Όχι, δεν άντεχε να περάσει τη νύχτα δίχως τον Γιάννη της. Όλη της
η ελπίδα τώρα, η μοναδική που είχε ελπίδα, ήτανε να τον ανταμώσει εκεί στο
νεκροτομείο. Αν ήτανε τυχερή να τον ανταμώσει, να τον σφίξει πάνω της, να τον
διπλώσει στην αγκαλιά της, να τον ζεστάνει, έτσι σαν και τη γυναίκα του εργάτη.
Όταν της είπανε πως ίσως και τον είχανε πάει εκεί, η καρδιά της
λαχτάρησε. Α, και να είχε γίνει τούτο το θαύμα, νάχει ξεφύγει ο Γιάννης της από
τα βάθη της κρύας γης! Να μην τον καταπιεί η γης, ολομόναχο, άκλαυτο,
αχτένιστο, αμύριστο. Να τον ανταμώσει εκεί, να τον πάρει στο σπίτι, να τον
πλύνει, να τον αλλάξει, να του βάλει τα καλά του, τα Κυριακάτια, το
γκριζοπράσινο καρρώ σακάκι και το παντελόνι που το είχε φρεσκοσιδερώσει, με την
τσάκιση που πρώτη φορά την είχε πετύχει στην εντέλεια – όσο για το κάψιμο,
ήξερε πως να το μαντάρει, να το τακτοποιήσει μια χαρά, να μη φαίνεται τίποτα.
Και ύστερα να τον πάει η ίδια τον Γιάννη της, αύριο, Κυριακή απόγεμα, ντυμένο
τα Κυριακάτικά του, σαν και τότε που ήτανε μικρούλης και τον πηγαίνανε κάθε
Κυριακή απόγεμα περίπατο. Και τώρα θα τον πήγαινε περίπατο, τούτη όμως τη φορά
θα γύριζε μόνη στο σπιτάκι της. Κυριακή αύριο, κατά το σούρουπο, μόνη,
ολομόναχη, και για αύριο και για μεθαύριο ολομόναχη και για πάντα.
Η πρώτη περίπτωση δεν ήτανε για τον Γιάννη της – ο Γιάννης
της δεν ήτανε ανάμεσα στους οχτώ το όλον που είχανε γλιτώσει. Τους είχανε
καταγράχψει και τους οχτώ, ο ενωμοτάρχης είχε τον κατάλογο και της τον διάβασε,
ένα- ένα όνομα ξεχωριστά, και με τρόπο σα να έκανε προσκλητήριο. Η βάρδια είχε
άλλους δέκα. Σύνολο: δεκαοχτώ. Από τους δέκα που δεν είχανε γλιτώσει, οι
τέσσερις ήτανε κιόλας εκεί, στο νεκροτομείο. Οι υπόλοιποι έξι στο βάθος της
στοάς, κουβαριασμένοι στα σπλάχνα της γης σαν έμβρυα δίχως ζωή και δίχως αύριο.
- Ο γιος σου οπωσδήποτε δεν είναι ανάμεσα στους ζωντανούς.
Είναι ανάμεσα στους... ανάμεσα στους άλλους. Τράβα να ψάξεις μην είναι από τους
τέσσερις στο νεκροτομείο. Τους πήρανε, βλέπεις, στα γρήγορα και δεν πρόφτασα να
τους γράψω στη λίστα. Αν δεν είναι ανάμεσα στους τέσσερις, ε, πάει να πει πως
είναι ανάμεσα στους έξι που απόμειναν στο βάθος, έτσι που τους έθαψε η στοά που
βούλιαξε. Να δούμε σε πόσες μέρες θα μπορέσουμε να τους βγάλουμε πάνω. Σε
τρεις; Σε πέντε; Σε δέκα; Ή και ποτέ.
- Της Καλογρέζας; της είπε ο ένας από τους δύο φύλακες του
νεκροτομείου, ο πιο ψηλός, που είχε ένα μικρό τρανζίστορ κι έψαχνε να βρει
σταθμό. Να, εκεί τους έχουμε. Δεύτερος διάδρομος δεξιά, πρώτη πόρτα αριστερά.
[...]
