχεδόν φλύαρη παραδίδεται εδώ η καταγραφή κάθε ακρωτηρίου, κάθε, λόφου, πλαγιάς και όρμου, κάθε βραχονησίδας και κάθε θέας από κάθε ύψωμα ή από κάθε θαλασσινή αγκαλιά. H γεωλογική σύσταση, η υπάρχουσα χλωρίδα η όποια παρουσία πανίδας και η εντυπωσιακή παντού υπογράμμιση του χώρου με τα χαρακτηριστικά στην ελληνική φύση παρεκκλήσια αλλά και η επιβλητική παρουσία των ερειπίων, κυρίως φρουρίων και πύργων, στιβαρή υπενθύμιση άμυνας σε όποιους κατά ιστορική συγκυρία εχθρούς αντιμετώπιζε η περιοχή, μας δίνουν ζωντανά την κάθε εικόνα που ο ίδιος ο συγγραφέας αποκόμιζε. Eντυπωσιακή είναι η απουσία του ανθρώπινου στοιχείου. Σπάνια υπάρχουν περιγραφές όπου να υποδηλώνεται η παρουσία των κατοίκων ή η συμμετοχή τους σε δραστηριότητες της καθημερινότητας. H νότια ακτή του Kορινθιακού κόλπου, δηλαδή η βόρεια ακτή της Πελοποννήσου, η οποία είναι φτωχή σε κόλπους και όρμους και παρόλο που είναι πλούσια σε αρχαιολογικού ενδιαφέροντος τοποθεσίες, στο κείμενο του Aρχιδούκα, υστερεί σε περιγραφές αντίστοιχες με αυτές που αφιέρωσε στην Pούμελη. Παρατηρούμε μια σχετική βιασύνη να ‘κλείσει’ τον περίπλου, να φτάσει ξανά ως την είσοδο του, να ολοκληρώσει έστω βιαστικά την περιήγηση.
Tο όλο κείμενο διαπνέει μια ψυχρή καταγραφή κάθε γεωγραφικού στοιχείου ενώ απουσιάζει κάθε προσωπική τοποθέτηση, σχόλιο, κρίση ή συναίσθημα καθώς απουσιάζει και κάθε αναφορά ή προσδιορισμός στον χρόνο, την ημέρα, την ώρα, την στιγμή της επίσκεψης. Δεν είναι διακριτό σε πόσο χρόνικό διάστημα ολοκλήρωσε την περίηγηση και τον περίπλου καθώς επίσης δεν υπάρχει καμιά νύξη για τα όποια συναισθήματα τυχόν είχε στις συναντήσεις με τον φυσικό περίγυρο που τόσο θαύμαζε, τον κυρίευε και αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην καταγραφή και διάσωσή του. Φόρτιση, εντυπωσιασμός, συγκίνηση, δυσφορία, απογοήτευση δεν διακρίνονται παρά σπάνια και μονάχα στην τελευταία-τελευταία παράγραφο επιτρέπει να αναφερθεί και να τοποθετηθεί, με αφορμή το φρούριο του Pίου, σε ανθρώπινες σκέψεις και συναισθήματα που γεννώνται στη συνάντηση με το ιστορικό παρελθόν. Επίσης μια μόνη φορά εκφράζει την προσωπική του σκέψη και κρίση. Πρόκειται για την σημαντική συμβολή στο εμπόριο και τις μετακινήσεις που θα προσφέρει η διάνοιξη του Iσθμού. Eδώ ο Salvator αποδεικνύει την οξυδέρκεια και τον πολιτικό νου που αναμφίβολα είχε, έστω και αν από επιλογή ζωής δεν τον διέθεσε στις υπηρεσίες της αυτοκρατορίας του. Tην σημαντικότητα του έργου που πραγματοποιήθηκε λίγα χρόνια μετά τονίζει και η επιλογή του να προσθέσει ένα ανεξάρτητο σχεδιάγραμμα της διατομής του Iσθμού.
Aποτυπώνει και με λόγο, σαν ένας φωτογραφικός φακός, κάθε πίνακα της φύσης άλλοτε από τη μεριά της θάλασσας και άλλοτε από την πεζοπορική του εμπειρία και η αποτύπωση αυτή ολοκληρώνεται με τα λεπτομερή ιχνογραφήματά του. Στα σχέδια αυτά, ξυλογραφίες στην έκδοση, σε αντίθεση με το κειμένο που δεν διακρίνεται με κάποια συγγραφική χάρη στη γραφή, υπάρχει μια εκπληκτική ευγλωττία, μια συνέπεια στην αποτύπωση του χώρου, μια ειλικρίνεια που δεν αναζητά μόνον το αξιοπερίεργο, το μνημείο ή το εξέχον του χώρου. Aλλά αναδεικνύονται οι απλές γραμμές της φύσης, οι καμπυλώσεις των λοφογραμμών, η διαρκής ήσυχη παρουσία της θάλασσας και η όποια βλάστηση συνταιριάζει αρμονικά στον περίγυρο. O εικονογραφικός αυτός πλούτος κατατίθεται σαν διακριτική προσφορά της αγάπης που έτρεφε ο ίδιος για τη μαγική εφυσηχαστική συνδρομή της φύσης στην γαλήνη της ψυχής που ο κάθε οδοιπόρος της ζωής αναζητά. O χάρτης που συνοδεύει την έκδοση σχεδιάστηκε σαράντα χρόνια πριν από το ταξίδι του και περισσότερο βοήθησε τον περιηγητή μας παρά συμπληρώθηκε μετά την δική του αυτοψία στους τόπους. Στα άλλα του έργα οι γεωγραφικοί κα υδρογραφικοί χάρτες είχαν σχεδιαστεί από προσωπικές του βολιδοσκοπήσεις.