Το δωμάτιο, άχαρο. Και το φως, ένα κίτρινο. Κακό κίτρινο.
Προχώρησε.
Από ποιόν ν'αρχίσει πρώτα; Στάθηκε, λες και ήταν να τραβήξει κλήρο. Τέλος πήγε
σ'εκείνον κολλητά στον τοίχο.
Όχι, ο πρώτος δεν ήτανε ο Γιάννης της. Σιγά σιγά, σα να
ντρεπότανε, έσυρε το σεντόνι, ξεσκέπασε το κεφάλι. Δε χρειάστηκε να δει το
πρόσωπο, είδε τα μαλλιά. Ξανθά. Κατάξανθα. Ο Γιάννης της ήτανε μελαχρινός.
Όχι, ο δεύτερος δεν ήτανε ο Γιάννης της. Είχε μουστάκι αυτός ο
δεύτερος. Ο Γιάννης της δεν είχε.
Ο τρίτος; Παραλίγο νάναι ο Γιάννης της, το πρόσωπο παραμορφωμένο,
ούτε ναι μπορούσε να πει ούτε όχι. Το σώμα στα μέτρα του Γιάννη της. Άφησε το
πρόσωπο και πήγε στα πόδια. Παραμέρισε το σεντόνι, έπιασε τ' αριστερό – όλοι
τους είχανε τα ίδια άρβυλα. Τράβηξε με δύναμη το παπούτσι, δεν έβγαινε. Έβαλε
όλη της τη δύναμη, επιτέλους το ξεκόλλησε. Πήγε να πέσει τ'ανάσκελα καθώς το
τράβηξε με τόση δύναμη. Ύστερα έβγαλε την κάλτσα. Όχι, όχι ο Γιάννης της. Ο
Γιάννης της είχε το μεσαίο δάχτυλο κομμένο, ένα βαρελότο του το είχε κόψει,
ήτανε δεν ήτανε δέκα χρονώ, Μέγα Σάββατο, στην Ανάσταση.
Όσο για τον τέταρτο, δε χρειάστηκε να ψάξει πολλή ώρα: είχε κι ο
τέταρτος μουστάκι.
Ύστερα ένιωσε τα γόνατά της να λυγάνε, δεν είχε καρέκλα το
δωμάτιο. Ανέβηκε με κόπο στο τραπέζι του τέταρτου, κάθισε πλάι στα πόδια του.
Ό,τι είχε βολευτεί εκεί πάνω και πρόσεξε το πόδι του τρίτου, που του είχε μόλις
βγάλει το παπούτσι και την κάλτσα, το είχε αφήσει γυμνό.
- Θα κρυώνει! Συλλογίστηκε.
Γλίστρησε από το τραπέζι και πήγε και του ξαναφόρεσε κάλτσα και
παπούτσι, του συγύρισε και το σεντόνι όμορφα- όμορφα.
Άκουσε να χτυπάει ένα ρολόι – εκκλησίας; Μέτρησε τους χτύπους,
από το 1 έφτασε στο 2, στο 3, στο 10, στο 11, στο 12...
- Μεσάνυχτα, σκέφτηκε, αλλά την ίδια στιγμή, μέτρησε και 13.
- Δεν το ήξερα πως φτάνει ως το 13 το ρολόι, είπε δυνατά τώρα.
Από πότε άλλαξε το σύστημα; Ε, τόσα και τόσα αλλάζουνε κάθε μέρα στην Ελλαδίτσα
μας!
Φταρνίστηκε και είπε:
- Με το συμπάθειο !
Έτσι συνήθιζε να λέει σαν τύχαινε να φταρνιστεί μπροστά στε
κόσμο. Και τώρα είχε κόσμο εκεί στο δωμάτιο, είχε τους τέσσερις εργάτες που
είχανε γείρει πάνω σ'εκείνα τα μακρόστενα τραπέζια. Δεν ήτανε άλλοι, ξένοι
νεκροί, στο δωμάτιο. Οι τέσσερις μόνο της Καλογρέζας.
Ο Γιάννης
της, όχι, δεν ήτανε ανάμεσα στους τέσσερις. Τους είχε ξεσκεπάσει έναν – έναν.
Τους είχε κοιτάξει καλά καλά, δεν ήτανε και πολύ δυνατό το φως, όμως τους είχε
κοιτάξει καλά καλά. Ο Γιάννης της δεν είχε την τύχη να είναι ένας από τους
τέσσερις, λοιπόν ο Γιάννης της είχε απομείνει κατάσαρκα στη γης. Ένα κάρβουνο ο
Γιάννης της μες στα κάρβουνα.
Πόση ώρα είχε στο δωμάτιο με τους τέσσερις δε θα μπορούσε
να πει. Μισή ώρα; Μία;
Ανέβηκε στο
τραπέζι του τρίτου. Περίεργο, τα δάκυά της είχανε στερέψει. Δεν είχε πια
δάκρυα, συνάχι μόνο – και δεν είχε μαντίλι. Να ξεχάσει να πάρει το μαντιλάκι
της φεύγοντας! Έκανε να σκουπιστεί στο σάλι της, ντράπηκε. Τη βλέπανε και οι
τέσσερις, έτσι που τους είχε αφήσει γυμνά τα πρόσωπα, τα μάτια. Ανασήκωσε το
σεντόνι, έψαξε τις τσέπες του, βρήκε το μαντίλι του, τσαλακωμένο, μανταρισμένο
σε δυο μεριές.
- Η μάνα του θα τόχε μαντάρει, είπε από μέσα της.
Φύσηξε τη μύτη της κι έβαλε το μαντίλι στην τσέπη της
ρόμπας της. Α, πώς φρόντιζε κι εκείνη να πλένει και να σιδερώσει και να
μαντάρει τα μαντίλια του Γιάννη της! Η μάνα του... η μάνα τους.
Όσο περνούσε
η ώρα και είχε και τους τέσσερις γύρω της, όλο κι ένιωθε κοντά τους, ολοένα και
περισσότερο κοντά τους, δεν είχανε κανέναν εκεί, η μάνα τους δεν ήτανε μαζί
τους. Δεν ήτανε...;
Στην αρχή της φάνηκε πως βλέπει όνειρο με πολλούς μέσα,
που την είχανε περικυκλώσει και είχανε και κάτι μπλοκ και γράφανε, συνέχεια
γράφανε... Αλλά δεν ήτανε καθόλου όνειρο. Όταν άνοιξε τα μάτια της – την είχε
πάρει ο ύπνος πάνω στο τραπέζι, - τους είδε τους πολλούς με τα μπλοκ να
μπαίνουν από το διάδρομο, ήτανε έξι ή εφτά.
Κατέβηκε από το τραπέζι, παραλίγο να της πιαστεί η ρόμπα
σ'ένα καρφί.
- Δεν είναι κανείς εδώ; είπε δυνατά ένας από τους πολλούς.
- Εγώ.
Τότε την περικυκλώσανε.
- Είμαστε δημοσιογράφοι, είπε ένας.
- Ήρθαμε για τα θύματα της Καλογρέζας, είπε ένας.
- Του λόγου σου τι είσαι; είπε ένας.
- Εγώ; Η μάνα τους.
- Η μάνα τους;
- Α, η μάνα τους!
- Καλά, παιδιά σου είναι όλοι τους;
- Και οι τέσσερις;
- Παιδιά μου.
Οι δημοσιογράφοι γράφανε, γράφανε: “Πρωτοφανής τραγωδία.
Μήτηρ απώλεσε και τα τέσσερα παιδιά της”.
- Τα ονόματά τους; είπε ένας.
Μάζεψε το σάλι της, πήγε στον πρώτο από τους τέσσερις και
τον κοίταξε καλά στα μάτια:
- Ο Γιάννης μου, είπε.
- Ο άλλος;
Πήγε στο δεύτερο και του χάιδεψε το μέτωπο:
- Ο Γιάννης μου, είπε.
Ύστερα στον τρίτο και του σήωσε το δεξί χέρι που είχε
γλιστρήσει:
- Ο Γιάννης μου, είπε.
Και στο τέταρτο πήγε και του έστρωσε τα μαλλιά που του
είχανε πέσει χαμηλά, στα μάτια:
- Ο Γιάννης μου.