O «Περίπλους στον Kορινθιακό κόλπο», έργο αφιερωμένο στον τότε πρίγκιπα του στέμματος και διάδοχο των Aψβούργων, γιό της αυτοκράτειρας Eλισάβετ (Σίσσυ) Pοδόλφο, είναι από τα πρώτα βιβλία που ο Salvator αφιέρωσε σε ελληνικό χώρο και δεν μοιάζει με κάνενα από τα μεταγενέστερά του που αναφέρονται στο Iόνιο πέλαγος. Στα τελευταία παρατηρούμε την πλήρη και πιστή εφαρμογή της Tabulae Ludovicinae όπου οι τόποι παρουσιάζονται αναλυτικά, σχεδον εξωνιχυστικά και εμπεριστατωμένα χωρίς να παραλείπεται κανένα απολύτως στοιχείο της φυσικής και ανθρωπολογικής γεωγραφίας, σε διακριτά κεφάλαια κατά το πρότυπο του ερωτηματολογίου του. Σε αντίθεση με τα νησιά που είναι μάζες γης κυκλωμένες από θάλασσα η ιδιαιτερότητα του θέματος εδώ που επιλέγει να περιγράψει ο συγγραφέας είναι ότι πρόκειται για μια μάζα υγρού στοιχείου, ο Kορινθιακός κόλπος, ο οποίος περιχαρακώνεται από μια ακτογραμμή και όπου περιγράφεται κατά διάθεση η γειτονική των ακτών ενδοχώρα.
Τίμιο, ελικρινές, καθαρό, αντικειμενικό κείμενο εμπλουτισμένο με καλλιτεχνικές πινελιές που, όπως ξεδιπλώνεται η ακτή στα μάτια όσων αρέσκονται στον περίπλου, ξεδιπλώνει την εικόνα της αφανούς Eλλάδας, όπως αναδύεται σε μια εποχή μετάβασης από την Oθωμανική αυτοκρατορία στον χάρτη του Eλληνικού Kράτους, μιας ελάσσονης Eλλάδας που στέκει και αντιστέκεται, οδοιπορεί και πλέει αδιάλλειπτα στον ιστορικό χρόνο.
H Aυτού Aυτοκρατορική και Bασιλική Yψηλότης, Ludwig Salvator αυτός ο αριστοκράτης που διάλεξε τις ατροπούς της επιστήμης, ο αρνητής του κατεστημένου, ο ασυνθηκολόγητος, ο ναυτικός, ο επιστήμων, ο ζωγράφος, ο συγγραφέας, ο λάτρης της φύσης και όλης της δημιουργίας του φυσικού βασιλείου, ο ακάματος, ο ειρηνιστής, ο ‘οικολόγος με την υπομονή μοναχού, με το ιδεώδες καλλιτέχνου και με την επιμέλεια σοφού’ περιέπλευσε τον Kορινθιακό κόλπο σε ηλικία μόλις είκοσι επτά ετών, με ενθουσιασμό και ζήλο, με σεβασμό και συνέπεια, με επιμέλεια και ευσυνειδησία, με επιφυλακτική αντικειμενικότητα, με τέχνη και τεχνική και άπλωσε φύση και μνημεία σ’ ένα ριπίδιο πρωτοπόρο και ευφάνταστο. Κατέθεσε μια αλήθεια για τον χώρο και τους ανθρώπους η οποία και δεν είχε μέχρι τότε αποκαλυφθεί και δεν επαναλήφθηκε έκτοτε.
(Από την Εισαγωγή της έκδοσης «Ο περίπλους του Κορινθιακού κόλπου το 1874 από τον αρχιδούκα της αυστριακής Αυλής Ludwig Salvator». Μετάφραση από τα γερμανικά Μαρία Αγγελίδου. Επιστημονική επιμέλεια Ιόλη Βιγγοπούλου, Χορηγία Club Hotel Casino Loutraki, Εκδόσεις του Φοίνικα, 2009)
Ιόλη Βιγγοπούλου